Quantcast
Channel: ΠΕΤΕΦΡΗΣ
Viewing all 29 articles
Browse latest View live

Ανωνύμου σχόλια εις Εκκλησιν των νη'σοφών.

$
0
0

1. Έκκληση - πρόσκληση
Αυτό δεν είναι Διακήρυξη δημιουργίας νέου κόμματος.
Περιττό.Δεν είναι έτσι οι διακηρύξεις κόμματος. Δεν είναι βέβαια μήτε και δήλωση απώλειας βαλιτσας.
Είναι έκκληση και πρόσκληση.
Εκκληση να βρεθεί η βαλιτσα και πρόσκληση να κρατήσει ο κλεφτης τα εσώρουχα αλλα να επιστρέψει το τσακμάκι;
Απευθύνεται στους πολίτες, στα κόμματα, στις συλλογικότητες, στα πολιτικά πρόσωπα, στις συνδικαλιστικές, τις αυτοδιοικητικές και τις πνευματικές δυνάμεις που κινούνται στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, της δημοκρατικής αριστεράς, του φιλελεύθερου κέντρου, της πολιτικής οικολογίας, του προοδευτικού ευρωπαϊσμού.
Δηλαδή όχι στους σοσιαλιστές, όχι στο κλασικό κεντρο, όχι στην μη συστημική οικολογία και τουςακτιβιστές.μήτε καν στον «φιλευρωπαικο ελληνικο προοδευτικό χώρο».
Οι πνευματικες δυνάμεις δίπλα στους Παναγόπουλους και στους Φωτόπουλους;
Προσκαλεί όλους να συνεργαστούν για την ανασυγκρότηση του χώρου. Χωρίς αποκλεισμούς. Χωρίς ηγεμονισμούς.
Κι άλλους αποκλεισμους κι ηγεμονισμούς; Εδώ έχετε αποκλείσει τα 4/5 των Ελληνων!
Υπάρχουν στιγμές στην πορεία ενός έθνους που οι ιστορικές πολιτικές παρατάξεις είναι υποχρεωμένες να επαναθεμελιωθούν, να ορίσουν ξανά την παρουσία τους στην πολιτική ζωή του τόπου. Αλλιώς παρακμάζουν και εξαφανίζονται.
Οι ιστορικές πολιτικες παρατάξεις ΕΧΟΥΝ παρακμάσει και εξαφανίζονται.Πείτε τώρα αυτό που θέλετε.
Η επαναθεμελίωση δεν γίνεται μόνο με προτάσεις, τεχνοκρατική επάρκεια, στόχους και εργαλεία.
Αληθεια;δηλαδή προτάσεις, τεχνοκρατική εμπειρία, στόχους και εργαλεία έχετε;επειδή είστε πανεπιστημιακοι; επειδη κανατε μελέτες; 
Χρειάζεται μια στρατηγική που να προβάλει τους εαυτούς μας στο μέλλον.
Για ποιόν ακριβώς λογο;ως παρηκμασμένη τέως ηγεμονικη παράταξη, δεν έχετε ,ευτυχώς, μέλλον!
Σε έναν Κόσμο που μεταβάλλεται, σε έναν χαοτικό καπιταλισμό και μιαν Ευρώπη που αναζητά την προοπτική της.  
Αρα ποθείτε έναν κόσμο αμετάβλητο, με συμπαγή Καπιταλισμό σε μια Ευρώπη που έπαψε να ψάχνεται;
Χρειάζεται μια εικόνα της Ελλάδας στο μέλλον, βγαλμένη από την ιστορία της, που θα προσανατολίζει και θα συνθέτει όσες κοινωνικές και πνευματικές δυνάμεις κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση.
Αφου  Ευρώπη είναι στην αναζήτηση και ο Καπιταλισμός στο χάος, η συμπαγής και μυαλωμένη Ελλαδα και η ιστορία της, τι ακριβώς θα κάνει;
2. Στην εποχή της εθνικής ανασυγκρότησης
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια τέτοια στιγμή. Η κρίση εξακολουθεί να είναι βαθιά, όμως αλλάζει φάση και χαρακτήρα. Οι οικονομικοί κίνδυνοι παραμένουν, αλλά οι πολιτικοί παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η υπέρβαση της κρίσης έρχονται σε πρώτο πλάνο.
Ξεχρεωσαμε;πληρωσαν οι εύποροι; Μειώθηκαν οι τιμές; Με την πολιτικη διαχείριση, μήπως ήρθε η ώρα να μπουκαρει ο κόσμος  στα μαγαζια;
Η εποχή των μνημονίων φαίνεται να φτάνει στο τέλος της.
Το γράφουν τα μνημόνια ήδη.Αργήσατε να το καταλάβετε.
Το τραύμα της εθνικής πόλωσης δεν θα σβήσει εύκολα, θα χρειαστεί μάλιστα πολύ κουράγιο και συμφιλιωτική επιμονή απ’ όλες τις πλευρές για να ξεπεραστεί.
Το τραύμα βενιζελισμου-κωνσταντινισμου και Μαυροκορδάτου- Κωλεττη δεν έσβησε ακόμη. Πάρτε σειρά.
Όμως, η πολιτική δραστηριότητα δεν θα περιορίζεται στην αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο.
Αφου δεν θα υπάρχει μνημόνιο, το μόνο που σας σώζει είναι η πανελλήνια απόκτηση μνήμης χρυσόψαρου.Θέλετε δε θέλετε, οι επόμενες εκλογές θα γίνουν σε καθεστώς οργής. Γιά τις μεθεπόμενες, βλέπουμε.
Μετά από μια καταστροφή, η Ελλάδα ξαναποκτά τη δυνατότητα και τα μέσα να σχεδιάσει το μέλλον της.
Όχι. Δεν ξαναποκτά τίποτε. Χρωστάει τα κερατά της.
Να ορίσει ρεαλιστικά τη μελλοντική θέση που θέλει να καταλάβει στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και να κινηθεί δυναμικά για να την κατακτήσει.
Δεν είναι δύσκολο να κινηθείς στον παγκόσμιο ανταγωνισμό όταν η μελλοντικη θέση που θέλεις είναι η θέση του τσιπλάκη.
Η Εθνική Ανασυγκρότηση είναι το ζητούμενο της νέας φάσης στην οποία έχουμε ήδη μπει.
Σιγά μη μπήκαμε με την όπισθεν στον φούρνο...
Και είναι ένα πρόβλημα πολιτικό, παραγωγικό και πολιτισμικό.
Και δεν είναι οικονομικό δεν είναι και δικαστικο; κι άλλο ΕΣΠΑ θέλει να απορροφήσει  ο πολιτισμός;
3. Ποιά ανάπτυξη θέλουμε; Δικαιούμαστε να αποφασίσουμε
Μετά έξι χρόνια συνεχούς ύφεσης οι πολίτες με το δίκιο τους ελπίζουν και ζητούν να δουν την απαρχή της ανάκαμψης, να βεβαιωθούν ότι ξεκολλάμε από τον πάτο.
Ελπίζουν; Εσείς ελπίζετε!
Η κρίση όμως μας έμαθε με τραγικό τρόπο ότι οι άμεσες οικονομικές προσδοκίες εξαρτώνται από κεντρικότερες στρατηγικές επιλογές.
Σιγά μη σας έμαθε!
Τι ανάπτυξη θα έχουμε την προσεχή δεκαετία;
Δεν θα έχουμε, με εσάς, καμία ανάπτυξη!και χωρίς εσάς, βλέπουμε πάλι...
Θα είναι μια ανάπτυξη ρηχή, ασθενική;
Ναίσκε.
Θα βασίζεται  στη φτηνή εργατική δύναμη, στην άγρια ανασφάλεια και στην κυνική αποδοχή των μεγάλων ανισοτήτων;
Μάστα.
Θα αδιαφορεί για τις υποδομές και θα περιφρονεί το περιβάλλον;
Και βέβαια θα αδιαφορεί!
Θα είναι η επανάληψη ενός κρατισμού και μιας προσοδοθηρίας για φτωχούς;
Ουτε λόγος!ασφαλώς. Με το πρώτο μοίρασμα πέντε ευρώ, θα ζητάν αυξήσεις όλοι.
Ή θα σταθούμε ικανοί να αλλάξουμε ριζικά το κράτος και το παραγωγικό μοντέλο ώστε η Ελλάδα να πετύχει μια δυναμική και βιώσιμη ανάπτυξη που θα δώσει πολλές και καλές θέσεις εργασίας;
Δεν ξέρετε πως γίνεται.Μπορεί να μη σταθουμε ικανοί, αλλα σίγουρα δεν θα μας κανετε ικανότερους.
Που θα δώσει ευκαιρίες για όλους χωρίς μεσάζοντες, παρέες και τον ραγιαδισμό του ρουσφετιού;
Εσείς είστε άμεσοι, μονήρεις και ακατάδεχτοι;και δίνετε ευκαιρίες στους "άλλους";
Που θα αναβαθμίσει το κράτος δικαίου και θα αναδιοργανώσει εκ βάθρων τη δημόσια διοίκηση;
Έλα ντε!
Και αν το πετύχουμε, ποιος θα διαχειριστεί την κατανομή των πόρων ώστε να ενισχύεται σταθερά η κοινωνική συνοχή και η κοινωνική δικαιοσύνη;
Όχι μια εκλεγμένη κυβέρνηση;
Το πολιτικό σύστημα με βάση παλαιές εξαρτήσεις και νέες υποσχέσεις;
Καλά, ο ναζισμός τότε.
Ή μια κοινωνική συμφωνία των πολιτών που θα στηρίζει τους πραγματικά αδύναμους και όχι μόνον εκείνους που έχουν πιο δυνατή φωνή;
Κι αυτό από εσάς που έχετε αδύνατη φωνή και είστε δυνατοί;
Η αλλαγή του κράτους και του παραγωγικού μοντέλου απαιτεί τη μέγιστη διανοητική και συναισθηματική προσπάθεια σε συνδυασμό με την τεχνοκρατική και διοικητική γνώση.
 Δηλαδή μελέτες και λυρικές εξομολογήσεις.Κατάλαβα.
Πρωτίστως όμως χρειάζεται να γίνει έργο και κτήμα ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων, στις οποίες θα έχουν κεντρικό ρόλο η μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα ώστε να ενισχυθεί ξανά η διαπραγματευτική της δύναμη.
Μάστα. Αρκετά αφεντικα υπάρχουν. Όχι μαγαζάκια. Μεγάλες προσπάθειες του ιδιωτικου τομέα με αλυσίδες καταστημάτων, υπάλληλοι, ώστε να ξαναυπάρξει ΓΣΕΕ που να ζητά λεφτά.
Τα δικαιώματα των σημερινών παιδιών αφού αυτά προπάντων θα βιώσουν τις ωδίνες της ανασυγκρότησης.
Βιώνουν τον ρόγχο του παρασιτικού βίου.
Η εξωστρεφής και καινοτόμος επιχειρηματικότητα.
Υπάρχει εσωστρεφής και συντηρητική επιχειρηματικότητα;δηλαδή οποιος πουλάει χαρουπια ή σιζάλ ,θα καζαντήσει; Υπάρχει άλλη επιχειρηματικότητα; Η κινητή τηλεφωνία θα μας σώσει; Τα διαδραστικά προφυλακτικά;
Η νέα προηγμένη αγροτική παραγωγή.
Με φράουλες και αίμα;Μήπως με προηγμένα μεταλλαγμένα;
Ο δημόσιος υπάλληλος που θέλει να αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια της εργασίας του μέσα από τη ριζική μεταρρύθμιση του κράτους.
Αυτός που παίρνει χαρτιά από τρελαδικο πως δεν μπορεί να καθεται στο μόνιτορ;μήπως αυτος που έρχεται έκτακτος απο τον τομέα καθαριότητας και μόλις αποκτήσει προσωρινά γραφειάκι με τηλεφωνο, δεν βγάζει μήτε φωτοτυπίες; μήπως ο  υπάλληλος που προτείνει μεθόδους βελτίωσης της υπηρεσίας του και τον καλουν σε απολογία;    
Η μεσαία τάξη που θα θελήσει να ανασυνταχθεί σεβόμενη τις υποχρεώσεις προς την κοινωνία, δηλαδή πληρώνοντας τους φόρους που της αναλογούν.
Και πως θα τους πληρώσει τους φόρους, τέτοιοι που είναι, αν δεν κλέψει;
Η ανασύσταση του κράτους πρόνοιας ως συμμαχία των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων, έτσι ώστε να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες που γέννησαν η ανεργία, η περιθωριοποίηση  και η ανασφάλεια.
Επιδόματα πάλι τα παλουκάρια;Συμμαχία λαικών και μεσαίων στρωμάτων είναι βέβαια να κουβαλάει ο κλητήρας και τα ψώνια της οικογένειας του τμηματάρχη.
Η καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Τρία ευρώ και 14 λεπτά.Περισσότερα, στον 23ο αιώνα.
4.  Χωρίς ντροπή γι αυτό που είμαστε
Η κρίση μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα εθνική αυτογνωσία και σε μια νέα πατριωτική υπερηφάνεια.
Όχι, δεν μπορεί.Ποτέ δε μπόρεσε.
Χωρίς την κομπλεξική εθνικιστική αλαζονεία γι’ αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε ενώ δεν είμαστε.
Είμαστε κατι άλλο από αυτό που νομίζουμε;αν ναι, εσείς θα μας το πείτε; μήπως εσείς είστε κάτι άλλο απ΄αυτο που νομίζετε;
 Χωρίς ντροπή γι αυτό που είμαστε.
Ενώ δεν είμαστε αυτό που μας ντροπιάζει, έ;
Στην κρίση οι Έλληνες δεν είναι ούτε αμαρτωλοί ούτε θύματα.
Σωστά.Περαστικοί είναι.Είδαν φως και μπήκαν.
Είναι υπεύθυνοι και άτυχοι.
Γκαντεμηδες λεγονται αυτοί.
Υπεύθυνοι για τις εθνικές ολιγωρίες, άτυχοι γιατί στη δύσκολη στιγμή βρήκαν απέναντι τους μια Ευρωπαϊκή Ένωση αιφνιδιασμένη, μυωπική, συντηρητική, διαιρεμένη και αναδιπλωμένη στους εθνικισμούς της.
Ητανε στραβό το κλήμα, το΄φαγε κι η Ευρώπη…
Την ίδια όμως στιγμή, οι Έλληνες κράτησαν όρθιο το φρόνημα του πολίτη, αντέχοντας μέχρι σήμερα τις ασφυκτικές πιέσεις από πολλά μέτωπα.
Ναι με χρυσαυγή 400 χλιάδων, με ψεκασμένους. Ναι, δεν έκαψαν ακόμη μήτε κλεμμένα λάφυρα απο λεηλατημένα μαγαζιά στη σόμπα τους…
Από την ίδια την κρίση, τα λάθη της συνταγής που δόθηκε για τη θεραπεία, την κοινωνική περιθωριοποίηση, την ευρωπαϊκή αμφισημία, την επιθετικότητα των διεθνών κερδοσκόπων, τους διάσημους «προφήτες» της καταστροφής μας.
Τι κάνατε να τα διορθώσετε;οι μισοί ήσασταν κυβέρνηση...
Από τα λάθη και τη μετριότητα των κυβερνητικών χειρισμών, την ιδιοτελή ολιγωρία του πολιτικού συστήματος, τη διχαστική ατμόσφαιρα, τους δεξιούς και αριστερούς κήρυκες μιας νέας αλλά εξίσου απεχθούς εθνικοφροσύνης που αμφισβητούσε την ελληνικότητα του αντίπαλου.
Ενώ το κέντρο…
 Από την ακραία δημαγωγική στάση των ποικίλων αντιπολιτεύσεων, τη χυδαία λαϊκιστική δημοσιογραφία, τον κυνισμό και την λοιδορία των διεθνών ΜΜΕ, τους συνωμοσιολόγους και τους ψευδολόγους που μοίραζαν φρούδες ελπίδες και μαγικές λύσεις.
Ενώ οι συμπολιτεύσεις έσκισαν με την μακροθυμία τους…και την καημένη τη ΔΗΜΑΡ που άρχισε να φτιάχνει κυβερνητικα στελέχη, την δούλεψαν...
Είμαστε ως λαός ανθεκτικοί και θυμωμένοι, θυμωμένοι  και στοχαστικοί, στοχαστικοί και όχι ηττημένοι.
Ηττημένοι και όχι ανθεκτικοί κλπ,Αυτό είναι ένα σόφισμα του "κέλτικου φιδιού". Το πρώτο μέρος της φράσης ακυρώνεται πάντα απο το δεύτερο. Δεν υπερισχύει κανένας. Καντε το σωστά.
Μέσα στο καμίνι της κρίσης, μπορεί να κατακτηθεί μια νέα εθνική αυτογνωσία, να χτιστεί και πάλι ένα αίσθημα λαϊκής υπερηφάνειας, που η σεμνότητά της θα την απομακρύνει από τον λαϊκισμό και η πατριωτική της ρίζα από τον εθνικισμό.
Εδώ σας έχασα…Αν ψάχνετε σεμνή πατριωτικη ρίζα, πέφτετε σε πανοσιολογιώτατο...
Για να βγει η Ελλάδα από τη θέση του κράτους-παρία, να επανακτήσει τη διεθνή της αξιοπρέπεια και να διεκδικήσει ρόλο στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης που θα επιταχυνθούν.
Πώς;
Για μια Ενωμένη Ευρώπη που δεν θα είναι, γιατί δεν μπορεί πια να είναι, πολιτικό σχέδιο των ελίτ, αφού η κρίση πολιτικοποίησε στο έπακρο τη διαδικασία ενοποίησης.
Πως;
 Για έναν ευρωπαϊσμό, όχι μόνο προοδευτικό αλλά και λαϊκό.
Όπως Αμερική;
Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να περιορίσουμε στην αρχή και να αντιστρέψουμε αργότερα τον διαχεόμενο ευρωσκεπτικισμό.
Α,αργότερα.
5. Ούτε δεξιά ούτε νεοκομμουνιστική αριστερά
Αυτός είναι ο νέος ρόλος της ιστορικής παράταξης της σοσιαλδημοκρατίας, της δημοκρατικής αριστεράς, του φιλελεύθερου κέντρου, όλου του κεντροαριστερού χώρου: Εθνική Ανασυγκρότηση - αλλαγή του κράτους και του παραγωγικού μοντέλου – νέα συμπόρευση της εθνικής αυτογνωσίας με τον προοδευτικό λαϊκό ευρωπαϊσμό.
Σαράντα χρόνια σε ποιο φουρνάρικο δουλεύατε;
Όρος για την εκπλήρωσή του είναι η σύγκλιση και η συνεργασία όλων εκείνων των συλλογικών μορφών και των πολιτών που δεν αναγνωρίζονται ούτε στη δεξιά ούτε στη νεοκομμουνιστική-εθνολαϊκιστική αριστερά.
Όχι Χα, Όχι ΑΝΕΛ, όχι ΝΔ (δεξιά) όχι Σύριζα, παρά μόνον ΔΗΜΑΡ, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ.Καλά.Ηδη η ΔΗΜΑΡ λεει"έχουμε άλλο σχέδιο"και το ΚΚΕ δεν το ρωτάτε.
Η σύγκλιση πρέπει να γίνει με τρόπο που να διασφαλίζει την πολιτική σταθερότητα από την οποία πρωτίστως πλέον εξαρτάται η ανάκαμψη της οικονομίας, η διασφάλιση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας και η ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων.
Καμιά νοθίτσα; Κανένα χατιράκι;
Η συγκρότηση της νέας προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης θα συμβάλλει στη σταθερότητα και την πολιτική ανανέωση.
Δεν νομίζω.
Η κατάρρευση του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος έχει οδηγήσει σε ένα ασταθές ακόμα κομματικό σκηνικό, με ανησυχητικά χαρακτηριστικά.
Δεν έχει καταρρεύσει. Απλως καταρρεύσατε εσείς και χάσατε τον κόσμο.
 Ο μικρός δικομματισμός ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικά στείρος, προγραμματικά οπισθοδρομικός και ιδεολογικά συντηρητικός.
Ενώ του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ ήταν εύφορος εμπροσθογεμής και ριζοσπαστικός..
Εγκλωβίζει, δεν απελευθερώνει τις δυνάμεις της χώρας, δεν οδηγεί σε βιώσιμη ανάπτυξη.
Μη λετε βιώσιμη ανάπτυξη. Εχει πίσω από την κουρτίνα το Ζονγκ!
 Η τερατογένεση της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής εξελίχτηκε σε σαράκι της δημοκρατίας.
Κανονικη ψηφοφορία ήταν νομίζω.'Οταν το ΠΑΣΟΚ τσίμπαγε απο το ΛΑΟΣ το 2010 και η ΝΔ νομίζει πως θα υφαρπάξει την ΧΑ, το σαράκι άλλος το τοποθετεί.
Η αποτρόπαιη δολοφονία του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι έκρουσε τον κώδωνα ενός κινδύνου που ήταν εδώ και καιρό προφανής.
Αποτρόπαιη δολοφονία ήταν.Ευχή και απαίτηση όλων μας, η παραδειγματική τιμωρία. Ξέρετε πόσους νεκρους μετράει η χώρα επειδή το χέσατε;
Η άμυνα της Πολιτείας έναντι της εγκληματικής οργάνωσης είναι  επιβεβλημένη.
Όχι, δεν είναι ,όταν είναι παράνομη η άποψή της και εάν αποδειχθεί, ο Λαμπράκης εκτελεστηκε απο εγκαθετους του ελληνικου Δημοσίου.
Η ισχυροποίηση της ευρύτερης κεντροαριστερής παράταξης θα αποσυμπιέσει τη σημερινή αίσθηση της εμφύλιας αντιπαράθεσης.
Εμφύλια θα την κάνετε!
Θα συμβάλει στην αποκατάσταση μιας ελάχιστης εθνικής συναίνεσης ώστε ο πολιτικός αντίπαλος να μην γίνει πάλι εσωτερικός εχθρός.
Δεν υπάρχει εξωτερικός εχθρός εδώ και καιρό! Τον επινοείτε με παιδικο πείσμα.
Θα επαναφέρει την πολιτική και κοινωνική δυναμική στον αστερισμό της δημοκρατίας και του πλουραλισμού.
Μπά;
Θα συνδέσει την εθνική ανασυγκρότηση με ένα προοδευτικό και ρεαλιστικό πρόγραμμα αλλαγών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Ενώ έως τώρα…
Θα ενισχύσει τις φιλελεύθερες εκσυγχρονιστικές φωνές στη ΝΔ και τις δημοκρατικές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις στον ΣΥΡΙΖΑ.
Τέτοια φιλανθρωπία, γκώσαμε…
Η κοινωνία αρχίζει να αισθάνεται το κενό.
Τώωωωρα;
Γι’ αυτό υπάρχει μια ρητή αλλά και μια σιωπηλή ζήτηση των πολιτών για κάτι καινούργιο στον ευρύτερο δημοκρατικό προοδευτικό χώρο.
Μεταξύ σας, εννοείτε.
Γι’ αυτό δημιουργείται η κοινή συνείδηση ότι κάτι μπορεί να γίνει τώρα, σύντομα.
Όχι, δεν δημιουργείται.
6. Πρόσκληση για Ιδρυτική Συνέλευση
Με αυτή την αγωνία απευθύνουμε έκκληση στις δυνάμεις της ευρύτερης δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης, στο ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ, τις δυνάμεις της οικολογίας, της αυτοδιοίκησης, τις πολιτικές και κοινωνικές  συλλογικότητες και  προσωπικότητες, να συνεργαστούν για την ανασυγκρότηση του χώρου.
Τώρα τα λετε όπως είναι.Αλλος γραφέας.
Η ανασυγκρότηση δεν θα είναι μόνο οργανωτική, αλλά βαθιά πολιτική.
Εκεί τα χαλάμε,είπαμε. Συρράψατε ομοειδή κείμενα.
Θα είναι αυτοκριτική για την ως τώρα πορεία, προγραμματική για το μέλλον, και κυρίως θα στοχεύσει στην ανάδειξη νέων ανθρώπων που θα ανανεώσουν την πολιτική ηγεσία της παράταξης και της χώρας.
Αυτοκριτικη δεν ξέρετε καν τι είναι.
Προτείνουμε τη δημιουργία ενός κοινού πολιτικού φορέα που θα συστεγάσει όλους, χωρίς να απαιτήσει τη διάλυση των υπαρχόντων κομμάτων και συλλογικοτήτων.
Μέτωπο το λενε στο χωριό μου.
Ο φορέας μπορεί να συσταθεί τους προσεχείς μήνες μέσα από μια Ιδρυτική Συνέλευση, με συμφωνημένες διαδικασίες και να εξελιχθεί στο κέντρο των κοινών επεξεργασιών για το σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης, με προτεραιότητα στο πρόγραμμα για τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Εκεί είναι η ελπίδα σας μια ζωή: το καπέλωμα.
Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τις κινήσεις που κάνουν ξεχωριστά το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, θεωρώντας όμως ότι αυτές πρέπει να συγκλίνουν και να συναντηθούν στο άμεσο μέλλον.
Φοβερά παρατηρητικοί είστε…και τόσο, μα τόσο αθώοι...
Η κοινή αναφορά στο Κόμμα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, η ανταπόκριση στο ενωτικό τους κάλεσμα, διευκολύνει τη διαδικασία.
Ναι, για τις εκλογές στη Λιθουανία…
Χαιρετίζουμε την πρωτοβουλία των «5 Δημάρχων» και άλλων αυτοδιοικητικών φορέων του ίδιου χώρου, που δείχνουν ένα δρόμο συνεργασίας στη βάση αξιών που συμμεριζόμαστε.
Ψήφοι να ναι, κι ό,τι να΄ναι.
Δεν είναι δικιά μας δουλειά να προκαταλάβουμε τους τρόπους και τις διαδικασίες της ανασυγκρότησης.
Δικιά σας δουλειά είναι να πετάτε οξω όποιον δεν συμφωνει.
Υπάρχουν πολλές διεθνείς και ελληνικές εμπειρίες και υπάρχουν πολλοί που τις ξέρουν καλύτερα από εμάς.
Που ναι αυτοι που ξέρουν; Ντρέπονται; Περιμένουν χειροκρότημα;
Το μόνο που θέλουμε είναι να καλέσουμε τους ενδιαφερόμενους επιτέλους να προχωρήσουν.
Εσείς τα είπατε και τέρμα.
Προτάσσοντας την κοινή μοίρα, όχι την ιδιοτέλεια.
Η ιδιοτέλεια παράγεται από την κοινή μοίρα.
Αναλαμβάνοντας  αποφασιστικά την ευθύνη, όχι απαριθμώντας τις δυσκολίες του εγχειρήματος.
Α, επειδή έως τώρα δυσκολίες μολογάμε.
Και υπογράφουμε την πρόσκληση αυτή, πολίτες με διαφορετικές εμπειρίες και αφετηρίες αλλά με κοινές αγωνίες, με μόνο το  δικαίωμα που μας δίνει η πολύχρονη παρουσία και έγνοια μας για αυτόν τον ευρύτερο πολιτικό χώρο και αυτόν τον τόπο.
Αρα, καταλήγουμε σε κοινό συμπέρασμα:να φεύγουν οι πρωινοί…



Αναφορά στον άγγελο

$
0
0
Αναφορά στον άγγελο
 Επιστολική νουβέλα
(Τυπώθηκε στα Ελληνικα γράμματα, το 2002)


Η προμέτρηση

Μου εμπιστεύτηκες εντολή ποιητή τον Μάρτιο του 1962.Την κατέθεσα τον Απρίλιο του 1999.Επί τριάντα επτά χρόνια ,δηλαδή επί  διακόσιους τέσσερις μήνες,δηλαδή επί δεκατρείς πεντακόσιες ημέρες, τήρησα ή δεν τήρησα τα υπεσχημένα.Οφείλω,κατά την συμφωνία μας,μιά λογοδοσία.Η παρούσα εκτενής επιστολική αναφορά, ελπίζω να σε καλύπτει υπηρεσιακώς προς τους αρμοδίους.
Ανήκω στους τυχερούς που είχαν εξαρχής μιά καλή σχέση με τον άγγελό τους.Μήτε άργησα να σε ανακαλύψω (πιστεύοντας, όπως άλλοι, ότι δική μου ήταν η επίνοια, το μυαλό και οι ικανότητες), μήτε, όταν τελείωσαν οι μεταξύ μας παρτίδες διατήρησα εσφαλμένα την αίσθηση της ποίησης μέσα στις φλέβες μου.
Γιά την αναφορά μου, διάλεξα τον τύπο της επιστολής,όχι των μνημονίων, μήτε της έκθεσης πεπραγμένων, μήτε του απολογισμού. Επίσης λυπούμαι που δεν είμαι σήμερα σε θέση να επισυνάψω τον απαραίτητο κατάλογο των ποιημάτων μου, με σωστή ευρετηρίαση.Θα αρκεστείς σε όσα η μνήμη διατηρεί, ελπίζοντας πως σου είναι αρκετά.Θα εξηγήσω τους λόγους σε ιδιαίτερες παραγράφους.
Ζω σε περίοδο επιστολικής σύγχυσης.Ίσως διότι το σπουδαιότερο πράγμα που έγραψα, την εποχή που έλαβα την εντολή σου, ήταν το ρητό:

Θέλω να κάνω κάτι γιά να διατηρηθεί η ημερομηνία.
Νομίζω, φτάνουν δυό γραμμές.

Ξεκίνησα την εποχή όπου ίσχυε το τηλεγράφημα(χρήσιμο γιά επείγοντα περιστατικά και αποστολή ευχών) η επιστολή (που έμοιαζε κατά τύπο και υπογραμμό σε όλες τις επιστολές που γνωρίζουμε από την αρχαιότητα) και βεβαίως το διά ζώσηςμήνυμα,που εκτεινόταν από την διάδοση έως την παραγωγική συζήτηση.Στο δια ζώσηςθα έβαζα και την επαφή από το τηλέφωνο.Στην εφηβεία μου ήταν σπάνιο σχετικά μέσον,αργότερα κατέστη κυρίαρχο.Εμμέσως, επί μικρό μετεφηβικό διάστημα, έπαιρνα και έστελνα νέα με μπομπίνες μαγνητοφώνου και κασέτες.Έχω ακόμη μερικές στο αρχείο μου.Γνώριζα επίσης το τέλεξ, ενίοτε το χρησιμοποιούσα, αλλά ποτέ ως μέσον προσωπικής αλληλογραφίας.Γιά ακατανόητους συντομογραφικούς λόγους θυμάμαι τις εκφράσεις PLS(γιά το «παρακαλώ»), ASAP( «όσο ταχύτερα δύνασθε») και τις πάγιες, εφοπλιστικής προέλευσης,CIFκαι FOB.
Αργότερα,στα μέσα του 80,εμφανίστηκε η τηλεομοιοτυπία. Σπανίως είχε επιστολικό χαρακτήρα.Συνηθως έστελνες μεγάλα και μικρά τεμάχια λογοτεχνικής παραγωγής σε κάποιον μοντέρνο αποδέκτη ή στην εφημερίδα.Η ωριμότητα της ηλικίας με συνέλαβε πάνω στα e-mail, στά γραπτά μηνύματα της κινητής τηλεφωνίας και στο υπόλοιπο μάγμα των υπερορίων μέσων.Είναι αλήθεια ότι με το e-mailκαι τα γραπτά μηνύματα, διαθέτουμε πλέον επιστολικά εργαλεία μεγάλης ισχύος, που απλοποιούν την διαδικασία, καταργώντας τις αρχαίες πλήν γοητευτικές τελετουργίες του ταχυδρομείου, του γραμματοσήμου και των σχετικών καρδιωγμών ενώπιον κενού γραμματοκιβωτίου.
Ενώ η συνείδησή μου είναι τρέχουσα και κατάγεται από παλαιού ανθρώπου κατασκευή, δεν θα έλεγα το ίδιο γιά την ικανότητα παραγωγής γραπτών κειμένων.Άλλοι άνθρωποι απολαμβάνουν την παραγωγή ενός χειρογράφου, ενώ γιά μένα ήταν αείποτε μιά μορφή τιμωρίας,λόγου χάρη να γράψω εκατό φορές «δεν θα αντιμιλήσω στον διδάσκαλό μου».Μου ήταν επαχθές να αντιγράψω ακόμη και τρείς φορές μιά τετριμμένη πρόταση.  Προτιμούσα να εκτεθώ ενώπιον πυκνοκατοικημένης σχολικής αυλής και να το παραδεχθώ δημοσία.Όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι,προτιμουσα να γράψω την τιμωρία ανά στήλη, εξαντλώντας πρώτα κατά κορυφήν όλα τα «δεν», ώστε να έχω ορατό ορίζοντα λήξης στις κόλλες του βασανιστηρίου. Συνέχιζα καταγράφοντας όλα τα «θα», τα «αντιμιλήσω», ώσπου να τελειώσει το μαρτύριο. Σπανίως κατανόησα τις δικαιολογίες κόπωσης των συνεργατών μου, εκτός από μία και μόνη περίπτωση: όταν έβλεπα γραμμένα διάφορα «άχ», «αμάν, τελειώνω», «ούφ» στο τέρμα ενος σχοινοτενούς χειρογράφου τους.Ομοίως καταλάβαινα απόλυτα την έκφραση «πόνος» στον κολοφώνα κάποιου αρχαίου κώδικα.
Λάτρευα την γραφή, αλλ΄όχι την διεκπεραίωση της. Σπανίως, δηλαδή γιά πέντε ή έξη ώρες στο σύνολο των τετρακοσίων χιλιάδων ωρών εγγραμμάτου βίου που έχω ήδη διανύσει, διάλεξα μελάνια και καλό χαρτί γιά να κατασκευάσω ένα καλογραμμένο κείμενο.Ήμουν οπαδός της τεχνολογίας πρίν αυτή υπάρξει, μιμητής και διαφημιστής της ακόμη κι όταν μάθαινα γι΄αυτήν από στηλάρια εφημερίδων.
Γι΄αυτό και θεωρώ σημαδιακή την 26η Νοεμβρίου του 1964, όταν δέχθηκα από τον πατέρα μου ως δώρο μιά υπέροχη μικρή γαλάζια γραφομηχανή.Υιοθέτησα αμέσως την παραγωγική της δύναμη,εξέμαθα τάχιστα τις αναποδιές της,έμαθα να χτυπάω με ειδικό τρόπο τα κολημμένα πλήκτρα και άλλαζα μελανοταινία χωρίς να λερώνομαι.Ακόμη και αυτό το μέσο με κούραζε.Όχι γιά τους ίδιους λόγους με το χειρόγραφο, αλλά γιά την βαρετή διαδικασία της καθαρογραφής μιάς δουλεμένης σελίδας.
Η ζωή μου είναι γεμάτη φίλους που διορθώνουν τα γραπτά τους συνεχώς.Οι σελίδες τους, την ευτυχή ώρα της δημιουργίας, πυκνώνουν με λοξογραφές, συντμήσεις,διαγραφές και επιλογές νέων λέξεων,δημιουργώντας έναν γοητευτικό ιστό.Ακόμη κι όταν περνούν το κείμενο σε κάποια μηχανή ,δεν τό΄χουν σημαντικό να διορθώνουν κι εκεί επάνω.
Αυτά ήταν απρόσιτα γιά την αρχαία και ατελή αντίληψη non-finitoπου διαθέτω.Βέβαιος ότι ο θάνατος με περιμένει μονίμως στη γωνία και υπό γωνίαν, ήθελα να του παραδώσω το σαρκίο με καθαρογραμμένες σελίδες.Γιά να αφήσω τις χαριτωμενιές, μόλις, γράφοντας μιά σελίδα, έκρινα ότι ατύχησα σε μία έκφραση ή λέξη, έβγαζα αβιαστως το συμπέρασμα ότι έπρεπε να την ξαναγράψω. Ολόκληρη τη σελίδα, όχι μόνον τα ημαρτημένα.
Κι έτσι, ενώ οι γύρωθεν λόγιοι εκτιμούσαν την γραφομηχανή κυρίως ως μία άνετη βάση, έναν κάναβο όπου ανέτως μπορούσαν να προσθέτουν χειρόγραφες διορθώσεις, γιά μένα ξανάρχισε το μαρτύριο της επανάληψης.Δακτυλογραφούσα ολόκληρη τη σελίδα μου, ακόμη κι άν έπρεπε να προσθέσω ή να αφαιρέσω μία κεραία.

Δεν θέλω να εκθέσω την απέχθειά μου στην επανάληψη.Δεν μπορώ να κάνω και διαφορετικά.Μπορώ να φέρω παραδείγματα. Έχω κάνει πάνω από είκοσι διαλέξεις γιά ζητήματα οινοφιλίας και γευσιγνωσίας. Παρατηρούσα τους κατά περιόδους συνεισηγητές: είχαν γραμμένη μιά σταθερή βάση πληροφοριών και προσέθεταν μερικά στοιχεία εντοπιότητας.Ακόμη κι άν ήταν να μιλήσω στην ίδια πόλη γιά το ίδιο ζήτημα  σε διάστημα τεσσάρων ετών(οπότε οι παλαιοί μου ακροατές θα είχαν σίγουρα εκλείψει) έγραφα νέο κείμενο πάντοτε, και δεν διατηρούσα μήτε τις έξυπνες ατάκες που τους είχαν κάνει να μειδιάσουν. Κάποια εργώδη περίοδο του βίου, οπόταν και κρατούσα στηλες σε εφημερίδες και περιοδικά, είχα ραδιοφωνική εκπομπή και πυκνό δίκτυο διαλέξεων, δεν υπήρξε περίπτωση να επιλέξω θεματολόγιο που προσομοίαζε,γιά να γλυτώσω την αναζήτηση της ποικιλίας. Σιχαίνομαι την επανάληψη και θεωρώ τις ιδέες προς έκθεσιν ως το πιό κοινό και φτηνό αγαθό στον κόσμο του πνεύματος. Δεν κατάλαβα ποτέ μου την δυστοκία περί την σύλληψη ενός θέματος.
Γιατί; ιδέα δεν έχω. Μπορώ να δώσω μιά ένδειξη. Υπήρξα δασκαλοπαίδι. Οι δάσκαλοι επαναλαμβάνουν εκ των πραγμάτων συγκεκριμένη ύλη κάθε σχολική χρονιά. Θυμάμαι τους γονείς μου να σχολιάζουν την ευκολία ή τη δυσκολία μιάς τάξης από την οποια προϋπηρεσία διέθεταν σε αυτήν.Φαντάζομαι ότι είχα άγχος μήπως μείνω στάσιμος, ακριβώς από το ενδεχόμενο να ξανακούσω τα ίδια πράγματα άλλη μιά φορά.Γι άυτό και δεν αγάπησα ποτέ την κυριακάτικη λειτουργία.Βαρυόμουνα αφάνταστα.Έβαζα μερικούς χρονοδείκτες (το «στώμεν καλώς» , «τα σά εκ των σών») που βοηθούσαν την προώθηση ενός εσωτερικού χρονομέτρου.

Η αναμέτρηση με τις επαναλήψεις ομολογώ ότι περιορίστηκε όταν,το 1975 νοίκιασα μιά ηλεκτρική γραφομηχανή IBMμε μπαλάκι,που διέθετε και μηχανισμό διαγραφής μερικών ψηφίων και επανατύπωσης.Η παραγωγή μου αυξήθηκε αλματωδώς, το ίδιο και ο χρόνος παραμονής μου στο τραπέζι.Άρχισα δειλά να αντιγράφω μερικά γραπτά από το αρχείο μου,υπακούοντας στον άρρητο φόβο μήπως από κάποια κακοτυχία χαθούν τα πρωτότυπα.Η εξοικείωση με τον κόσμο των φωτοαντιγράφων δεν με βοήθησε πολύ διότι είχα μεγάλα κενά σε βιβλιογραφικές πηγές, επομένως όταν μου περίσσευαν χρήματα ,έκανα επενδύσεις σε φωτοαντίγραφα δυσπροσίτων άρθρων και βιβλίων.Τα χειρόγραφά μου παρέμεναν μοναδικά.Εντέλει αποξενώθηκα από ένα μεγάλο ποσοστό, αλλά γιά διαφορετικούς λόγους, όχι από πυρκαγιά ή πλημμύρες.Ωστόσο ονειρευόμουνα το σκάνερ πολλά χρόνια πρίν υπάρξει στις βιτρίνες.Σκαρφιζόμουν διάφορες δυνατότητες αντιγραφής, αρκεί να μή μεσολαβούσε το χεράκι μου, αλλά ανάμεσα στις δόκιμες εφαρμογές και στην επιθυμία μου να τις εφαρμόσω (μικροφίλμς, φωτογραφίες, πληρωμή δακτυλογράφου, υπαγόρευση σε γραμματέα,μετατροπή σε χαρακτήρες Άσκι,OCR)μεσολαβούσαν συνήθως άδειες τσέπες και άλλες ,πλέον επείγουσες δραστηριότητες.
Στα τέλη του 70 είδα πώς δούλευε η πρώτη φωτοσύνθεση. Κατάλαβα ότι ήταν ζήτημα χρόνου να υπάρξει εφαρμογή και δι ημάς τους ταπεινούς, όπως κάθε πρόοδος σε αγωνιστικό αυτοκίνητο αργά ή γρήγορα ενέσκηπτε και στα εμπορικά μοντέλα.Περίμενα λοιπόν καρτερικά το σημείο των καιρών.Ήταν και η τελευταία περίοδος που γέμισα τον ενδιάμεσο αιθέρα με πολλά χειρόγραφα γράμματα.
Γι΄αυτούς τους λόγους (και άλλους, τους ουσιώδεις, που δεν τρελάθηκα τόσο ωστε να αποκαλύψω στην αρχή ενός βιβλίου), όταν στην δεκαετία του ογδόντα ήρθε στην ζωή μου ο υπολογιστής, αισθάνθηκα όπως τότε που πρωτοείδα το Λονδίνο. Ήταν ο τόπος μου.Ξένος, ακατανόητος, με ιστορία που δεν με βάραινε προσωπικά,επομένως κατάλληλος γιά διαβίωση, έστω γιά επιβίωση.
Ακόμη και ο πρώτος, πρωτόγονος επεξεργαστής κειμένου που δούλεψα ποτέ, σε έναν Spectrum,και διέσωζε τα κείμενα σε κασετόφωνο ήχου, ήταν ταχύτερος και παραγωγικώτερος από την πρώτη φωτοσύνθεση που είδαν τα ματάκια μου.Αργότερα οι υπολογιστές μεγάλωσαν ,έγιναν δυνατοί και αστραπιαίοι.Από την περίοδο των 286 και εφεξής (η μοίρα δεν με μοίρανε να ανήκω στους χρήστες της Μάκιντος) τα κείμενα παράγονται στην ταχύτητα που θέλω, με την σειρά που επιθυμώ.Το κεφάλι μου άνοιξε προς τους ουρανούς ωσάν κατοχική λαχανίδα.Άνοστη, χειμωνιάτική, πλήν περιπόθητη και φαγώσιμη με αλάτι και λεμόνι.
Είχα πάντοτε πρόβλημα με την ποίηση,ως τεχνική καταγραφής της εννοώ.Η ποίηση στο χειρόγραφο δεν με ενέπνεε.Προτιμούσα την ψευδαίσθηση της τυπωμένης σελίδας, γι΄αυτό και διέπρεψα ως ποιητής την εποχή της γραφομηχανής.Με τον υπολογιστή, τα ποιήματα λιγόστεψαν, ώσπου εξέλιπαν πλήρως. Αλλά η αιτία ήταν το άνοιγμα της γραφής μου προς καθημερινούς και πεζολογικούς ορίζοντες.Και επανήλθε εντός μου η διάθεση γιά επιστολογραφία.
Αν εξαιρέσω μερικές ατυχείς στιγμές, εκτιμώ ότι η περίοδος των υπολογιστών στήθηκε αποκλειστικά γιά ανθρώπους του δικού μου φυράματος. Ο λόγος είναι σχετικά απλός.Δεν πολυπιστεύω στο ταλέντο, μήτε στην εργώδη προσπάθεια.Δεν πιστεύω ότι γεννηθήκαμε γιά να σκεφτόμαστε μέσω της γλώσσας.Επομένως, οι σκέψεις μου είναι ενίοτε γλωσσημένες, συχνότατα χρωματικές, άλλοτε είναι ρυθμοί, κάποτε προκαλούνται από μυρωδιές και αίσθηση αφής, χωρίς σώνει και καλά να μεταφράζονται σε τρέχοντα ελληνικά, ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, πραγματική ή φανταστική. Επιπλέον, μου έχει τύχει μερικές φορές να εμπνευστώ κάποιο κείμενο σε μορφή που δεν μοιάζει σε κάποια κατανοητή γλώσσα.Ίσως είναι κατάλοιπα από αυτό που φανταζόμουνα ότι ευαγγελιζόταν οι ντανταϊσμοί και οι σουρεαλισμοί της  εφηβείας μου. Πιθανότατα είναι σπαράγματα βρεφικής ηλικίας.Όταν τρομάζω, φερ΄ειπείν,δεν φωνάζω «αμάν» ή «Παναγία μου», αλλά «Γιαμπλόφσκι!».Επί χρόνια αποκαλούσα τους φίλους μου «αφάκηδες» και αντί να κουνάω σχετλιαστικά το κεφάλι ενώπιον απατεωνίας, περιορίζομαι να την σχολιάσω λέγοντας απλώς την λέξη «μπαέκο».Θεωρώ δηλαδή την γλώσσα ως επείσακτο αγαθό μέσα σε ένα έλλογο όν που ανέτως μπορεί να εκβάλλει μυκηθμούς, ερευγμούς και κλαυθμούς αντί γιά σεταρισμένα κροκάτα σύμφωνα και φωνήεντα.
Σύμφωνοι, ακόμη ένας ατελής χαοτικός χαρακτήρας.Αλλά ο υπολογιστής, με την απειρία των παραθύρων όπου μπορείς να φορμάρεις πολλά είδη λόγου,κατασκευάστηκε ειδικά γιά το δικό μου είδος.Ενσωματώνομαι στη λογική και στην πειθαρχία της έτοιμης σελίδας.Γι΄αυτό και αγαπώ τις παραγγελίες, τα άρθρα που πρέπει να έχουν διακόσιες ή πεντακόσιες λέξεις, τις διαλέξεις που πρέπει να μή υπερβαίνουν τα δώδεκα λεπτά.Όχι, δεν αισθάνομαι ότι εντός μου υπάρχει μιά τεράστια αποθήκη λέξεων και εκφράσεων που βγαίνει ανάρχως ή οργανωμένα και οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση συμβάλλει στην πτώση και στην κατατονία της ποιητικής ιδέας.Περισσότερο αισθάνομαι κάτοχος ενός υπέροχου υδροδοτικού συστήματος(γιά την ακρίβεια, χρήστης μιάς βρύσης με στρόφιγγα που ανήκει σε αυτό το σύστημα) και πηγαίνω από καιρού εις καιρόν με ποτήρι, μπολάκι, πιατέλα, μουσλούκι, τσουμπλέκι ή δίωτο σκεύος και αποκτώ το νερό που επιθυμώ, ή χρειάζομαι. Όπου νερό,είναι οι λέξεις μου.Τα διάφορα σκεύη ,είναι το είδος της γραφής που επιλέγω.Αρκούν αυτά ως προμέτρηση.

Η ανίχνευση


Όταν συναντηθήκαμε και μου πρότεινες την ποίηση, θα θυμάσαι ότι δεν αποτελούσε πρώτη επιλογή μου.Είχα, μετά από χρόνια αποκαταστήσει μιά πρώτη επαφή μαζί σου.Αυτό συνέβη το 1960,αρχές της πρώτης Γυμνασίου, όταν κάποιος επιτηρητής με συνέλαβε να ατακτώ μέσα στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου (και Ελένης, Ipresume).Αντι να μου αστράψει το πατροπαράδοτο χαστούκι ή να με καρφώσει στον θεολόγο, προτίμησε κάτι θηριωδέστερο: με ανάγκασε να υποσχεθώ ότι Δευτέρα πρωί, θα πάω ο ίδιος στον θεολόγο και θα του εξομολογηθώ την αμαρτία μου.Τυπική διεργασία ομαδόπουλου, κυκλάμινων και ετέρων ανορθωτικών του μετεμφυλιακού βίου.Πέρασα ένα φρικτό βράδι.Ούτως ή άλλως ήμουν φλώρος (γι΄αυτό και οι μετέπειτα ακρασίες μου είχαν φλεγμονικό και βαρβαρώδη χαρακτήρα),οπότε σκεφτόμουν το αυστηρό πρόσωπο του καθηγητή μου,την ενδεχόμενη αποβολή και τα ρέστα, ως τυπικό προθάλαμο της Δευτέρας Παρουσίας.Την Δευτέρα κίνησα προς το πεπρωμένο μου, αποφασισμένος να παρουσιαστώ ως ουτιδανός, χαμερπής, κόκκινος ώς τα αφτιά και τραυλός άχρι αφωνίας,προκειμένου να επισύρω τις δέουσες ελαφρύνσεις.Μπήκα στην αυλή του Γυμνασίου και ρώτησα που θα βρώ τον θεολόγο του Γυμνασίου Γιαννιτσών. «Στον Γιδά!» μου απάντησαν οι συμμαθητές μου.Τον είχαν στείλει άναυλα σε διαθεσιμότητα επειδή είχε καταγγείλει ηθικού τύπου ατασθαλίες του Γυμνασιάρχη, και ώσπου να συμπληρωθεί η σχετική ένορκη διοικητική εξέταση,τον άδειασαν από την αυλή.Στο σούσουρο και στο σκάνδαλο που ξέσπασε,οι αταξίες μου μέσα στον ναό κατά τον εκκλησιασμό ήταν άνευ νοήματος.
Είχα ήδη αρκετά στοιχεία της σκανδαλώδους σου εύνοιας.Και αρκετές ενδείξεις ότι υπήρχες. Διότι, δεν ντρέπομαι πλέον να ομολογήσω, ότι πολλές παιδικές μου στιγμές,αναγνώριζα τις ευμένειες και τις δυσμένειες του βίου ως προϊόν συντυχιών και συμπτώσεων και όχι ως επέμβαση ενός φύλακα αγγέλου.Όταν οι ενδείξεις περίσσεψαν, άρχισα να βεβαιώνομαι γιά την παρουσία σου. Μόλις σιγουρεύτηκα απολύτως, επιζήτησα κατ΄ευθείαν επαφή.
Ποιές ήταν αυτές οι ενδείξεις; η δύναμη της προσευχής μου.Σε καμιά περίπτωση η εργασιομανία, η επιμέλεια, η προσοχή και η φροντίδα δεν επαρκούσαν γιά να τα βγάλω πέρα. Είχα ανάγκη από υπερφυσική στήριξη,και την είχα.Αρκούσε να προσευχηθώ θερμά γιά κάποιο ζήτημα και η πραγματικότητα που αντιμετώπιζα σκληρή και από γρανίτη, γινόταν ελαστική, κολλώδης και μου επέτρεπε να διολισθήσω.
Εάν περνώντας ένα σοκάκι ,έβλεπα μπροστά μου έναν μεγαλύτερης ηλικίας βασανιστή μου,και δεν άντεχα άλλο ξύλο, αυτομάτως από την άλλη άκρη του δρόμου ερχόταν κάποιος παπάς ή δάσκαλος ή συσταζούμενος, τέλος πάντων ,που απέτρεπε τον εμπαιγμό.Αν δεν ήξερα μάθημα ,η ένταση της άγνοιάς μου εμπόδιζε τον δάσκαλονα με σηκώσει.Αντιστρόφως, οι τιμωρίες της ζωής έπεφταν επάνω μου κατά απρόσμενο τρόπο και τις δεχόμουν αδιαμαρτύρητα, όσο αισθανόμουν ότι εσύμε τιμωρούσες.
Όταν άρχισα να επιθυμώ την θηλυκή παρουσία και να επιζητώ επαφές και κουβεντούλες,όντας ακόμη στην Πέμπτη Δημοτικού,πάλι κατάλαβα την εύνοιά σου.Ομολογώ ότι είμασταν μιά ομάδα ζωηρών αγοριών,που έτρεχε πίσω από τα κορίτσια με παραφορά,αλλά τόσοι και τόσοι με την ίδια πρόθεση σπατάλησαν την ζέση τους αλλοιώς.Όταν η λεπτή και καστανή ύπαρξη που την έλεγαν Ατακτούλαμου έδειξε πίσω από τη ληγούστρα ενός κήπου το αιδοίο της και με άφησε να το θωπεύσω ,ήμουν σίγουρος ότι ήσουν κοντά μου.Σίγουρος και γιά τη χρονιά.1960.
Τώρα, γιά να ακριβολογώ,δεν σε αισθανόμουν ως ζωντανή παρουσία.Είχα την εντύπωση ότι βρισκόσουν μετέωρος μεταξύ της γής και των αιθέρων, αλλά σε συγκεκριμένο ύψος.Μικρός νόμιζα ότι ήσουν πολύ ψηλά. Αλλά εάν αναλογιστώ το πρώτο όνειρο όπου σε είδα (έστω, μόνον το χέρι σου)  ήσουν ακριβώς πάνω από το παντοπωλείον ο Πόντος,που βρισκόταν μπροστά στα λουτρά του Καϊάφα,αλλά σε σκέπαζε εν μέρει η προβολή του παλιού σχολείου από πίσω.Θυμάμαι το σχολείο πρίν το γκρεμίσουν και ήταν διώροφο.Έστω οκτώ μέτρα.Λοιπόν ήσουν μεταξύ έξη και οκτώ μέτρων πάνω από τον χωματόδρομο.Αυτό ήταν το υλικό σου μέτρο.Έτσι ,όταν έμεινα σε πολυκατοικία, στον τρίτο όροφο, είχα δίκιο που όποτε σε αναζητούσα κοίταζα το πάτωμα.Με βάση αυτήν την μετρολογία,με παράστεκες από τον δεύτερο όροφο.
Μετά την κάλυψη που μου προσέφερες με τον θεολόγο,άρχισα να σου απευθύνω τον λόγο.Σου ζητούσα πράγματα και μου επέβαλες συγκεκριμένες δουλείες και δεσμεύσεις.Μπήκα λοιπόν στον πειθαναγκασμό.επειδή βαρυόμουνα τις προσευχές, γρήγορα τις αντικατέστησα με παρατεταμένο κράτημα της αναπνοής μου πρίν κοιμηθώ.Αντέδρασες ευμενώς. Μπορεί να σου έστελνα λόγια, αλλά μου απαντούσες και με άλλους τρόπους.
Στις αρχές του 1961,άκουσα μιά πολύ εμφατική εντολή σου.Την ακολούθησα.

Η απαγγελία


‘Ολα αυτά τα ψυχωτικά ,τα είχα λόγω του ακατάσχετου τραυλισμού μου.Μπορεί να ζούσα μιά κανονική ζωή, αλλά η κατάσταση με τον εξωτερικό κόσμο ήταν αφόρητη.Τα ονόματά μου ήταν Κεκές, Πανούκλας, Χολέρας,Πα-πα-πά-νος.Ευγνωμονούσα όποιον είχε την καλωσύνη να με αποκαλεί βραδύγλωσσο.Το θεωρούσα πιό επιστημονικό.Λοιπόν, ο Κεκές, ακούγοντάς σε,ζήτησε από την καθηγήτριά του να απαγγείλει ένα ποίημα στην επέτειο της 25ης Μαρτίου.Οι συμμαθητές μου δάκρυσαν από τα γέλια. Τα κορίτσια ,πιό συμμαζεμένα,έσκυψαν το κεφαλάκι πρίν πνιγούν στο χάχανο.Αλλά εγώ τόλμησα και ανέλαβα Βαλαωρίτη. Ο βράχος και το κύμα.
Μου είχες πεί ότι εάν τα κατάφερνα,θα γινόμουνα και ο ίδιος ποιητής μέσα σε έναν χρόνο.Δεν ήξερα πολλά γιά τους ποιητές, πάρεξ πως ήταν με ανεμίζοντα μαλλιά και με ονειροπόλο βλέμμα,θυμόμουνα και μιά φράση του Σπύρου Μελά που περιγράφοντας τον Σικελιανό του απέδιδε την φράση «φέρτε μας πωρικά!πολλά,ωραία πωρικά!»,επομένως δεν θα γινόμουνα μανάβης στην ζωή μου, αφού οι ποιητές ζητούν οπωρικά, δεν τα παράγουν.Ο πατέρας μου το έλεγε αλλοιώς. Ο Πάνος έχει θέληση και θα ξεπεράσει το πρόβλημά του.Ο Πάνος είχε άγγελο,αλλά ο πατέρας μου δεν ήταν μεταφυσικός τύπος.
Ασκήθηκα στον Βαλαωρίτη,με ζωντανό το παράδειγμα του Δημοσθένη που έβαζε χαλίκια στο στόμα γιά να ξεμπερδέψει τη γλώσσα του. Όταν έβαλα κι εγώ χαλίκια (θυμάμαι ακριβώς πού τα βρήκα,πώς τα έπλυνα και πώς τα έχωσα στο στόμα μου μιλώντας), ήταν η πρώτη φορά που άκουσα άγγελο να γελάει.Το γέλιο σου δεν ήταν φυσικά ανθρώπινο. Ήταν πάντως αμέριμνο.Με τα χαλίκια κατάφερα απλώς να επιβραδύνω την ομιλία και αναγκαστικά να χοντρήνω τον τόνο της, αλλά το τραύλισμα αμείωτο.Οδηγήθηκα λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ο Δημοσθένης είχε μάλλον γυναικωτή φωνή που προκαλούσε το γέλιο, πράγμα που ενισχύθηκε αργότερα με ιστορικές ενδείξεις.Έφτυσα τα χαλίκια και αφοσιώθηκα στον ρυθμό.
‘Οταν σε καμιά εβδομάδα, μπόρεσα και διάβασα το ποίημα χωρίς κόμπιασμα, συλλαβή-συλλαβή,ρυθμικά,κάθησα και τό΄μαθα απ΄εξω.Κάτοχος πλέον της ποσότητας, ζήτησα επειγόντως την ποιότητα. Ήξερα τα γούστα των μεγάλων.Κανένας δεν μιλούσε επαινετικά γιά τον Αυλωνίτη παρ΄όλο που το καταδιασκέδαζαν,αλλά όλοι έδιναν ρέστα γιά τη φωνή του Θάνου Κωτσόπουλου.Κανένας ζέν-πρεμιέ της εποχής δεν σέβονταν το λειτούργημά του εάν δεν ανασήκωνε τα φρύδια βαθαίνοντας τη φωνή του.Άρχισα λοιπόν τα τσαλίμια. Ανεβοκατέβαζα τις κλίμακες, έδινα στις ατάκες του κύματοςέναν καταχθόνιο χαρακτήρα, ενώ ο βράχοςλαλούσε ωσάν τον Θεόδωρο Μορίδη. Ήσουν γενικά ευχαριστημένος.Όταν δοκίμασα παραμονή της απαγγελίας γενική πρόβα μπροστά στους γονείς μου και δάκρυσαν, ήξερα ότι κατείχα το όπλο που θα με ελευθέρωνε.Και μπορούσα να πυροβολήσω.
Απόμεινε το δυσκολώτερο.Η έκθεση.Όταν ανέβηκα στο βάθρο αντιμετώπισα εφτακόσια παιδιά , πολλά με τους γονείς τους, που ήξεραν το πρόβλημά μου.Ένα χαμερπές, πυκνό, λαχανιαστό γέλιο απλώθηκε στην αυλή.Είδα με τρόπο τους καθηγητές που πάσχιζαν να κρατήσουν ένα σοβαρό πρόσωπο.Ήμουν πλέον έτοιμος,φαύλο ηχείο, να θυσιαστώ χάριν του ποιητή που θα γινόμουνα.Εδώ, έπρεπε να θαυματουργήσεις.
Όταν τελείωσα την απαγγελία,οι επτακοσιοι της αυλής μετά συνοδών σάστισαν. Πολλοί δάκρυσαν.Το χειροκρότημα ήταν έντονο,με επιφωνήματα.Είχα κατακτήσει το πρώτο μου κοινό.Όχι με την ομορφιά μου, μήτε με την σοφία μου.Με τα λόγια.Ωραία λόγια,λαμπρώς ειπωμένα.
Κατέβηκα από το βάθρο και συνέχιζα να τραυλίζω ευτυχισμένος.

H τελετουργία


Δεν ξέρω πώς ρύθμισες την εσωτερική μου καρδιά (υπάρχει και η άλλη, η έξωθεν, που την οργανώνουν τα πετεινά του ουρανού) αλλά έκτοτε, από Μάρτιο σε Μάρτιο,κι ενώ η Ελλάς υφίστατο υπηρεσιακή κυβέρνηση Δόβα, εκλογές, βία και νοθεία, ανένδοτο αγώνα, ενώ ο κόσμος ζούσε υπό τους ήχους του ρόκ και του μαλακού μπλούζ, Μπράδερς φόρ,Πόλ Άνκα, Νήλ Σεντάκα, ακούγοντας τον νέο Κένεντι και χτίζοντας τείχη στο Βερολίνο, το γραφειάκι μου γέμιζε κείμενα, που δεν ήταν εκθέσεις, δεν ήταν σκοπούμενα, δεν ζητούσαν το «μπράβο Πανούλη» για να ανθίσουν.Κείμενα πεζά, σκίτσα «μοντέρνα», ανάλογα με τα λοξά πόδια στα έπιπλα του τότε ντιζάιν.Έκανα το πρώτο ταξίδι στο «εξωτερικό», στην Πόλη και συνάντησα μέσα σε ένα μπουλούκι προσκυνητών,τον πατριάρχη Αθηναγόρα.Παραθερίσαμε στην Αιδηψό,στην Σκιάθο και στο Πήλιο.Αγόρασα ένα σωρό βιβλία,τα διάβασα με την προσήλωση του υπόσπονδου,επιδιώκοντας μυστικές εμπειρίες.Ήταν όμορφα.Ήμουν δεκατριών ετών, ερωτευμένος με την Βούλα,και με μια άλλη Βούλα.Μου έδινες πλουσιοπάροχα την άνεση ενός ποιητικού προπονητηρίου. Μου ετοίμαζες τον δρόμο για τον στίβο της γραφής, χαλαρώνοντας τον έξωθεν έλεγχο,περιμένοντας την στιγμή του αγώνα. Ήταν μια εποχή στον ατελή μου βίο ,που εκτιμώ ως μορφή ασυλίας.Εκεί απέκτησα μερικές συνήθειες, από υστερικές έως αρχοντικές, που δεν με εγκατέλειψαν έκτοτε.
Στον κλειστό μου περίγυρο για την ώρα, προκαλούσα εκείνον τον θαυμασμό που είναι ανάμικτος με οίκτο,δηλαδή κάπως ως ζωγράφος χωρίς χέρια, ως τερατικό παιδί-ελέφαντας που παίζει έξοχα φλάουτο.Άλλη μια απόδειξη ότι εσύ προκάλεσες την κύκλωθεν ευμένεια.

Η συμφωνία


Τον Μάρτιο του 1962 ήμουν έτοιμος για τον βηματισμό της ποίησης.Έπαιρνα πληροφορίες κυρίως από την δεκαπενθήμερη Νέα Εστία και από την ανθολογία Περάνθη.Στη βιβλιοθήκη μου, εκτός από την έκδοση Βαλέτατου Παπαδιαμάντη, υπήρχαν τα περισσότερα μικρά βιβλία της Εστίας,και ένα σύννεφο από Μυριβήλη, Βενέζη, Καρκαβίτσα,μια Ελληνική Μυθολογία, η εγκυκλοπαίδεια Ηλίου,αλλά είχα και πρόσβαση στον Πυρσόκαι στον Ελευθερουδάκη,δεκάδες βιβλία που ξεχώριζα από την αρματωσιά του πατέρα μου .

Ένα μίγμα από εκπαιδευτικά εγχειρίδια περί Σχολείου εργασίας, Εξαρχόπουλο, Ψυχολογίες του παιδός, Σουηδική Γυμναστική, στρατιωτικά εγχειρίδια –«το δυώνυμον πεζικόν-πυροβολικόν»,μεθόδους υπολογισμού βολής,μεθόδους ιχνογραφίας, Ταγκόπουλο,Πέτρο Πικρό( «σά θα γίνουμε άνθρωποι»), Σκούρα («από πού ερχόμαστε»), εκδόσεις -προσφορές μεσοπολεμικών εφημερίδων,Θέατρο του Ξενόπουλου με έγχρωμη φωτογραφία της Κοτοπούλη,και βεβαίως  ο Κωνσταντίνος  Παπαρρηγόπουλος.

Κρατούσα τότε ένα πράσινο μπίκ,που με διέκρινε από τους υπόλοιπους που δεν τολμούσαν να το χρησιμοποιήσουν.Θυμάμαι έντονα το σχήμα του.’Ηταν βράδι και μου είπες Γράψε ένα ποίημα.
Ήμουν απόλυτος. Σου εξήγησα ότι το ποίημα, εφ΄όσον το έγραφα,θα ήταν άθλιο.Μου έλειπε κάθε γνώση, δεν είχα καμία διάθεση να πλέκω ομοιοκαταληξίες,δεν αισθανόμουνα άφωνο αηδόνι, μάλλον φωνακλάς βραχνοκόκκορας.Μου εξήγησες ότι σημασία έχει η καταγραφή πάσης προσπάθειας επί χάρτου και η χρήσιμη εμπειρία που θα προέκυπτε.Σου απάντησα ότι θεωρούσα ποίηση μεν, απρόσιτη δε,κάθε στίχο που πλησίαζε τον Παλαμά και τον Γρυπάρη.Αυτά που θεωρούσα δικά μου ήταν τα αποσπάσματα που είχα διαβάσει από το Μυθιστόρηματου Σεφέρη, από  του Προσανατολισμούςτου Ελύτη.Θαύμαζα και λάτρευα τους στίχους του Βιζυηνού (από το τρελάδικο) και το ποιηματάκι του Μπάμπη Νίντα («η μητέρα μου δεν ημπορεί να με θωπεύσει»).
Είχα μεγάλη προσήλωση στα ελάχιστα μεσαιωνικά αποσπάσματα (έως τα χρόνια του Σαχλίκη) και μου άρεζε ο τρόπος του Ρώτα και του Βάρναλη.Θεωρούσα τον Καβάφη εκτός συναγωνισμού αλλά δεχόμουν τον Μπάρα ,τον Χριστόπουλο ,τον Καρασούτσα, τον Βασιλειάδη.Ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσω σοβαρά οποιαδήποτε ιδιωματικήτεχνουργία(γι αυτό και αδίκησα την Κρητική Σχολή, χωρίς να αναστηλώσω κάποτε την δικαιοσύνη),ενώ από τον Σικελιανό άντεχα μόνον τον στίχο περί Ατζεσιβάνο.
Επομένως, σου είπα,εάν επέμενες επι της ποιήσεως (ισχυρά συνηγορούσα υπέρ της ενασχόλησής μου με την Ιστορία, την Ζωγραφική, την Γεωγραφία και την Διηγηματογραφία) θα έπρεπε να θεωρήσεις δεδομένο ότι δεν σκόπευα να διαπρέψω ως μαθητής των δημοτικιστών , των εθνικών και λυρικών στόχων.Θα ήμουν ικανός να τεχνουργήσω όπως ο Βιζυηνός,σε πεζό και ποίηση; τότε μάλιστα. Αλλιώς (αισχύνομαι που το θυμάμαι) σου ζήτησα να εγκαταλείψεις την προσπάθεια και να με αφήσεις στον ζώντα βίο μου ασύδοτο.
Δεν απάντησες επ΄ολίγον.Υπέθετα ότι έκανες τους λογαριασμούς σου.Και μετά, μου ζήτησες τρία πράγματα. Πρώτον, άσχετα με τις επιθυμίες και τους στόχους μου, έπρεπε να ασκηθώ σε όλα τα είδη ποίησης.Δεύτερον,να ετοιμάζομαι ,εφ όσον επέμενα στις αιτιάσεις μου,για μεγάλο,πιθανόν αργόσυρτο,σίγουρα βασανιστικό, ίσως πέραν του βίου μου, διάστημα μη αναγνώρισης, χωρίς μάντιδα δάφνην.Θα έθετα εαυτόν εκτός αποθεώσεως και επαίνων.Θα αντιμετώπιζα δυσπιστία, κατηγορίες για πεζολογία, άρνηση ακόμη και της παραμικρής αξίας των ποιημάτων μου. Τρίτον, ότι έπρεπε να βασιστώ σε εσωτερικά κριτήρια και δεν έπρεπε να μπλεχτώ με αντικειμενισμούς.
Χωρίς συζήτηση, συμφώνησα.Σου ζήτησα διευκρινήσεις για το κριτήριο.Η άποψή σου ήταν απλή: θα είχα μέσα μου,απλούς, αυστηρούς κανόνες ,φυτεμένους στον εγκέφαλο,που θα με βοηθούσαν να διακρίνω αυτομάτως το καλό και το κακό,όχι από κάποια ηθική έννοια, αλλά εάν ο κατενώπιον στίχος είχε στυλ και τεχνική ή όχι.Τα υπόλοιπα θα ήταν και θα παρέμεναν φρέσκος καθαρός αέρας.Η γραφή, μου εξήγησες,είναι αυτόχθων και ανεξάρτητη αρχή.Ενόσω την επιχειρείς,να θυμάσαι ότι «γράφεις» και με τις κινήσεις του σώματος, ότι σκέφτεσαι και με χρώματα, ότι τα ελληνικά δεν είναι η μόνη σου αρματωσιά.Οι ήχοι είναι η πάσα σου αρματωσιά.Η ποίηση είναι απόλυτο κριτήριο εξωστρέφειας.Είναι ό,τι περιέχεται στο αέτωμα ενός αρχαίου ναού, ό,τι περιέχεται στο εσωτερικό ενός τρούλου.
Αυτή ήταν η συμφωνία και οι επιμέρους όροι της.Άνοιξα το τεφτέρι μου,διάλεξα μια δεξιά σελίδα και ξεκίνησα.


 Η αρχή των πραγμάτων

Η τάξη θα πέσει/είναι γραφτό/ποτέ μου δεν πίστεψα/σε ορισμό/μα τώρα πιστεύω:/να ΄την ,πέφτει/παιρνει μαζί της/ όσους την πιστεψαν/ μα όχι εμένα.
Γιατί όχι εμένα;/συλλογιέμαι./Έχει βάση/το καθετί που σκέφτομαι/ ή μήπως γελιέμαι;

Ακολουθούν έξη,εφτά σελίδες.Τίτλος: το βήτα ένα (ήταν το τμήμα της δευτέρας Γυμνασίου όπου ανήκα).Ακόμη και σήμερα που το αντιγράφω από μνήμης, κατακλύζομαι από έντονη ντροπή και κοκκινίζω έως τα αφτιά.Αν είναι δυνατόν, να ξεκινάω με τέτοιο δείγμα τον ποιητικό βίο! Είχες απόλυτο δίκιο.Με τέτοια αρχή,θα υπάρξει ίσως περίπτωση να φτάσω σε ένα ποίημα της προκοπής αργά τα μεσάνυχτα της πρωτοχρονιάς του έτους 3200 μ.Χ.Βέβαια,παρακολουθώντας αργότερα την καθημερινή ζωή,πρόσεξα ότι οι τάξεις όπου βρέθηκα, κατέπεσαν οι περισσότερες.Και το νηπιαγωγείο στον Αη Γιώργη,και το σχολείο του Καϊάφα,και το Γυμνάσιο, αλλά ακόμη και το Πέμπτο της Θεσσαλονίκης έχει τα χάλια του.Αλλά δεν υποστηρίζω ότι υπήρξα προφητικός! και εάν έγραφα οι άνθρωποι πεθαίνουν, πάλι αληθινός θα έβγαινα.
Την διαδικασία αυτής της πρώτης γραφής έχω και αλλαχού περιγράψει.Στην ουσία έσπαζα την τάξη μιάς γραπτής σειράς, εκεί όπου έκρινα ότι έπρεπε να πάρω ανάσα.Βέβαια οι στίχοι προκαλούνται, δημιουργούνται και διατάσσονται με ολότελα διαφορετική διαδικασία, αλλά για την ώρα αισθανόμουνα  πρωτάκι σε Νορβηγικό σχολείο.Τι Νορβηγικό,μάλλον Χεττιτικό. Εάν είχαν σχολεία., εννοείται.
24 Μαρτίου 1962 έγινε λοιπόν το πρώτο βήμα.Βέβαια ουτε κουβέντα να επεκτείνω την έκθεσηπρος τρίτους .Εφ ΄όσον μου είπες ότι θα εξελισσόμουνα σε ποιητή, έκρινα σκόπιμο να αποσιωπήσω την σχετική διαδικασία.Με τον καιρό, τα πεζά, τα ημερολογιακά, τα κριτικά και τα αυτοκριτικά σημειώματα υποχωρούσαν στα τεφτέρια μου. Έμπαινε στον χώρο μια άτσαλη βαρβαρωμένη στιχική που ήλπιζα κάποτε να αποκτήσει ύφος και άρωμα στιχουργίας.Έτσι περασε το 1962 ,η κρίση στην Κούβα, ο ανταγωνισμός στο Διάστημα, τα τρέχοντα και παιδικά ζητήματα, πάρτι, βιβλία, μουσική, ποδόσφαιρο, ο Φάνης, ο Βασίλης, ο Στέφανος, ο Γιάννης.Δεκαοχτώ εκκρεμείς μήνες,έως τον μακάριο Σεπτέμβριο του 1963, όταν οι ενδορφίνες πλημμύρισαν το είναι μου και ο εσωτερικός μου κόσμος γνώρισε την ναρκοληψία.

Ο μικρός Σαμάνος


Όταν είδες πως τηρούσα τις συμφωνίες μας και αναδυόμουνα από την παιδικότητα προς την εφηβεία και τα πάθη της,κίνησες πάλι,άγγελε και φύλακά μου,την πορεία προς ένα σκαλί ακόμη.Ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα της άσημης ζωής μου το 1963 ήταν μια βαρειά αρρώστεια του πατέρα μου,που παρ ολίγο να με αφήσει ορφανό.Αυτός ο σταθερός, ήπιος άνθρωπος μου εξομολογήθηκε αργότερα ότι όταν ο καρδιολόγος του έβαλε μια ένεση μορφίνης για να γλυτώσει τον πόνο της πνευμονικής εμβολής, του άρεσε τόσο πολύ, ώστε καμώθηκε την επομένη ότι πονάει το ίδιο πολύ, για να δεχθεί και άλλη μορφίνη στο αίμα του.Το ίδιο καλοκαίρι, στο Μπαξέ Τσιφλίκι ,γνώρισα μια Δήμητρα και έδωσα το πρώτο μου φιλί ως μέλος μιάς συστοιχίας αισθημάτων που οι μεγαλύτεροι αποκαλούσαν ζευγαράκι.
Ήταν κι αυτό μια εκτροπή της πάγιας,ασφαλούς διαδικασίας.Από την επαρχιακή μου ερωτική ζωή, ζωή σκύμνου, είχε προηγηθεί προ τριετίας η πυρετική αναζήτηση του γυναικείου σώματος. Είχα στριμώξει δυό κορίτσια, είχα νοιώσει τα μέλη τους ευπρόσιτα ενώπιον της στύσης μου, είχα χαϊδέψει μέλη , είχα προχωρήσει σε τολμηρές κινήσεις,αλλά φιλί; όχι φιλί. Το πρώτο φιλί ήταν βραδυνό, στην θάλασσα, στην βόλτα, είχε αγκαλίτσα, ρομαντισμό, αλλά ψεύδομαι ασύστολα με τα παραπάνω. Σχετίζονται με την σημερινήμου κατάσταση, όχι με την πρόσληψή τους εκείνο το καλοκαίρι.Κρύβω εντέχνως την αγωνία μήπως μύριζε ο  ιδρώτας μου, την δειλία και την σαστισμάρα του πότε θα της πώ ότι την αγαπώ;και βέβαια όλα τα επακόλουθα μιάς τραγικής νύχτας.
Πάντως, γυρνώντας στα Γιαννιτσά,στο μεγάλο πάρκο, με τον Φάνη,αφού διηγηθήκαμε ο καθένας τις περιπέτειές του το καλοκαίρι,πήρα και κάπνισα το πρώτο μου τσιγάρο.Ακολούθησαν τα δύο τρίτα ενός άλλου, την άλλη μέρα τέσσερα και ούτω καθεξής.Σε τρείς μέρες, στις 13 Σεπτεμβρίου ,ήμουν πλέον ένας μικρός σαμάνος, ένας μικρός καπνιστής.
Όχι, δεν θα διεκτραγωδήσω τον βήχα, την ναυτία, την γενική απέχθεια.Ακόμη και η προσκόμιση γλαυκός εις Αθήναςέχει περισσότερο νόημα από την προσκόμιση της εμπειρίας από το πρώτο  τσιγάρο.Αλλά έχω την άνεση να υμνήσω την ζάλη.
Η ναρκωτική εμπειρία του τσιγάρου,ο απόλυτος τρόμος και η ηδονή του ,είναι η ζάλη που επέρχεται μετά την δεύτερη ή τρίτη ρουφηξιά του καπνού, και μάλιστα τον πρώτο ίσως μήνα της ζωής του καπνιστή.Είναι μία μορφή λιποθυμίας.Το αίμα γεμίζει ή αδειάζει το κεφάλι (δύσκολο να πείς τί ακριβώς γίνεται) και οι αισθήσεις μένουν πεισματικά αυτές που ξέρεις, μόνον που συνοδεύονται από θόρυβο,από τον θόρυβο ενός εσωτερικού ρεύματος που παρασέρνει τα πάντα.Επιπλέον ο  γύρω κόσμος χάνει προσωρινά μερικά κλίκ φωτεινότητας.
Φαίνεται ότι αυτή η εμπειρία ελευθέρωσε κάποια αγγεία ή στένεψε άλλα.Σε κάθε περίπτωση, η έμπνευση,αυτή που μου υποσχόσουν τότε,ανάβλυσε από την ύπαρξή μου.Το κεφάλι μου γέμισε ιδέες, το στομάχι μου γέμισε στίχους, το χέρι μου ήταν έτοιμο να τους καταγράψει.Το σώμα μου, μετα ταύτα, έχασε την ύλη του και άρχισα ταχύτατα πλονζέ πλάνα της νύχτας και της πόλης. Μπήκα σε υπνοδωμάτια γυναικών, μάσησα χαρούπια με τους φτωχούς της παλιάς αγοράς, μύρισα την χυμένη βενζίνη από μιά γυναίκα που την χρησιμοποιούσε γιά να καθαρίσει το πέτο του άντρα της,δίψασα και χόρτασα κάθε ρήμα, κάθε οστούν της πραγματικότητας.Γυρνώντας σπίτι,με κόκκινο μπίκ,έγραψα την ημερομηνία,την ώρα και άρχισα να γράφω.Δεκατρία ποιήματα τη πρώτη μέρα.Άλλα τόσα τις επόμενες. Έως το τέλος Σεπτεμβρίου είχα τελειώσει πολύφυλλο κατάστιχο.Σημείωνα ακριβώς ποιά ώρα και ποιό λεπτό άρχιζα και τέλειωνα κάθε ποίημα,σημείωνα κάτω από την ημερομηνία μονολεκτικά συμβάντα γιά να έχω κάποιο σημείο αναφοράς.Μαζί με την ποιητική σκευή,ξεκινούσα και το αρχείο μου.Διότι αυτά,ήταν ποιήματα.Επηρεασμένα από πρόσφατα διαβάσματα, σύμφωνοι,ατελή και πρωτόλεια, συμφωνότατοι, αλλά ήταν ποιήματα.Δεν ήταν σχεδιάσματα, πεζοτράγουδα, λυρικές εκλεπτύνσεις, αυτοχειριασμοί,δεν είχαν πουθενά τη  λέξη «μοναξιά», την λέξη «προσπάθεια».

ΑΥΤΟ ΤΟ ΡΟΥΧΟ

Αυτό το ρούχο που ξαναφοράω σήμερα
μετά δυό τεράστιες εφηβικές ημέρες
δεν μ΄ομορφαίνει, μήτε το αντίθετο.
Είναι αδιάφορο.Κι έτσι δεν φαίνομαι νέος
μήτε παλιότερος,γιατί τα δεκαπέντε χρόνια μου
είναι σα νά΄λεγες δεκάξη,δεκαοχτώ ή δεκατέσσερα.
Τα ρούχα δεν μας κάνουνε εμάς, γιατί
όλοι ίδιοι είμαστε, σχεδόν όλοι το ίδιο.

Αυτό το ρούχο όμως που ξαναφοράω σήμερα
μου θύμισε πράξεις που ξέχασα
ουρανούς που χάθηκαν μές στην ντροπή του σύννεφου
κι αυτό είναι κάτι που αλλάζει.

Το υπόμνημα των σφαλμάτων του ποιήματος,που το σκέφτηκα τότε,δεν το αλλάζω μήτε σήμερα.Έβρισκα καλή την εφηβικότητα (ο προσδιορισμός τεράστιεςείναι ακριβής: εάν δεν ήταν εφηβικέςοι μέρες δέν θα ήταν τεράστιες).Η τελεία επίσης,μετά το αδιάφορο,καλή.Επιπλέον διέθετε μία αιτιώδη βάση αναστροφής του ήθους,μετά τον όγδοο στίχο.Προβλήματα: δεν είχε αρχή, μήτε ευπρεπή κατάληξη.Είχε όμως σωστούς χρόνους,καλές ανάσες.Ο ενδέκατος στίχος αξιοθρήνητος,σύμφωνος πάντως με την τρέχουσα λυρικότητα των σίξτις.Από την ακολουθία αριθμών 15 έως 18, έλειπε το δεκαεπτά,αναιτίως,κατά πρώτη ανάγνωση, αφού εάν έγραφα δεκαεπτά, αντί δεκαοχτώ, ίδια θα ήταν η χασμωδία και δεν θα άλλαζε ο ρυθμός της πρότασης.Αλλά βέβαια καλά έκανα και έβαλα το δεκαοχτώ, διότι εμφιλοχωρούσαν στον μαγικό αριθμό διάφορα: από υβρίδιον ενηλικίωσης (όπως την βιώναμε στο αμερικάνικο σινεμά) έως υβρίδιον δεκαοχτούρας, πτηνού που ελάτρευα και αγαπούσε ο παπούς μου ο μπαρμπαγιάννης.
Θυμάμαι, εκείνο το βράδι,ήσουν γενικά ευχαριστημένος και μου εξήγησες τον λόγο: έμπαινα σε εργώδη προσπάθεια.Πρώτος στόχος ήταν ακριβώς αυτός,η ένταξη στο σύστημα. Τα ποιήματά μου έπρεπε να είναι προσωμοιώσεις ποιημάτων,αφού δεν είχα ακόμη τα εφόδια γιά προσωπική γραφή.Λοιπόν, δεν μου γκρίνιαξες καθόλου γιά την λέξη «ρούχο», αφόρητα συμβατική κατά την συμφωνία μας.Μετά από ένα χρόνο θα με τάραζες:

ρούχο; ποιό ρούχο; μπλουτζίν, ρετσίνα,κασμιροφανέλα, μπλούζα κολεγίου, γάντια,τί ακριβώς; «το ρούχο» σημαίνει μήπως ότι φοράς μόνον έναν μανδύα ή μιά κελεμπία; ή Σεπτέμβρη μήνα κάθεσαι με το βρακί; και από πότε ένα βρακί μας ομορφαίνει; προφανές ότι πρόκειται γιά κάποιο ρούχο της μόστρας,γιά τη βόλτα, πουκάμισο ή πουλόβερ.Γιατί λοιπόν όχι «αυτό το πουλόβερ που φοράω πάλι σήμερα;» μήπως επειδή «δεν είναι ποιητικό; μα ολόκληρος ο στίχος σου δεν παράγει ποιητικότητα. Ο στίχος φταίει, και η ποιητική ιδέα.Δεν θα μεταδώσεις ποτέ την αίσθηση της ερημιάς,άν γράψεις «η αίσθηση της ερημιάς».Απλά φοβάσαι, δεν ξέρεις,τρέμεις μήπως και δραπετεύσεις προς τον λειμώνα των πραγμάτων που θα έρθουν.

Απόμεινα λοιπόν,με δεκατρία ποιήματα αρχείου στην πλάτη,να ανυπομονώ γιά την αύριον.Διότι,περιττό να τονίσω, στο σπίτι δεν κάπνιζα. Μόνο που είχα άλλου είδους μορφίνη,την ώρα της συγγραφής: την έξαψη.
Ασφαλής δείκτης ότι κάτι πάει να γίνει πάνω στο γράψιμο,είναι η έξαψη του προσώπου,το τρέμουλο στα χέρια,η αναστάτωση του θυμικού.Φαντάζομαι ότι αυτό αισθάνονται οι συμποιητές και το βαφτίζουν «έμπνευση», εκτός εάν εννοούν κάποιου τύπου υπερεκχείλιση του ταλέντου.Η έξαψη έρχεται σε αραιά διαστήματα στον ποιητικό βίο,όπως σπάνια είναι εξάλλου και η επαναφορά της ζάλης από το τσιγάρο σε κάποιον θεριακλή.Αλλά ευτυχώς με δίδαξες πώς, ως μικρός σαμάνος, να επαναλαμβάνω την ζάλη του τσιγάρου.Όταν δεν καπνίζω τις πρωινές ώρες,και το τελευταίο τσιγάρο της νύχτας απέχει παραπάνω από δεκαπέντε ώρες από το τσιγάρο του άλλου απογεύματος,μιά ελαφρά ζάλη, αναμνηστική της απόλυτης πρώτης, έρχεται στον εγκέφαλο γιά λίγα δευτερόλεπτα. Υπό προϋποθέσεις το ίδιο μπορεί να συμβεί και με την έξαψη.Βέβαια αυτά δεν σε κάνουν ποιητή,κι αυτός είναι ο λόγος που καθιστώ δημόσιο το ιδιωτικό επί του θέματος.Διότι τόσο η ζάλη, όσο και η έξαψη είναι μικρά μόνον στοιχεία του αρρήτου ποιητικού βίου.




Η στατιστική ακμή


Από τότε,κι έως τα Χριστούγεννα του 1964,επί δεκαπέντε μήνες, έγραψα οκτακόσια ποιήματα.Κατ΄ευφημισμόν τα περισσότερα. Μεσολάβησαν καταπληκτικά βιβλία,η αγορά και κατάποση του Αξιον Εστί, η συνδρομή στο περιοδικό Εποχές,η ανακάλυψη του σουρεαλισμού,αντιγραφές δουλικές και λογοκλοπές μεγάλων ποιητών.Μεσολάβησε δηλαδή  μιά πρώτη μαθητεία,γιά την οποία μόνον χαρά αισθάνομαι, παρά τις παλινδρομήσεις.Επειδή εξακολουθούσα να κρατάω κρυφή την γραφή, δεν μπορούσα να ξέρω άν προχωρούσα ή άν απλώς είχα τέτοια εντύπωση.Γιά μερικούς στίχους ήμουν σίγουρος.Τόσο σίγουρος όσο και σήμερα. Αλλά η τελική σύνθεση, αργούσε να ωριμάσει.Έπρεπε να περιμένω να φτάσω τριάντα ετών γιά να παραδεχτώ σε ένα ποίημα μιάν αρτιότητα. Αλλά υπήρχε πρόοδος, και την ανακάλυπτα. Χωρίς τη γνώμη και την φωνή σου.Στις 14 Νοεμβρίου  αυτής της χρονιάς [1964]χωρίς να ανακατέψω στατιστικές και προσπάθειες,έφτασα εδώ:

XΡONIKO

Ήταν δυό παιδιά
-μή μ΄αναγκάζετε να δώσω
ψεύτικη ταυτότητα- ήταν
δυό όμοια χρωματιστά ζωηρά παιδιά
μικ΄ρα σαν ήλιοι κρεμασμένοι
στις βελόνες των πεύκων
όταν τελειώσει η βροχή

Πάνω στον μεταλλικό δρόμο
έσκιζαν το διάστημα οι βιομήχανοι
μέσα σε πουλιά από αλουμίνιο
που πρόσεχαν μόνο τα φτερά τους.
Δίπλα, ζητιάνοι χαμογελώντας
ξεχνούσαν καπέλα γεμάτα δεκάρες.

Ήταν δυό παιδιά-δε λέω ψέμματα
πήγαν και ενόχλησαν ένα γέρο ζητιάνο
έκλαψαν γιά όλη εκείνη τη λάμψη
κι εκείνος  άνοιξε τα χέρια του

Πάνω στα σιδερένια παράθυρα
φαινόταν πλήθος εικόνες βυζαντινές-
όμως ήταν εύποροι άνθρωποι
με δέρμα, χέρια ,στήθος και μυαλό-
Πάνω σε ατσάλινα σύρματα
κρώζαν πελαργοί γεμάτοι ηλεκτρισμό

Ήταν δυό μικρά παιδιά γαλάζια
-το ένα φορούσε γιαλάκια-
έκλαψαν γιά τον πατέρα τους
που κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει
πώς πέρασαν τόσα χρόνια
εκεί, στην πλατεία της Ουάσινγκτον

Μάλιστα.Δυό παιδιά.Ένας γέρος.Εικόνες μεταλλικές.Απάνθρωπος περίγυρος. Ένα ατελές Μπλέιντ Ράνερπρίν την ώρα του. Όλο το κομμάτι εμπνευσμένο κατ΄ευθείαν από το άκρως μελαγχολικό και ελκυστικό μουσικό κομμάτι με τον τίτλο WashingtonSquare.Oβιομήχανοικαι οιζητιάνοι εκ της μεταπολεμικής νεοελληνικής διχαστικής ιδεοληψίας.Άρωμα Νικηφόρου Βρεττάκου και υπόνοια Σαχτούρη, του οποίου διάβασα το έργο με σχετική  απλοχωριά το καλοκαίρι.Δεν με συγκίνησε τόσο ο Τρελός λαγόςκαι ο Στρατιώτης ποιητής, όσο ο Πέτροςκαι η Αποκρηά.Τα δυό παιδάκια που το ένα φορούσε γιαλάκια ήταν η εκδοχή ενός δεκαεξάχρονου γιά το φορώ γιαλιά από πέτρα /και με λένε Πέτρο.Επιπλέον , όγκοι Ελύτη, Εμπειρίκου,Εγγονόπουλου και Παπαδίτσα έκαναν την παραμονή μου στον χώρο της μαθητείας απαραίτητη,πέραν πάσης προσδοκίας. Τον Σεφέρη λάτρευα και κατάκλεβα από τον Οκτώβριο του 1962 (όταν απέκτησα την τρίτη έκδοση των ποιημάτων του) ενώ τον Καβάφη εντατικά από τον Αύγουστο του 1963, από την μικρή δίτομη έκδοση με την μελάνη σέπια.Καφετί το πρώτο εξώφυλλο,γαλαζωπό το άλλο.
Ποιήματα εκτοτε αγάπησα πολλά, αλλά κανένα δεν κέρδισε την προσήλωση  που έδειξα στον Πέτρο και στον Φληβά τον Φοίνικα.
Χωρίς αιτιολογία.Το ένα χρησιμοποιούσε τις λέξεις «τενεκέδες» και «καννιβαλισμός» ,στο άλλο ερωτοτροπούσε ο μοντερνισμός με την αρχαιότητα.Δεν ήθελα τίποτε άλλο.
Τίποτε άλλο; πάλι ψεύδομαι. Ήθελα πρωτίστως να ξαφνιάζομαι με τα δικά μου κατ΄ αρχήν ποιήματα.Των άλλων δεν τα ζήλευα: αισθανόμουνα απόλυτα το Θεμιστόκλειο ουκ εά με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον.Τον άνθρωπο δεν τον έπιανε ύπνος όχι βέβαια από ζήλεια όπως πιστεύουν οι μεταξύ μας γερμανοθρεμμένοι, αλλά διότι έπλαθε επιτελικά σχέδια υπέρβασης του τροπαίου του Μιλτιάδη από τα άγρια μεσάνυχτα.Η έλλειψη ύπνου με ταυτόχρονη διατήρηση της παραγωγικότητας πάντοτε σάστιζε τους υπναράδες.Ο Ναπολέοντας έγινε θρύλος από αυτό, όσο γιά τον Ιουστινιανό,φαίνεται, από προσεκτική ανάγνωση των Ανεκδότων  ότι ο Προκόπιος δεν είχε να του καταμαρτυρήσει κάτι σοβαρώτερο.Σίγουρα ο ύπνος είναι φίλος της ζωής αλλά εχθρός της ποίησης.
Ήμουνα, με αυτά και με άλλα, ένας παραγωγικός συνθέτης στίχων, ένας πλέκτης λέξεων.Υποψήφιος ποιητής και μάλιστα με λογία προέλευση.Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα τροβαδούρος, καλλικέλαδος, με τους ρυθμούς μέσα μου να διονυσιάζουν. Θεωρούσα τις ριμάδες προσωρινές ευκολίες.Το μόνο που ήθελα, όποτε διάβαζα δεκαπεντασύλλαβο ήταν να τον διασύρω,να τον σπάσω σε άλλα ημιστίχια,όχι εκείνο το νανουριστικό οκτώ-επτά συλλαβές.Με τους εντεκασύλλαβους και μερικές φορές με τους δωδεκασύλλαβους στίχους είχα καλύτερη σχέση.Σονέτα-μεγάλη υπόθεση.Το κάστρο της Ωριάς-πολύ ωραίο.Ακόμη ακόμη

τ΄άστρη και το φεγγαράκι πάν σ΄ένα στινο σουκάκι

απογυμνωμένο στακάτο δεκαεξασύλλαβο που αντέχει ακόμη και στην μεταγραφή του ως δημοτικό έπος.Δεν  μπορούσα παρά να γονυπετήσω στην αρδαμερινή μορφή του,την τραγουδιστή:

τ΄΄αστρη και-ώχ αμάν αμάν (μάικω)
τ΄άστρη και το φεγγαράκι
τ΄άστρη και -τ΄άστρη και το φεγγαράκι
πάν σ΄ένα- πάν σ΄ένα στινό σουκάκι

Μιλάμε γιά προπετή καταπάτηση τόνων, εννοιών,ρυθμών και τακτικών, αλλά εντέλει μόνον έτσι συλλήβδην άστρη και φεγγαράκικατέληγαν στην στενωπό.Αλλοιώς δεν χωρούσαν.Γιά μένα αυτά τα μακεδονίτικα ρυθμικά σείσματα οδηγούσαν κατ΄ευθείαν στον Τυρταίο και στην ψυχική ανάταση.Ποτέ μου δεν είδα μαντήλες να σουσουρεύουνε στους σχετικούς χορούς.Τις θεωρούσα χαντζάρια.
Δηλαδή,να τα ειπώ τώρα στρωτά,μαζί με την προκοπή των στίχων μου,έπλαθα έναν φαντασιώδη, ολότελα προσωπικό, δηλαδή ψεύτικο, εικονικό  χώρο όπου δεν φιλοξενούνταν μόνον οι ονειροπολήσεις μου αλλά και η ίδια η πραγματικότητα,που έτσι έκρυβε την πασα αλήθεια.Ποτέ μου δεν δίστασα σε κάποια μελωδία αρεστή στο βιαστικό αφτί μου να προσθέσω λογάκια.Η ποιητική ιδέα γιά την ώρα δεν έβγαζε ποιήματα, αλλά σίγουρα ακολουθούσε την παρατήρηση του Ψελλού γιά τα τεκταινόμενα στην συμπεριφορά ενός βασιλιά του:υπεκρίνετο δε όμως εί τικαθήκον τω σχήματι νενομοθέτητο άνωθεν,και των ακολάστως βιούντων κατωλιγώρει παντάπασιν.
Με ενάμισο ποίημα ημερησίως κατά μέσον όρο,αισθαινόμουν την στατιστική ευωχία, αλλά υποτίθεται πως σήμερα, καταθέτοντας την εντολή  θα έπρεπε να έχω πλάσει πενήντα χιλιάδες ποιήματα, δηλαδή τουλάχιστον  μισό εκατομμύριο στίχους.Και πού είναι αυτοί; αναλογούν σε δεκαπέντε χιλιάδες συμβατικές σελίδες παραγωγής, αδιαβάθμητες.Τήρησα αυτόν τον κανόνα; τις έγραψα ή όχι αυτές τις σελίδες;
Λοιπόν,μπορεί να έγραψα και περισσότερες, αλλά το ποσοστό των στίχων εντός τους δεν υπερβαίνει,με τις ύπερθεν προδιαγραφές ένα γλίσχρο 2%.Τα υπόλοιπα είναι πεζογραφικό και μή λογοτεχνικό φορτιο.Σαν την πολιτιστική πελατεία της Ευρώπης.Είναι το 2% του πληθυσμού της.Οι υπόλοιποι είναι φίλαθλοι ,τηλεορασάκηδες ή απλώς βασανισμένοι άνθρωποι. Καμία σχέση με τους γραφιάδες και την τυχερή τους φάρα.
Τυχερή; βεβαιότατα. Εσύ,που ασχολήθηκες μόνον μαζί μου,δεν είσαι σε θέση να ξέρεις τι τραβάει ο άνθρωπος που δέν μπορεί να εκφραστεί με ευχέρεια. Δεν ξέρεις τι καημός είναι να δουλεύεις,να κάνεις οικογένεια και να κοιμάσαι, καταναλώνοντας απλώς αυτό που σου ετοιμάζουν άλλοι.Στην καλύτερη περίπτωση προσηλώνεσαι σε κάποιον που δημιουργεί παραπλήσια προϊόντα προς αυτά που νομίζεις ότι θα κατασκεύαζες εάν οι συνθήκες ήταν αλλοιώς. Αλλά υπάρχουν ώρες που πρέπει να γεμίσουν με χορταρικά, με γυμναστικές, με τα βάσανα των άλλων.
Ενώ οι γραφιάδες...Ο ύμνος μας είναι βέβαια γραμμένος εδώ και οκτώ αιώνες,τον έχει γράψει ο Θεόδωρος Πρόδρομος, όταν, παίζοντας ,ως Πτωχοπρόδρομος, σατιρίζει τον γραμματικό,  διά πολιτικών στίχων.Βέβαια ,γιά μένα δεν υπάρχει καμία σάτιρα.Ήταν σάτιρα γιά τον δυτικόφρονα, κουφιοκεφαλάκη αυτοκράτορα που δημιούργησε το Μυριοκέφαλον και μερικές γιόστρες ανάμεσα στους τρούλους.Ακόμη ένας Έλλην κατ΄απονομήν που ονειρευόταν, με την πρώτη κακοτυχία, βόλτες στην Παραγουάη,όπως  έκανε η μετεμφυλιακή μας χώρα.Και μάλιστα ο Θεόδωρος Πρόδρομος ακρίτως θεωρήθηκε όναρ από τους απελθόντες στιβαρούς φιλολόγους.Ο ίδιος να είναι Πτωχοπρόδρομος; αδύνατον. Αφού παραθέτει στοιχεία από την μοναστική ζωή, φαίνεται να γνωρίζει πολλών ανθρώπων πραγματικότητες. Άρα είναι πολλοί ποιητές,συνενωμένοι από ερανιστές υπό ενιαία γραμματολογική βάση.Τέτοια παράνοια.
Οι γραφιάδες αποτελούμε μιά ακρογωνιαία βάση της αγραμματωσύνης.Στηριζόμαστε σε αυτήν.Στα υπόλοιπα, ευτυχώς που υπάρχει η λησμονιά και η ακεφιά των πληθυσμών που μας ανέχονται.

Η νύφη

Αποκτώντας γραφομηχανή και μπαίνοντας στο έτος 1965,συνέβησαν καθοριστικά γεγονότα στην ζωή μου.Δημοσίευσα πρώτη φορά.Μετακομίσαμε στη Θεσσαλονίκη.Πήγα έναν μήνα στην Αγγλία.Απόκτησα φίλους που έγραφαν.Και μειώθηκε η ποιητική μου παραγωγή δραστικά.Όχι βέβαια ακόμη σε επίπεδα λογικά, αλλά μειώθηκε.Όχι πλέον πενήντα ποιήσεις μηνιαίως.Τώρα,δέκα και με το ζόρι.Και με φθίνουσα πρόοδο.Έως το πρώτο μου βιβλίο,του 1969,που συνέπεσε με την ενηλικίωση.
Εάν η πρώτη περίοδος ήταν αφανής και κρυπτική, η δεύτερη ήταν ακριβέστατα προφανής και με εξωστρέφεια.Ό, τι έγραφα,το κοινοποιούσα αμέσως στο περιβάλλον μου. Αναλόγως των εποχών,διάβαζα ενώπιον του Δημήτρη Βασιλείου, του Σπύρου Ζερβού, του Γιάννη Γιαννούλη και του Βασίλη Βρέζα, στην παρέα των συμμαθητών του Πέμπτου. Παρομοίως,μπροστά την παρέα των ποιητών: Δημήτρης Καλοκύρης, Γιώργος Χουλιάρας που συνυπήρχαν με τον Βασίλη Ηλιόπουλο,την Τάνια Μνηματίδου και τον Χρήστο Βουδούρη με την βραδυνή συνηθως συντροφιά του αρχαιολόγου Μύρωνα Μιχαηλίδη.
Οι συναντήσεις αυτές εποίκιλαν,από τυπικά λογοτεχνικά τέια έως πρόχειρες απαγγελίες ενόσω στρώναμε στην γραβάτα έξω από το Ριβάζ περιμένοντας τα κορίτσια γιά να πάμε στο κλάμπ.Από νωρίς είχαμε εγκαταλείψει τον λιμένα της μετριοφροσύνης: στην ουσία είχαμε πάψει να θεωρούμε λάθος το να μη καταλήγουμε πουθενα,έγραφα σε ένα ημίπεζο του 67,την Κρύπτη του παραχαράκτη θείου.
Και τότε, μπήκαν στο τοπίο οι άλλοι.
Με νύφη την ποίηση,οι μερακλήδες μνηστήρες ήταν πολλοί.Αυτό δεν μου το είχες προφητεύσει, ώ άρχοντα των προσιόντων.Με είχες ζαβλακώσει με μονήρεις δρόμους, με καμίνι της δημιουργίας, με ταπεινόφρονα μαθητεία,άρα ανέμενα η συντεχνία να αποτελείται από κάποιον αόρατο περιώνυμο δερβίση-ποιητή που θα έλεγε κάθε τόσο «πωρικά,φέρτε μου πωρικά» ενώ γύρω θα εργάζονταν, υποτακτικά καλφόπουλα, μικρά μειονεκτούντα ποντικάκια , ωσαν αυτά που έκαναν δύσκολη τη ζωή του Όλιβερ Τουίστ.Αντί χαμαιζήλων συνδούλων,με περίμεναν εκρηκτικές προσωπικότητες, οραματικές, περισσότερο διαβασμένες, πιό ταλαντούχες, με δυναμική κόντρα επί των αντιπάλων, γύπες επί αμετροεπών ποιημάτων, κήνσορες όχι μόνο  του κακού στίχου αλλά και μιάς ηθικής στραβοτιμονιάς.Η κοινωνία των νέων ποιητών,στην οποία εντάχτηκα και γι’ αυτόν τόν λόγο ελάτρευα, δεν είχε βέβαια τις μνημειώδεις αντιπαλότητες και τον υπερεχθαίροντα φόβο, φθόνο και ψόγο που συνάντησα αργότερα μεταξύ των ηθοποιών, των δημοσιογράφων, των μουσικών, των τραγουδιστών, των συνθετών, των πολιτικών, των αρχαιολόγων, των εμπόρων, των ζητιάνων και των  υπαλλήλων μεγάλων οργανισμών (τήρησα κάπως μιά μορφή φθινούσης επετηρίδος) αλλά είχε κι αυτή τα κλειδιά της.Οι νόμοι της  διάκρισηςίσχυαν κι εδώ με τον ανάλογα προσαρμοσμένο κώδικα από έξη σημεία:

πρώτον: η διάκριση έπρεπε να δείχνει αποκύημα φυσικής επιλογής.Οι γέροντες που δεν είχαν το μέγεθος ενός Σεφέρη,υφίσταντο διασυρμό.Καλά να πάθουν, διότι εάν έγραφανσαν τον Σεφέρη θα τους απεδίδετο η δέουσα λατρεία.
δεύτερον: οι απόντες διώκονται, οι παρόντες επαινούνται. Ακόμη κι άν είναι κακογράφοι του κερατά, φίδια της φωλεάς, τους αρμόζει ένα «καλημέρα σας τί κάνετε;»
τρίτον: οι άγνωστοι διαθέτουν επιπλέον κίνητρο ταφής, οι γνωστοί ίσως γίνουν αργότερα κολλητοί.Αναλόγως λαμβάνουμε το κατάλληλο φτυάρι.
τέταρτον. Οι γνωστοί χωρίζονται στους αδελφούς, με τους οποίους μοιραστήκαμε την ίδια γκόμενα,ενίοτε ομού,στους φιλτάτους,που διαπιστεύτηκαν με χειραψία και κοινό καφέ και στους αορίστως γνωστούς που μυρίζαμε το χνώτο τους αλλά μιλούσαμε σε αόριστα πηγαδάκια.
πέμπτον: οι άγγελοι και οι Άγγλοι είχαν ομοιότητες, πλήν της λεκτικής: εμπιστευόταν ενίοτε την ποίηση και την οίηση σε προδήλως βλάκες.Λοιπόν,κριτήριο καταβαράθρωσης δεν ήταν να είσαι σμερδαλέος, μυξιάρης, μητροκτόνος και πατραλοίας.Ηταν να έχεις τρέμουσα και ασύστατη έμπνευση,περιορισμένη  δυνατότητα κατάληψης χώρου, να μη μπορείς να εκφράσεις πειστικά την διάθεσή σου να σου «φέρουν πωρικά».
έκτον και κατακλείς: καλή η δόξα και η τιμή, πλήν όλα τα δάκρυα εξαγοράζονται.Προείχε η δημιουργία ενός κόσμου άστατου,με επαναστατικές ταμπέλες και άκρως συντηρητικά αποτελέσματα.


Ομολογώ ότι κάνοντας και χάνοντας φίλους ,μήτε εκείνοι, μήτε η αφεντιά μου ορρωδήσαμε ποτέ υποτασσόμενοι στην λογική αυτού του κώδικα.Ομολογώ επίσης ότι οι άλλοι ομαδοποιημένοι (που σήμερα τους αποκαλούμε νοσταλγικά «λογοτεχνικές παρέες») έκαναν πάν το δυνατόν να δικαιώσουν τον κώδικά μας,όπως φαντάζομαι και ημείς τους δικούς τους.
Κάποια  ημέρα που προσεκόμισα γραπτό προς δημοσίευση σε υπεύθυνο περιοδικού,έπεσα σε μιά συζήτηση με εξηντάρη λογοτέχνη που ζητούσε την δημιουργία οικοπεδικού συνεταιρισμού λογοτεχνών,γιά την δημιουργία μιάς λογοτεχνούπολης.Δηλαδή οι παντόφλες των κατοίκων της θα είχαν,φαντάζομαι λογότυπα εκδοτικών οίκων, αντί οδοσήμων θα υπήρχαν ρητά, ενώ οι σκουπιδιάρηδες θα μάζευαν το πρωί,ημιτελείς ή βρώμικους στίχους.Πώς να μη το προφτάσω στην παρέα μου γιά να καγχάσουμε μαζί;
Η παρέα μας ήταν υπέρ της μη παραστατικής ζωγραφικής, υπέρ της γενιάς του τριάντα,αγνοούσε τη γενιά της ήττας,διέθετε γενικώς δημοκρατικά φρονήματα υπό την ευρύχωρη έννοια, και ήθελε απλώς να προκαλεί.Αυτό προείχε.Λοιπόν, απαγγελία Μαγιακόσφκι ενώπιον χωροφύλακα, ήταν θεμιτός στόχος. Η θεσμική υπεράσπιση της Δημοκρατίας ήταν γιά τους τετριμμένους.
Αλλά η νύφη είχε υπερβολικά πολλούς μνηστήρες.Και η νύφη είχε γονιούς.Τον Θαυμασμό και την Φήμη.Στόχος ήταν να πείσουμε τα μελλοντικά πεθερικά μας ότι αξίζαμε τον κόπο. Έπρεπε να στραφούμε στους οικογενειακούς τους φίλους.Τους επώνυμους ποιητές.
Η διαφορά ανάμεσα στον καταθέτη ονειρικού έργου και στον ίδιο ως πρόσωπο,μερικές φορές βγάζει μάτι, μερικές φορές δεν υπάρχει. Με προσεκτική ματιά,ένα πρόσωπο που παράγει υπερεκτιμημένη ποίηση ,διαθέτει εν σπορείω όλες τις σχετικές προδιαγραφές. Το ίδιο και με κάποιον ασήμαντο επιφανειακά που σε τρελαίνει με την στιβαρότητα της γραφής του.Παντως εκείνην την περίοδο,θα ήθελα και θα θέλαμε οι περισσότεροι ήρωες του πνεύματος που θαυμάζαμε να έχουν σώματα και κεφαλές άλλων αντιπροσώπων του ανθρωπίνου είδους.
Εκεί,στο κρίσιμο σημείο, με βοήθησες πάλι.Δεν υπήρχε περίπτωση να συνάψω νόμιμο γάμο με την νύμφη της Ποιήσεως.Είχαν σειρά προτεραιότητος, βαφτισμένη από εμένα τον ίδιο, όλοι σχεδόν οι ποιητές που εκτιμούσα.Αλλά οι ελπίδες, μου σφύριξες τεχνηέντως,υπήρχαν αμείωτες στον βαθμό που θα θυμοσοφούσα επί του αστάτου χαρακτήρος των θηλυκών υπάρξεων, άρα και της Ποίησης.Δεν έβλεπα πανέμορφους αζάπηδες να τους σέρνουν από τη μύτη κακομούτσουνες, υστερικές και ηλίθιες καπάτσες; δεν έβλεπα από τον τρέχοντα βίο ότι οι νοικοκυρές ,ερωτευμένες με τον κουβαλητή του σπιτιού, φλέρταραν με πλασιέ και πιτσαδόρους; λοιπόν,εάν ήθελα την ποίηση, μόνον με μοιχεία.Με ρεσάλτο.Γιά στιγμιαία ηδονή. Προσωρινή.Να μή διαταράσσει την πυραμίδα. Να ανανεώνει τον σεξισμό μέσα στο αμετακίνητο σπιτικό. Συμπέρασμα.Επρεπε να μεταβληθώ σε καταδρομέα.Ένα καλό ποίημα, ίσον μία επιτυχής αποστολή. Στο υπόλοιπο διάστημα, μπορούσα να φυτεύω κρεμμυδάκια, ή να ακκίζομαι σε άλλες αρμοδιότητες.
Εντέλει , πήρα την νύφη αργότερα.Όπως το είπες.Το 1978 με την «Ωδή στα πουλιά». Το 1988, με την «Καραβέλα». Το 1993 με τον «Καπερνέκα».Μπήκα στον χώρο της ως μεθύστακας,ως άρρωστος, ως Κιγκινάτος.Ξεγελάστηκε και πέρασε μαζί μου ερωτύλες και άσεμνες δεκάλεπτες διαλλείψεις.Μετά γυρνούσε στον άντρα της, τον Ποιητή της ψυχής της.Όλοι ευτυχισμένοι.

Hάλλη ζωή

Δεν ήμουν ακόμη σε θέση να ψελλίζω απόψεις περί ποιητικής. Μου ήταν αρκετά αυτά που υπήρχαν στα κείμενα του Παπανούτσου, του Λορεντζάτου, του Σεφέρη και των άλλων.Δηλαδή δεν μου ήταν απλώς αρκετά: μόνον τον Σεφέρη καταλάβαινα πλήρως, κι ίσως αυτή να είναι η ερμηνεία της επιτυχίας του στην ημιμαθή γενεά που εκπροσωπούσα.Από το 1969 κι έως το 1977,δυό χρονιές που σημαδεύονται με την έκδοση δύο βιβλίων μου, πέρασα την έξεργο και ποθητή νεότητα σε απολύτως άλλα κανάλια.
Με απασχολούσαν εντόνως η αρχιτεκτονική, η ιστορία, η μουσική και οι άνθρωποι.Η φωνή σου ,άγγελε,δεν ακούστηκε όταν στις πρώτες ανταλλαγές σημειωμάτων με την πρώτη γυναίκα μου, την είδες με τα μάτια σου να γράφει : φρόντισε τα θεμέλιά μας, ξεχνώντας ότι γεννήθηκες ποιητής.
Πέρα από την αρνητική χροιά που διέβλεπα,είχα και μιά επισήμανση πρωτοφανή.Είχα γεννηθείποιητής, έστω και κατά την μή έγκριτη άποψη μιάς μελετηρής εικοσιδυάχρονης.Επομένως, η έκθεση, η έξαψη, το θέατρο μετρούσαν περισσότερο ,ήταν ακλόνητη βιτρίνα.Εφ΄όσον ήμουνα σε παρέα ποιητών και έγραφα, ανήκα και σε γονιδιακά καθοριζόμενο είδος.Πάλεψα πολλά χρόνια γιά να το αρνηθώ. Έκαμα ό,τι περνούσε από το χέρι μου γιά να ξεχάσω πως ήμουν ποιητής.Δηλαδή, γνωρίζοντας πως δεν ήμουν ποιητής, προσπάθησα να ελαφρώσω το βάρος της γής από έναν δήθεν ποιητή.
Περιοδείες στη ύπαιθρο,βίος φοιτητικός και ταραχώδης (αλλά πάντοτε συμβατικός),επαγγέλματα, φτώχειες,ταξίδια, παιχνίδια, πολλά τσιγάρα, άπειροι καφέδες, αλκοόλ.Επιπλέον πόνος, τρόμος, ελάχιστες εκροές ενδορφίνης.Άρχισα να αλλάζω περιβάλλοντα και φίλους.Στην περίοδο αυτή  δεχόμουνα ποιητικούς κυματισμούς ανά αραιές περιόδους,σχετικά πυκνούς. Αλλά η παραγωγή ποιημάτων κατέβηκε στα πέντε το μήνα.Γενικώς μιλάμε.
Απεναντίας, στιχούργησα σε μεγάλες ποσότητες. Δοκίμασα να γράψω και τραγούδια.Κυρίως έγραψα κείμενα ερευνητικά, εκθέσεις, περιηγήσεις, όχι στοχασμούς.Απορροφήθηκα από την έρευνα και σπανίως σκεφτόμουνα την ποίηση.
Ήταν εξάλλου καιρός.Ώς πότε θα με απασχολούσαν τα προσωπικά μου προβλήματα γιά να τα κάνω έμμετρα, ώς πότε θα άδειαζα ένα φαύλο δοχείο δειλινό,ώς πότε; ώσπου να γινόμουνα μετείκασμα των λυρικών  που σιχαινόμουνα;Αρχισε να μπαίνει στον εγκέφαλό μου μιά διαδοχή εικόνων από τοπία, παράξενους ανθρώπους που ποτέ δεν σκέφτηκα ότι μπορεί να υπάρχουν πέραν των βιβλίων.Έμπαινε επίσης τεράστιος χαρτοπολτός από ιστορία,  μικρά άρθρα, δημοσιεύματα και μελέτες.Επιπλέον, ένα από τα καλά της αρχιτεκτονικής, κρατούσα συνεχώς τα χέρια μου απασχολημένα. Αποτυπώσεις, σχέδια κατοικιών και εργοστασίων, αρχαιολογικές ανασκαφές, μετρήσεις και επιμετρήσεις, προϋπολογισμοί και υπόλοιπα χαρτοβασίλεια, απαιτούσαν μαζί και μία σχετική σχεδιαστική ευχέρεια. Από τότε άρχισα πάλι να σκιτσάρω , όχι μόνον γιά τις σπουδές ή το επάγγελμα.
Δεν χρειάζεται παραπάνω ανάλυση, αλλά όπου ακμάζει ο αριστερόχειρας, δηλαδή ο ζωγράφος και ο αρχιτέκτονας, ο δεξιόχειρας ποιητής δεν έχει καμιά δουλειά.Διατηρώντας πάντοτε τον τραυλισμό μου, αλλά ασκώντας συστηματικά μιάν αμφιχειρία (γιά το φαγητό,την ζωγραφική και το σχέδιο το αριστερό χέρι, γιά το γράψιμο το δεξί) ήμουνα σε θέση να αισθάνομαι τους λοβούς του εγκεφάλου μου να υφίστανται μυρμηκισμούς όποτε χαλούσα την αρχαία τους τάξη.Σύντομα ήξερα ότι εάν αισθανόμουνα χαζός ενώπιον προβλήματος, είχα επιλέξει λάθος λοβό.
Την ώρα που έπαιζα τον νεαρό και τον καμπόσο, με τριβέλιζε πάντως η σκόπευση του ποιητού βίου.Εμπαιναν πολλά πράγματα αναμίξ στο ομογενειακό μου κατάστημα. Ένα φεγγάρι, ως γραμματικός πανέξυπνου πλήν αγραμμάτου ευπόρου (σπανίως είναι διαφορετικοί)  τρόμαξα βλέποντάς τον να συλλαβίζει την εφημερίδα.Ο αναλφαβητισμός δεν τον εμπόδισε μήτε να προκόψει, μήτε να έχει πολύ μυαλό, όχι μόνον στα εμπόρια. Άλλη μιά ένδειξη ότι συγχέοντας την γλώσσα με την μάθηση, αφήνουμε πολύ χώρο στο μελλοντικό κράτος των ποντικιών.
Πέρασα και μερικές περιόδους, όπου η  συγγραφή ήταν απαγορευμένη, απλώς και μόνον εξαιτίας του χρόνου που έλειπε. Μαθημένος να τα τελειώνω όλα την τελευταία στιγμή, κατάλαβα ότι  υπάρχουν και επιχειρήσεις που θέλουν τον καιρό τους.Μεταξύ μας, αυτές είναι μία στο εκατομμύριο.Όσες και να ήταν, μου έτυχαν μιά ή δυό.Δεν έγραψα γραμμή , επί μερικές εβδομάδες. Κόντεψα να σκάσω.
Η ποίηση, ως θεραπεύτρια και φαρμακολύτρια θεότης, δεν ήταν μέσα στις προδιαγραφές που συζητήσαμε.Τότε σε ερώτησα και πάλι δεν πήρα απάντηση. Ήμουν περίπου βέβαιος ότι στην δεκαετία του εβδομήντα, κουρασμένος από τις ατασθαλίες μου, κόντεψες να με παρατήσεις.
Ξαφνικά ,μου επέβαλες να μελετήσω μία συστοιχία σκέψεων που υπό κανονικές συνθήκες ήταν αδύνατο να διαπράξω, να εκτελέσω και να αντιληφθώ.Θέμα τους,η μεγάλη αντίθεση στην παραγωγή ποίησης και μουσικής.

Πρόσεξε, ποιητάκο: πρόσεξε τους μουσικους. Πώς σου φαίνονται; μιά χαρά άνθρωποι. Πώς φέρονται; ως νεραϊδοπαρμένοι. Έχουν κάτι το οραματικό, το ασύστατο,δέν μετρούν τα πράγματα με τον δικό σου τρόπο. Ποιός είναι ο δικός σου τρόπος; ο λόγιος.Διά των λέξεων πάντοτε.Αυτοί δεν μεταφράζουν σε ομιλουμένη γλώσσα την εσωτερική τους εθάδα ιαχή.Και πληγώνονται πολύ πιό εύκολα από την έλλειψη αναγνώρισης, από τις εσωτερικές τους κακοτεχνίες που φροντίζουν να κρύβουν.Σου φαίνονται λοιπόν λαφροκάνταροι; δίχως άλλο. Ακόμη και οι πολιτικές τους απόψεις, επειδή ίσως νομίζουν πως η γλώσσα είναι σύνθεση από ήχους, έχουν κάτι το περαστικό.Όχι μόνο, όχι μόνο. Κι όταν μοιάζουν με των άλλων ανθρώπων ,είναι πιό συμβατικές.Ζηλεύεις τους μουσικούς. Βεβαίως τους ζηλεύεις.Ήθελες να ξέρεις να παίζεις πιάνο ή κιθάρα.Όργανα που θα σου επέτρεπαν να επιπέσεις κυκλοδίωκτα σε ένα απροστάτευτο κοινό.Και ζηλεύεις που έχουν αποκαταστήσει, είτε υπηρετούν τους ανατολίτες δρόμους, είτε τις δυτικότροπες στροφές στροφάλως τους,μιά ορισμένη εθιμοτυπία, καλύτερη από του δικού σου συναφιού. Ακούγοντας μουσική,σου παρέχεται ιλαροτραγικά συγκεκριμένη συγκίνηση, άνετος στύση, επιτρέπονται άπειρες αναπλαστικές σκέψεις,ακόμη και η βαρεμάρα ενώπιον του κενού. Διότι, συγκεντρωνόμαστε σε ένα δωμάτιο, σε μία αίθουσα συναυλιών και προσηλωνόμαστε το κενό.Δεν βλέπουμε τίποτις. Το θέαμα που προσπαθούν να μας περάσουν,ως μέρος της δικής τους έκθεσης, είναι ακατανόητο χωρίς τους ήχους.Μουσικούς πρωτοείδαν σίγουρα οι εξωγήινοι όταν ήρθαν στον γαλάζιο πλανήτη και αποφάσισαν ότι δεν χρειάζεται να αποικίσουν  έναν κόσμο αγλωσσίας.Διότι παντού στο σύμπαν (εάν ξεφύγεις από το στερέωμα το ορατό από τον πλανήτη μας) υπάρχει μόνον καθαρός, ρέων και διηνεκής Λόγος.Τίποτε άλλο, γιατί αυτό είναι ήδη πολύ. Λόγος.Το ουράνιο στερέωμα είναι ένα πλάσμα συλλογικής καταληψίας και φαντασίας των ανθρώπων που συστέλλεται και διαστέλλεται αναλόγως των μέσων που διαθέτουμε να το προσεγγίσουμε.Κανένα ζωντανό της γης δεν αντιλαμβάνεται τον ουρανό.Αν παρατηρήσεις προσεκτικά τους ελέφαντες, τις κατσαρίδες, τα μπαρμπούνια και τις κάργες, έχουν αντιδράσεις σε περιβάλλον δωματίου.Δεν φρικιούν, όπως εμείς, μπροστά την απεραντωσύνη, μήτε χρησιμοποιούν τη νύχτα  γιά να αλλάξουν το δέρμα της ημέρας.Κι όταν στέλνουμε συσκευές και ανθρώπους στη Σελήνη, αύριο στον Άρη,απλώς προκαλούμε ξεχείλωμα του στερεώματος στο σημείο όπου επεμβαίνουμε.Απόδειξη γιά όλα αυτά,ποέτα φίλιε,είναι η ίδια η συνείδησή σας.Τώρα γράφεις.Έχεις στο μυαλό σου κάποια ενιαία αντίληψη του κόσμου ,ενόσω γράφεις; Δεν έχεις. Μετράς ψηφία και προτάσεις σε περιβάλλον γραφείου που εσύ κατασκεύασες γιά να μη τρελαθείς γράφοντας μέσα στο απόλυτο κενό αισθήσεων,άχρονος και απροσμέτρητος.Εάν ήσουν άλογο όν, θα είχες πλήρη την αίσθηση ότι αποτελείσαι από Λόγο.Θα σε κυριαρχούσε ο Λόγος. Γι΄αυτό και δε θα χρειαζόταν να τον ανακαλύψεις γράφοντας, μιλώντας και ακούγοντας.Μόνον τούς βασικούς του κόσμου κωδίκελλους θα χρησιμοποιούσες.Υλακές, χασμουρητά,ήχους πόνου.
Επομένως βιογραφώντας τον εαυτό σου ή τον Δημοσθένη, δεν υπάρχει διαφορά.Εξωτερικά δεν είστε τυφλοί,εσωτερικά είστε αόμματοι.Όχι, το Σύμπαν δεν καταλαμβάνεται διά των αισθήσεων.Το σύμπαν παραμένει Λόγος. Ο Λόγος παράγει τα πάντα.Τα περί χώρου και χρόνου άκουέ τα χαμογελαστός, διότι αμφότερα υπάρχουν όσο υπάρχεις.Ποιητή,το μόνο που διαρκεί και χωροθετείται ,είναι η ίδια η ζωή των ανθρώπων. Ο Θάνατος –τον λέτε αιώνιο από καθαρή παρεξήγηση  εννοιών.Ο θάνατος είναι ακριβής ορισμός γιά τον μηδενικό χώρο και χρόνο.Η ελάχιστη χρονική στιγμή που μπορείς να φανταστείς ή να δημιουργήσεις,περιέχει όλους συλλήβδην τους θανάτους που μπορείς να σκεφτείς. Ο θάνατος έχει σχέση με τον Λόγο, όχι με τον χρόνο.Υπάρχει,αλλά είναι ακαριαίος,υπομείων, στιγμιαίος.

Σε πρώτη φάση,ενώ μου υπέβαλες την εισήγησή σου,δάκρυσα από ευγνωμοσύνη, διότι με αυτήν την θεωρία, την ατσαλα περασμένη από κουτσομπολιό γιά μουσικούς προς ένα είδος προκλασικής φιλοσοφίας,είδα την προσπάθειά σου να μου αφαιρέσεις ένα καταθλιπτικό υπόστρωμα απόγνωσης που έβλεπες ότι έπεφτε, πυκνή ομίχλη, στην νεότητά μου.Αφού ο θάνατος δεν διαρκεί και η ζωή είναι φαντασίωση,με άφηνες να ενοχλώ το απέρατο και απέραντο δέρμα του απόλυτου Λόγου κι εγώ έτρεχα πίσω από διατριβές και έρωτες.Μετά, άρχισα να προσέχω όχι μόνον τα ζωντανά, αλλά και τα άψυχα.Δεν βρήκα διαφορές ανάμεσα στην ζωή ενός αρνιού κι ενός βράχου.Υπήρχε διαφορά έντασης και χρόνου.’Οντως, άν υπάρξει τρόπος να περιορίσεις την ζωή ενός βουνού ,όχι σε διαχρονία εκατομμυρίων ετών, αλλά σε μερικά λεπτά της ώρας, αρκετά ώστε να παρακολουθήσεις ένα είδος δεκάλεπτου ντοκιμαντέρ,θα δείς έκθαμβος όχι ένα ακίνητο,παγερό και αιώνιο βουνό, αλλά μιά κινούμενη μάζα που δημιουργήθηκε,σπαράζει,καταχωνιάζεται, σείεται, διαμορφώνεται, ντύνεται και ξεντύνεται ηφαίστεια και δάση.Η πορεία ενός αιωνίου βουνού, ειδωμένη σε δέκα λεπτά, θα έμοιαζε με την φυσική παρουσία ,στα ίδια λεπτά, ενός γυμνοσάλιαγκα.Όπως ένα φαινομενικά ακίνητο φυτό που εάν το σκοπεύσεις υπομονετικά δυό –τρείς μήνες και συντμήσεις τις εικόνες του,το βλέπεις να κινείται ταχύτερα απο χαπακωμένο αθλητή.
Δεν είχα καιρό να σου εκφράσω την μαγεία στην οποία περιήλθα.Θεώρησα ότι μου έθετες τα όρια γιά να προβώ σε αποκάλυψη.Μου φανέρωσες την αλήθεια, προκειμένου να την διαδώσω.Γι΄αυτό και στα σύνορα της νεότητος, κάθησα και έγραψα δυό κείμενα, την μυθολογικήκαι το αρχιτεκτονική και γλώσσα.Στο πρώτο με απασχολούσε το παράλογο,ότι δηλαδή σε ένα σύννεφο-σύμπαν καμωμένο από άστατες λέξεις, η λογική σειρά  είναι παρωνυχίδα ,ενώ στο δεύτερο εξηγούσα τα περί ταχυτήτων. Το φαινομενικά ακίνητο,εάν του μικρύνουμε τον χρόνο παρατήρησης, κινείται μιά χαρά, ενώ το πασιφανώς κινούμενο, εάν τού χαρίσουμε αιώνια άνεση και διαστείλουμε την παρατήρησή του, θα είναι ακίνητο σαν τον πετρα.Τα κείμενα αυτά δεν μπόρεσα να τα συλλάβω, ακόμη κι όταν τελείωσαν.Περίπου τριάντα σελίδες το καθένα.Γραμμένα σε δύσβατη, τραυλή ιδιάζουσα καθαρεύουσα,χωρίς επιχειρήματα, χωρίς ευρύ γνωστικό πεδίο,έμοιαζαν απρόσιτα, ενώ ήταν απλώς άτεχνα.Άσε που το πρώτο υπάρχει ήδη ως ιδέα μέσα σε κείμενο του Μπόρχες και ο δεύτερος προβληματισμός περιέχεται πλήρης ήδη στους σοφιστές.Εγραψα και έχασα. Τα κείμενα μου έφυγαν από τα χέρια μέσα από ασύληπτες διαδικασίες. Και τότε, κατάλαβα ότι δεν με προόριζες γιά γκουρού, αλλά γιά ποιητή.Αυτές έπρεπε να είναι οι θεματικές μου γραμμές.Στους στίχους, στα στιχηρά, στα κοντάκια και στις ωδές που θα ετοίμαζα.Μόνον αυτό, και ήταν ήδη πάρα πολύ.


Η ποίηση ως υπόμνηση

Με αυτά και με άλλα,απρόσιτα στην παρούσα στιγμή, δεν απορώ που η IBMτην οποία νοίκιασα γιά να γράψω μιά πολυσέλιδη διατριβή, χρησιμοποιήθηκε γιά να γράψω ποιήματα. Ήταν ακριβώς το υλικό που εν πολλοίς περιέλαβα στο Προσπέκτους.Τα ήδη δημοσιευμένα σε περιοδικά,κυρίως στην δεύτερη περίοδο του Τράμ,μπορούσαν να περιμένουν τον φιλόλογο του μέλλοντος ή κάποια εν καιρώ άπαντα,υπό τον γενικό τίτλο τα άτακτα.΄Εγραψα ποιήματα πολιτικάκαι πατριδογνωστικά.Ηξερα πλέον τον τρόπο.Μορφή υπομνήματος,χαλαροί ρυθμοί, βοήθεια στον υποψήφιο μελλοντικό απαγγέλοντα με κοντρες μεταξύ μονών και ζυγών στίχων.Είναι ασύλληπτο πόσο συμβατικώτερα είναι τα ποιήματα με «ελεύθερο» στίχο, συμβατικώτερα των ομοιοκαταλήκτων.Η ομοιοκαταληξία είναι υπνωτική (ακόμη κι όταν την ασκείς τολμηρά, έχει  στόχο να ξυπνήσει έναν που κοιμάται). Μετά την δεκαετία του είκοσι, όταν οι ελεύθερες συνθέσεις, ακόμη δέσμιες σε ιάμβους και τροχαίους, δεν έκρυβαν την καταγωγή τους από το πεζοτράγουδο,διαμορφώθηκε από τους εκατοντάδες ταπεινούς και μή εξεχόντως ικανούς ποιητές ένα συγκεκριμένο, ιδιώνυμο ήθοςγραφής,που μετά την γέννησή μου ήταν ο απόλυτος κανόνας. Επομένως, οι νέοι υποψήφιοι ποιητές είχαν πλέον μπούσουλα.Ποιός ήταν αυτός; νέος κατάλογος.

Ο τίτλος δίλεξος.Με ονομαστική και γενική. «Προσπάθεια μοναξιάς». «Απόπειρα αυτάρκειας».Αυτό συνέβαινε διότι ο συγγράψας, δεν είχε θέμα στο μυαλό του αρχίζοντας το ποίημα (θεμιτόν) ,στο τέλος της γραφής του το διάβαζε (επίσης θεμιτόν), έκανε μιά σούμα, μιά περίληψη του ζητήματος όπου στιχούργησε (αθέμιτον σε μία κοινωνία όπου τα σχολεία δεν διαδάσκουν τεχνική των περιλήψεων)και κατέληγε ότι το ποίημα που μόλις έγραψε , δοκίμαζε να προβάλει κάτι, με συγκεκριμένη τεχνογνωσία. Προσπάθεια μοναξιάς. Απόπειρα αυτάρκειας.Τίτλος. Μπορεί να ερμηνευθεί και ως σημείωση ψυχοθεραπευτική, μετά την συνεδρία: «σήμερα ο ασθενής έπαιξε τον μπέμπη.Αναζήτηση αθωότητας.»
Ακολουθούσε το σώμα του ποιήματος.Χωρισμένο, μάλλον αυστηρά σε τρία μέρη.Στον πρώτο στίχο, στην διαπλοκή και στο φινάλε.Όλοι ,μάστορες και άσχετοι ,ξέρουν σε βάθος την σημασία του πρώτου στίχου, της πρώτης εντύπωσης που τείνει να κυριαρχήσει στα επόμενα. Αυτός ο πρώτος στίχος συσσωρεύει και ολόκληρη την «έμπνευση». Σπάνιοι και δακτυλοδεικτούμενοι είναι οι ποιητές που τους έρχεται ένας στίχος ως «ποιητική ιδέα» και σκέφτονται να τον ενσωματώσουν μέσα στον ιστό της συνολικής ποιητικής κατασκευής τους.Συνήθως μπαίνει στην αρχή.Στο σώμα του ποιήματος υπάρχουν συνήθως επεξηγήσεις του πρώτου στίχου (κατά τον τσάμικο χορό, όπου ο πρώτος ίπταται φαντασμαγορικά ενώ ο αμήχανος δεύτερος κρατάει το μαντήλι κι έχει τον νού του μήπως ο πρώτος σκάσει σαν καρπούζι) ενώ ακολουθούν περιγραφές και επεξηγήσεις.Τα ποιήματα που στον δεύτερο στίχο συμπληρώνουν και επεξηγούν τα νοήματα του πρώτου, στατιστικά είναι πάμπολλα, σε αριθμό που θα μπορούσε να αποτελέσει αξίωμα.Οι περιγραφές και οι επεξηγήσεις έχουν είτε την μορφή παρατακτικού καταλόγου (συνήθως περιγραφές μικρών ενόχων συνηθειών, κυρίως καπνίσματος, αλλά και απαριθμήσεις μελών του σώματος, αισθημάτων ) είτε ανακυκλώνουν το πάγιο αίτημα παραγωγής του ποιήματος που συνοπτικά περιλαμβάνεται στην φράση «μα γιατί δεν με αγαπάτε;».Τέλος, αναλόγως της αξιωσύνης και της κλεπταποδοχής, το φινάλε διαθέτει υψηλότερο γλωσσικό φρόνημα, ενίοτε ξαφνιάζει,συχνότατα είναι ατυχές.

Γνώριζα και γνωρίζω αυτόν τον ιστό.Αυτό δεν πάει να πεί ότι ο γνώστης είναι και σώστης. Συχνότατα που συνέβη να πραγματοποιήσω ακριβώς αυτό που έτρεμα μήπως πραγματοποιηθεί, όχι ακριβώς ως υποτελής μιάς realpolitik ,αλλά ως μαγεμένος επόπτης μιάς εξομοίωσης.Το έχουμε βιώσει όλοι. Είμαστε εξαρχής αντίθετοι με μία κατάσταση, κι όταν οι συντυχίες μας φέρνουν μέσα της,την υπηρετούμε.Όσο πιό ανασφαλείς είμαστε, τόσο απομακρυνόμαστε από τα όποια πρότυπά μας. Γιά έναν άνθρωπο που του ήταν αδύνατο να πιστοποιήσει ,με εσωτερικά κριτήρια ή από έξωθεν καλή μαρτυρία την ποιητικότητά του, προείχε να πλάσει στίχους που κατ΄άρχήν έμοιαζαν με όλων τους άλλων.
Το μόνο που προσκόμισα εις την τέχνηνεκείνη την εποχή, ήταν μερικές εμμονές,που θα περιγράψω αργότερα.Γιατί οι δικές μου εμμονές δεν ήταν ,όπως συνέβαινε σε μερικούς πρωτοκλασάτους, αντικείμενο προς επεξεργασία. Στο δικό μου μυαλό δεν υπάρχει ευστροφία, αναγωγή σε πρότυπα, τάση προς συμβολισμό και παρόμοια. Εγώ δε λειτουργώ με μνήμη, λειτουργώ με σκάνερ, με ανιχνευτή.Ίσως εξαιτίας της τρομώδους λειτουργίας των λοβών μου, πρώτα θυμάμαικαι έπειτα λειτουργώ.Δεν σκέφτομαι. Θυμάμαι,ανακαλώ στη μνήμη.Διότι οτιδήποτε έχω αποθηκεύσει, είναι  εικόνα, συγκεκριμένη και ορισμένη.Αυτό είναι μοναδικό κίνητρο μνήμης,επιτρέπει την διαγώνια ανάγνωση, επιτρέπει την αποθήκευση τεραστίων ποσοτήτων εικαστικής μνήμης, αυξάνει την παρατηρητικότητα κι επιπλέον βοηθά τους συνειρμούς,αλλά είναι άκρως ακατάλληλο όργανο γιά πρωτογενή παραγωγή σκεπτικού, αλλά και γνωστικού υλικού.
Έστω ότι επιθυμώ να μιλήσω γιά το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη «Πέτρος».Προκειμένου να μιλήσω γι΄αυτό, πρέπει να το θυμηθώ.Το πρωτοδιάβασα στα Συμπληρώματα στην Ανθολογία του  Ηρακλή Αποστολίδη.Καλοκαίρι 1964.Αμέσως θυμάμαι τμήμα από τον πρόλογο: «Έναν στίχο!έναν στίχο!». Θυμάμαι τι του έσουρναν επειδή τεμάχιζε τα ποιήματα, κόβοντάς τα με αγκύλες,ακόμη και έναν στίχο σε μία αράδα τον έκοβε με μία ή δύο αγκύλες.Ο Πέτροςαναπαύεται σε μία σελίδα αριστερή,προς το κέντρο ,ελαφρά προς τα επάνω.Το έχω φωτογραφίσει στο μυαλό μου. Δέν είναι δυνατόν να ανακαλέσω τον στίχο κι ο μενεξές μεταμορφώθη σε κηδεία, εάν δεν δώ ολόκληρο το ποίημα και να ζουμάρω αναλόγως: τέλος πρώτης στροφής.Δεν υπάρχει μέσα μου η λέξη κηδείαμε διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία από του Συμπληρώματος στην Ανθολογία.Ακολουθούν πάντοτε,όλα τα σχετικά αρχεία,που τα ανοίγω ή όχι, αλλά πάντοτε τα ανακαλώ.Η μανία μου του 1966 με τα Νέα Ελληνικά,το περιοδικό του Ρένου, η πρώτη συνάντηση που είχα μαζί του στον Κάκτοτου Χατζόπουλου, ένα ποίημα οπου τον μνημονεύω, γραμμένο πρωί της 21ης Απριλίου 1967, μιά ανταλλαγή απόψεων που είχα με ένα εγγόνι του Ηρακλή, αργότερα. Όλες οι πληροφορίες προστίθενται, καμία δεν αυτοκαταργείται, δεν θέλω να καταργήσω καμία, δημιουργείται ένας τύλος από μπερδεμένα θέματα που δεν μου δημιουργούν άλλη αίσθηση πάρεξ μία και μοναδική: να πεθάνω να τελειώνουμε.Μαζί, όλα τα γειτονικά αρχεία: Ο Άγιος Πέτρος, ο Πέτρος του Κβό Βάντις και του Χιτώνος,ο θείος μου ο Πέτρος, ο Πέτρος Σαλίβερος που κάναμε παρέα στην Αγγλία, ο Μέγας Πέτρος (με επίμονο τον αστερίσκο μέσα μου: είναι σφάλμα η έκφραση Αγία Πετρούπολη,το σωστό, άν και πανάσχημο,είναι Αγιοπετρούπολη, η πόλη του Αγίου Πέτρου), όλοι οι Πήτερ, γνωστοί και άγνωστοι, ο Πήτερ Πάν,και μετά από κάποιο μπέρδεμα ,peepshows,ματάκηδες διάφοροι, εικόνες από φίλμς, εικόνες από Ολλανδία, Παρίσι, ο Γκούντμαν να τραγουδάει ξέχειλος με τζήν σε μιά πασαρέλα με ξέκωλα του Σικάγο στους BluesBrothers,εκδοχή του 2000.
Δηλαδή ,γιά να μείνω ρομαντικά και χαλαρά πάνω σε έναν ξένο στίχο,αναγκάζομαι να βγάλω από το  μυαλό μου ολόκληρη αυτήν την μπερδεμένη μεσηνέζα, που μου θυμίζει έντονα την εικονογράφηση μιάς τούφας με τρίχες που βγάζει κάποιος από έναν υπόνομο σε μία περίληψη του εγκλήματος της οδού Μόργκπου πρωτοδιάβασα σε μία Εκλογήτης Ελένης Βλάχου,κάποτε βαθειά στα φίφτις.Η εικόνα νομίζω στα δεξιά επάνω της σελίδας.Κι όταν σκέφτομαι Πετρούπολη, δεν υπάρχει Ερμιτάζ στις εικόνες μου αλλά το σήμα της Thamesproductions.
Kάθε σελίδα που έχω διαβάσει, κάθε φιλί που μου έχουν δώσει (διότι αυτά που έδωσα δέν τα αποθηκεύω) βρίσκεται μέσα σε τέτοιο κουβάρι.Είναι κουβάρι εάν δοκιμάσεις να το περιγράψεις.Εάν το δείς ως μιά φωτογραφία δεν είναι παρά μιά εικόνα από την οποία προσέχεις μόνον αυτό που σε ενδιαφέρει. Και έτσι ακριβώς λειτουργώ.Έχω διαβάσει βιπεράκι διακοσίων σελίδων και το έχω καταλάβει πλήρως σε πενήντα λεπτά.Αστυνομικό, εννοείται.Κοιτάζω τώρα στα στατιστικά αυτού του κειμένου που γράφω στο Word.Έχω ήδη χτυπήσει 69137 φορές τα πλήκτρα,έχω ήδη γράψει 9940 λέξεις, κι έχω σταθεί πάνω στο κείμενο συνολικά  έξη ώρες μέσα σε δύο μέρες.Επειδή δεν χτυπάω λέξεις, δεν σκέφτομαι τίποτε, απλώς νετάρω σε εκατοντάδες φανταστικές φωτογραφίες που αναδύονται από τον εγκέφαλο και τις σχολιάζω,ούτε κάν με λόγια.Με την εντύπωση.
Σε αυτήν την διαδικασία δεν παίζει ρόλο η εκτέλεση του έργου, αλλά το φόρτωμα κάθε εικόνας.Κι αυτό παίρνει αφόρητα πολύ χρόνο.Το κείμενο αυτό ήθελα να είμαι σε θέση να το γράψω μόλις τέσσερις μήνες μετά που ξεκίνησα την ποιητική μου οδόκαι έχω, ευτυχώς ,την απόδειξη: μερικές χειρόγραφες σελίδες,όταν είχα γράψει μόλις 13 ποιήματα,τον Οκτώβριο του 1962 κι όμως ήδη τα έχω σχολιάσει, με κριτικές παρατηρήσεις, έχω συντάξει ευρετήριο λέξεων και πίνακα λέξεων κάθε ποιήματος.Μακράν εμού οι υπόλοιπες φιλοδοξίες. Πρόκειται,εικάζω ,γιά μιά παρανοϊκή και στρεβλή αντιμετώπιση του θανάτου. Αγαπήστε με ζωντανό.Εάν αυτό δε γίνεται, μη μ΄αφήνετε να πεθάνω. Εάν ούτε αυτό δε γίνεται,να με θυμάστε.
Αυτό κράτησε πολύ,αλλά όχι αρκετά.Έπρεπε να περάσω στην άλλη όχθη.


Το άλλοθι της τρέλας


Παντοδύναμος από έρωτα και πάθη,δεν ξέρω πως συνέβη και έγραψα ένα ποίημα, Νοέμβριο του 1978 στο Γιόρκ, που παραδόξως προσέγγισε αγνώστους μεταξύ τους ανθρώπους και μετά από δεκάξη χρόνια προσπάθειες, είχα επιτέλους την αίσθηση ότι πλησίαζα κάποιο λιμάνι, εάν όχι βέβαια την διάσημη Ιθάκη ή τα περιώνυμα Κύθηρα, τουλάχιστον την μικρή σκάλα στις Μαριές της Θάσου.Ήταν το ποίημα Ωδή στα πουλιά.

Σκάστε πουλιά, η αγάπη μου κοιμάται
σ΄ένα στρώμα βαρύ από υγρασία
το παράθυρο δεν κλείνει,η πόρτα μάγκωσε
και σύ δε με θυμάσαι πιά.

Θά΄ρθει καιρός σε κάποια ταβέρνα
που θα μεθύσουμε πάλι μαζί
Θα νοιώσω τότε στενόν τον καβάλο
και τον θάνατο να σ΄άγγίζει

γλυκά.Μα εσύ δε με θυμάσαι πιά
οργιάζοντας κάπου στο προσκέφαλο
ενώ αγωνίζομαι να κοιμηθώ
μέσα στο στόμα μιάς άλλης κυράς.

Έι, θά΄ναι όμορφα τέτοιες μέρες
στη δυτική Χαλκιδική. Σκάστε πουλιά,
η,πως τη λένε, ροχαλίζει απάνθρωπα
και να δακρύσω δεν μπορώ.

Τέλεια.Το ποίημα αυτό μελοποιήθηκε τουλάχιστον πέντε φορές, έγινε (η έκφραση Σκάστε πουλιά)υπό ειδικές συνθήκες παροιμιώδης,μου προσέφερε θαυμασίους επαίνους και εσύ το πρόσεξες και μου χαμογέλασες.Γιά μένα ήταν ολόκληρο μιά σπουδή ανάμεσα στην κόντρα του τίτλου με τον πρώτο στίχο.Αλλά γιά πολλούς, ο υπομνηματισμός, κρυπτικά λάγνος, μιάς πασιφανώς δύσκολης φάσης μιάς κοινής ζωής, τους επέτρεπε να συμμετέχουν στο συμπόσιο χωρίς πολλές βαρυστομαχιές.
Η πραγματική διήγηση,από έναν πεζογράφο πλέον,δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον.Εκείνον τον καιρό αγαπούσα μιά κυρία, συμβίωνα με μία άλλη και προσπαθούσα να χωρίσω με μία τρίτη κυρία.Μία συγκεκριμένη ημέρα ,με παράτησαν εν χορώ.Με αγανάκτηση και έκρηξη θυμού η συμβία, με επιστολή απαλλακτική η ηγερία,με επιστολή καταπελτική η νυμφία.Πήγα-ήρθα τρείς  μέρες μεταξύ Παρισίων, Λονδίνου και Χίτσιν(ενός ασήμου χωριδίου έξω από το Λιούτον) προσπαθώντας να γλυκάνω μορφές, να εξηγήσω τα ανεξήγητα.Οι προσπάθειές μου απέτυχαν και κατάκοπος έφτασα βραδάκι στο Γιόρκ, όπου η πρώτη μου είχε κάνει την κατοικία θερινή,η δεύτερη με είχε κάνει ρόμπα στους φίλους μου των Αθηνών, ενώ η τρίτη με είχε κανονικά χαντακώσει στη Θεσσαλονίκεια γενέτειρα.Εγώ είχα δηλώσει απιστία, μιά κατηγορία που έκτοτε με συνοδεύει.Κανονικά, ήταν περίπτωση όπου δεν γράφεις. Απαγορεύεται.Απλώς στραγγίζεις ό,τι δυνατό ποτό κυκλοφορεί, διαλέγεις ένα ποταμάκι έξω από το Σέλμπι και βουτάς με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα,αλλά ήμουν ποιητής και αήθης,χαιρόμουν όταν οι έφηβοι συνάδελφοι με χαρακτήριζαν αμοραλιστή.Κάθησα στην γραφομηχανή και διεκτραγώδησα τα πουλιά.Κανένας δεν κοιμόταν πουθενά κοντα μου.Δεν υπήρχε πραγματικότητα να διηγηθώ ,επομένως την ύμνησα.Ήταν ακριβώς ένα ποίημα κατασκευασμένο από στοιχεία της περιόδου πρίν εκείνες με πάρουνε χαμπάρι.Δραπετεύοντας από την ζωή, υπήρχε γύρω μου καθαρός και στρωμένος λειμών λέξεων. Τον επισκέφθηκα και έδρεψα τους σχετικούς ναρκίσσους.
Στον ύπνο επάνω, μου εξήγησες γιατί ήμουν πλέον κατά τη γνώμη σου ποιητής ενός αστέρος.Επειδή πρώτη φορά ξέχασα την αδέκαστη Ιστορία και μυθολόγησα από τα ίδια στοιχεία, μπολιάζοντας με κόνδυλο δαμασκηνιάς μιά μηλίτσα στα μήλα φορτωμένη.Οι άνθρωποι δεν βρίσκονται μέσα στην ποίηση. Η ποίηση είναι απάνθρωπη.Μερικές φορές, ακούγοντας τον φίλο μου τον Μπίλη, που είναι ο πιό αυστηρός κριτής του έργου μου, να φρυάζει ενάντια στον τρόπο των ποιητών, να ξεφτελίζουν και να διασύρουν τους ανθρώπους, μη σεβόμενοι φιλία και με πλήρη κλινική αγένεια,τον θεωρώ υπερβολικό, αλλά στο βάθος παραδέχομαι ότι έχει δίκιο.Όταν οργανώνεις όλα τα μπούνκερ και τα χαρακώματα του ντουνιά, όταν προσκομίζεις τόνους υπερίτη, όταν ναρκοθετείς περιφέρειες και νομούς με νάρκες χωρίς διάγραμμα σε χάρτη, δεν πρέπει να κάνεις τον λυπημένο όταν στο πεδίο που εσύ έστησες συμβαίνουν πόλεμοι,μάχες και φρικτές απώλειες. Οι άνθρωποι δεν θέλουν πολύ κοντά τους την ποίηση, επειδή δικαίως την φοβούνται.Δεν υπάρχει άλλη κατευθείαν γραμμή και επαφή με τον Λόγο.Πουθενά. Στην εκπαίδευση, οι ακκισμοί των διδασκάλων, μόνο  με τους ακκισμούς των μαθητών τους μπορούν να συγκριθούν. Στην πεζογραφία, οι αναγνώστες αρχίζουν και τελειώνουν το βιβλίο τους ευχαριστημένοι ή προβληματισμένοι, αλλά σίγουρα ζωντανοί. Μόνον η ανάγνωση ή η απαγγελία ενός ποιήματος ενδέχεται να σου αλλάξει τον βίο ή να σου προσφέρει ένα εγκεφαλικό.Φαίνεται τόσο παιδική ,τόσο εύθραυστη και αθώα που την προσεγγίζεις καλοκάγαθος και αμέριμνος,με μόνη πιθανή αγωνία σου μήπως σου διασπάσει την προσοχή κάποιος αφοσιωμένος στον κιθαρισμό ή στον αρπισμό του.(Η συνοδεία απαλής μουσικής στην απαγγελία είναι απαράδεκτη, αλλά και σωτήρια πολλών χαμένων περιπτώσεων).Ακριβώς, ο ποιητής λειτουργεί ως μύστης. Μη τρομάζετε, αναγνώστες της παρούσας επιμέτρησης προς φύλακα άγγελο.Και ο αλκοολικός παπάς, ιερουργεί και μεθίσταται την ώρα της θείας Ευχαριστίας.Λοιπόν κάθε σαχλοκούδουνο που στιχουργεί, έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να δεί τους επτά ουρανούς από εσάς που είστε γνώστες και πλάστες.
Χωρίς ανθρώπους λοιπόν, χωρίς επαφή με τα πράγματα, τι είδους τρέλα διαρρέει τον ποιητή; επειδή δεν υπάρχει πουθενά στον πλανήτη κανένας, μα κανένας ,ολομόναχος, απομονωμένος άνθρωπος που να είναι ταυτοχρόνως τρελός. Η όποια τρέλα υπάρχει μόνον συνεγγίζουσα την όποια λογική.Αλλά βέβαια, μία κοινωνία που θεωρεί κλέφτη όποιον δεν είναι ιδιοκτήτης και διαπλεκόμενο τον αχυράνθρωπο, είναι φυσικό να εμπιστεύεται ως λογικούς ,ελλόγους και εχέφρονες όλους τους παρανοϊκούς, τους καταθλιπτικούς και τους υποκριτές ενώ καταρρακώνει ως τρελούς τους αμύντορες της παιδικότητας.Τα παιδάκια είναι απλώς βίαια πλάσματα.
Εκείνην την εποχή, άγγελέ μου, σου επεσήμανα το μείζον πρόβλημα του ποιητή.Την μοναξιά.Είναι τρομερό να διατείνεσαι ότι γράφεις γιά τους άλλους, γιά το συρτάρι σου, γιά το κόμμα σου, γιά τον θεό σου και εντούτοις να μή εισπράττεις μήτε την ηχώ από την φωνή σου.Κι αυτό γίνεται προφανές όταν συναντιούνται ποιητές.Εάν δεν πρόκειται περί αλαφροϊσκιωτων, είναι στα σίγουρα βωβοί χαρακτήρες, κομπαρσοι των εαυτών τους.Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι δεν έχω ακούσει μήτε μία συζήτηση της προκοπής γιά ζητήματα της δουλειάς, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο ανάμεσα στους ηθοποιούς, στους σκηνοθέτες και στους ζωγράφους.(Το σκηνοθέτεςμάλλον πρέπει να το πάρω πίσω,επειδή δεν συνάντησα δύο σκηνοθέτες στην ίδια παρέα).Ποτέ δηλαδή δεν άκουσα να λέγεται μεταξύ ποιητών χτές με παίδεψε η λέξη αυτοκίνητο, σε ένα ημιστίχιο και είδα κι έπαθα να γλυτώσω το τρακάρισμα.Μη τα συζητάς,να απαντά κάποιος άλλος. Δέκα μέρες δεν μπορώ να εντάξω το καρμπιρατέρ που με ενέπνευσε στο λυρικό δωδεκάστιχο που ετοιμάζω.Θέτω επίτηδες εξωγήινα παραδείγματα.Απεναντίας,τα μπαράκια και οι λόχμες είναι κατάφορτα από ημιμεθυσμένους που στιχουργούν πάνω σε χαρτοπετσέτες.Είναι που η ποίηση δεν είναι δρόμος επικοινωνίας και καταλλαγής, αλλά πύρ και νερό ανακατεμένα με όξος και χολή.Αυτά που φαίνονται επικοινωνιακά τερτίπια διά στίχων, είναι στην ουσία μεταγραφές από την τέχνη της ρητορικής,που ομοιάζει με την ποίηση μόνον στο ολιγόλεξον του συνθήματος και στην χαρακτηριστική ρυθμική του αγωγή.Αλλά δεν διαχειριζόμαστε τόσο αναλυτική γλώσσα που να διακρίνει τον μουσικό ρυθμό από τον ποιητικό ρυθμό, ίσως και από τον αρχιτεκτονικό ρυθμό.Τα περισσότερα φιλολογικά σχόλια πάνω στην ποίηση μου θυμίζουν εντόνως δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, ανάλογο με το αρχαιολογικό ρεπορτάζ με το οποίο είναι κατάφορτα τα σχετικά άρθρα: ο άγιος ίσταται ολομέτωπος,με την δεξιά προς ανίσχοντα ήλιον, ενώ οι πτυχώσεις του χιτώνος του παραπέμπουν σε ανάλογες παραστάσεις του νάρθηκος της Μπρετεβνίτσας,που έχουν αποδοθεί σε καλό εργαστήριο του δεκάτου τρίτου αιώνος.Έτσι και τα σχόλια περί ποιήσεως, εξειδικεύονται στο τί θέλει να μας πεί ο ποιητής, εάν το έχει πεί, γιατί δεν το έχει πεί και τί αισθανόμεθα που δεν θα το πεί.
Οι ποιητές μορφάζουν, δεν εξηγούν. Όπως ένα κτίσμα, που αποκτά την ερμηνεία του εν τη διαχρονία και όχι επειδή ο αρχιτέκτονάς του διαθέτει απόψεις και μέσα να τις εκφράσει. Ο αρχιτέκτων χορεύει.Δηλαδή μετέχει ενός χορού.Δουλειά του είναι να μετατρέψει το χορικό σε στάσιμο,ώστε οι στήκοντες να απολαύσουν την δική τους ακινησία.Είναι κρίμα που δεν ονομάζονται διαφορετικά στα ελληνικά, ώστε να καταλάβουν και οι ίδιοι ότι η λειτουργία τους δεν έχει καμία σχέση με το ποιείν.Ο Αγγλοσάξων poet ,είναι poetκαι δεν μπερδεύει την poetryμε την ποίηση, την μεταποίηση, την προσποίηση, την περιποίηση. Θεωρεί ότι βαφτίστηκε poetχάρη σε κάποια ελληνορωμαϊκή λεκτική πρόσχωση που τον αποφορτίζει.Εάν ο  ποιητής στα ελληνικά λεγόταν σμίνθωψ,δηλαδή δεν υπήρχε μεταφράσιμη ετυμολογία της λέξης, θα υπήρχαν άλλα ποιήματα  στην γλώσσα μας και οισμίνθοπες θα εκτιμούσαν διαφορετικά τις λέξεις τους.Αυτά αρκούν.

Hζωή  και το έργο ενός σμίνθοπος

Η επόμενη οκταετία, άγγελέ μου,έως το 1986 (οπότε και επέπεσε επί των οφρύων μου παραγγελιοδόχος φάση και όλα γύρισαν αλλού) ήταν μία ελευθέρα σουρεαλισμου περίοδος.Δημοσίευσα τα περισσότερα δυνατά ποιήματα,μετείχα σε πολλές δημόσιες απαγγελίες,στιχούργησα και ίδρυσα δυνατό συρτάρι.Μετά το Προσπέκτους,ήρθε το Στην αγκαλιά της Ντεζιρέ,δημοσιεύσεις στον Χάρτη,συνεργασία με συνθέτες.Στο μεγαλύτερο διάστημα αυτής της περιόδου ήμουν και υπάλληλος της αρχαιολογικής υπηρεσίας.Στις δύο ποιητικές συλλογές  έγραψε οπισθόφυλλα ο ακριβός μου Γιάννης Πάνου που πλέον μετέχει στην κοινωνία των ουρανών.
Τεχνικά, με απασχολούσε μόνον το ζήτημα του πληθυντικούκαι της συμβολικής μετωνυμίας.Οι παλαιοί ποιητικοί ήρωες με δυσκολία μπορούσαν να επιβληθούν στον άκρατο αρνητισμό μου.Ανακάλυψα την μετριότητα, και δεν είχα καμία διάθεση να την αποκρύψω.Ο πληθυντικός  ως ενεργό ρητορικό μέσο προσέλκυσης της προσοχής,ή ως αναιτίως γενικευτικό πρόγραμμα,μου δημιουργούσε φρίκη. Η γραμματολογία είναι κατάφορτη από στίχους του στύλ «είμαστε μόνοι μπροστά στις εικόνες σου» εννοώντας «είμαι μόνος μπροστά στην εικόνα σου» (πληθυντικός μεγαλοπρεπείας και συνενοχής) ή ακόμη υπονοώντας «είμαι μόνος κρατώντας μιά φωτογραφία σου» ,δηλαδή στο βάθος «σε είδα στη φωτογραφία και σε θυμήθηκα» (μετάθεση τετριμμένου λεκτικού φορτίου στην χώρα των συμβόλων). Αυτός  ο ποιητικός τρόπος,ακμάζει από τον μεσοπόλεμο και εφεξής,κυριαρχεί στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, διότι οι απλοί,ατάλαντοι ποιητές θέλουν να αισθάνονται διαφορετικοί και μανιάζουν ή ντρέπονται όποτε ανακαλύπτουν πως θέλουν από τους ανθρώπους τα ίδια πράγματα με τον εμπορευόμενο εξάδελφό τους.Θαρρείς και η ποίηση αποτελεί διαδικασία επιλογής προσωπικού.Έτσι, έφτασα να γράψω, πτωχαλαζών,προ εικοσαετίας, ότι ο στίχος «ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά» ,γιά μένα ερμηνεύεται «η δεξίωσή μας είναι βαρετή, όλο γρηές».Η νοοτροπία αυτή δεν οφείλεται σε κάποια αριστερή συνείδηση ενός τσαντίλα που δεν γουστάρει την μεγαλοαστική ποίηση, αλλά από την τεκμηριωμένη αντίληψη ότι ο υπογράφων διαθέτει λεκτικό φορτίο κατάλληλο γιά ηλεκτροτεχνίτες και σπεκουλαδόρους προκειμένου να στιχουργήσει. Συμβολική μετωνυμία.Η άλλη ασθένεια που με κατέθλιβε.Δεν αγαπώ τις λέξεις επί τη βάσει κάποιας αισθητικής, αλλά επειδή τις ανακάλυψα αργά, και αποφάσισα (με πόνο ψυχής, είναι αλήθεια) ότι δεν θα με απασχολούσε η ζωγραφική. Επομένως, όλες οι λέξεις του ντουνιά είναι προσιτές στην εσθλαβωμένη μου έμπνευση.Γιά έναν προσήλυτο της ελληνικής παιδείας, το ότι εκφέρει, όπως εκφέρει τα ελληνικά του, είναι ήδη μεγάλη επιτυχία και ενδεχομένως δόξα. Πολλές φορές, εκφραζόμενος εν θερμώ, πάγωνα κάπως την παραφορά μου, διότι φοβόμουνα πως θα συνέχιζα στα ρώσικα ή στα γερμανικά.Και μιλάμε γιά γλώσσες που αγνοώ. Αυτή η διολίσθηση σε ακατάστατο γλωσσικό αισθητήριο εξάλλου, με οδήγησε ,σε κάποια τηλεοπτική ερώτηση περί έμπνευσης, να χαριτολογήσω (αναφέροντάς σε γιά πρώτη φορά)

Επί πολλά χρόνια έγραφα γιά να ευχαριστήσω τον Μαρωνίτη, τον Σαββίδη και άλλους ανθρώπους που εκτιμούσα.Μετά,άρχισα να ακούω τις προτροπές του αγγέλου μου. Ο άγγελός μου υπαγόρευε τα πάντα, αλλά δεν καταλάβαινα γρύ, επειδή μου τα έλεγε στα γερμανικά,μιά γλώσα που αγνοώ.Σήμερα είμαι ευτυχής. Γράφω γιά διαφορετικούς λόγους, αλλά κυρίως, καταλαβαίνω απολύτως τι μου λέει ο άγγελος. Διότι εντέλει, έμαθα εγώ γερμανικά στον άγγελό μου.

Έχοντας ως όπλο τον κυνισμό (αξία στην οποία πιστεύω αμεταθέτως), έπειθα άνευ λόγου, τους ομότεχνους και τους κριτικούς ότι κυνοπρακτώδιότι είμαι φοβερά ευαίσθητος.Τους διαβεβαίωνα και μάλιστα εγγράφως, ότι είμαι αμοραλιστής και αήθης.Μάταιος κόπος. Θεωρούσαν ότι χαϊδεύομαι.Αυτή η αντίθεση εντέλει μετετράπη σε ανοησία εκ μέρους μου, επειδή τις προάλλες, εκφωνώντας ένα κυνικό λογύδριο σε μία άκρως συγκινημένη συντροφία (γιά να την καταψύξω και να την φέρω στα συγκαλά της) φεύγοντας μ έπιασε καρδιωγμός και έντονο μούδιασμα στο αριστερό χέρι. Δηλαδή η καρδιά μου πεταριζει κανονικώτατα και δεν αποτελώ την γήινη μετεμψύχωση κάποιου παχυδέρμου.Αλλά τώρα, χωρίς τα δώρα της ποίησης, δεν παίζει και κάποιον ρόλο η νέα μου λειτουργία, ως μεσοκόπου συναισθηματία.Στο διάστημα που λειτουργούσα ως ποιητής, είχα ως πρότυπο κάθε Αλάριχο της ιστορίας.
Γιά όλα αυτά δεν μετανοώ,εκτός από ένα χαρακτηριστικό σύνδρομο που αείποτε ελάτρευα, πλήν οψέποτε απεδείχθη έωλο: το κυνήγι του τελευταίου τρένου.Ήμουν ένας μανιακός της πρωτοπορίας,της τελευταίας λέξης της μόδας, του τελευταίου μοντέλου οιουδήποτε μηχανήματος.Ο στόχος ήταν πάντοτε απλός και στρωτός. Ήθελα να αφήνω αξέχαστες εντυπώσεις, θετικές εάν ήταν δυνατόν, αλλά και με τις αρνητικές δεν είχα πρόβλημα.Όταν στη θέση των φίλων μου απόμεινε το εκτύπωμα του παρελθόντος τους, ήταν πολύ αργά γιά να αλλάξω την εικόνα. Έχασα πολλές πολύτιμες ημέρες ψάχνοντας και προκαλώντας τον κατάλληλο σκανδαλισμό.
Στο βάθος, το μόνο που με συγκινούσε ήταν να πλάθω ποιήματα από τριμμένα ρήματα.Λέξεις που δεν είχαν προσημανθεί ως υλικό κατάλληλο γιά λυρισμό και μυσταγωγίες.Χωρίς ουσιαστικά και ρήματα με αόριστο ή γενικό περιεχόμενο. Εναντίον της λέξης «υπόσταση», της λέξης «υπέρβαση». Η ποιητική φλόγα να με φώτιζε όχι από δάδες και πανθεϊστικά κάτοπτρα, όχι από μεταλαμπαδεύσεις και ιερούς βωμούς, αλλά από τα σπασμένα γιαλιά σε σκουπιδότοπο.Να μύριζε δηλαδή.Βενζίνη γιά καθάρισμα πέτου,βενζίνη αναπτήρα, καμμένα λάδια αυτοκινήτου, όχι λεβάντα, δυόσμο και βασιλικό, όχι φουζέρ και Ένβιτης Γκούτσι.Και βέβαια, με κανένα τρόπο να μή θύμιζε ζυμωτό ψωμί,αναμμένο τζάκι σε ορεινό καταφύγιο,βελέντζες όπου απιθώνεις μιάν εξαίσια ερωμένη και την ελαφρώνεις από όλα τα επώνυμα ρουχαλάκια των μπουτίκ.Βεβαίως ονειρευόμουνα την συγγραφή, όπως την έχουμε ζηλέψει από τα σχετικά φιλμάκια.Ο αρρενωπός και συνάμα τρυφερός Μπόμπ, κατοικεί σε ένα σαλέ μέσα στα δασωμένα βουνά και όποτε του λείψουνε τα ξύλα, ανεβαίνει στο τετρακίνητο και κόβει με το αλυσσοπρίονο τους καλύτερους μεσέδες και τις οξυές της περιοχής.Μέσα στο χιόνι. Επιστρέφοντας,παλεύει και με κανα δυό λύκους, νά΄χει έμπνευση, ενώ μέσα στο γραφείο του μοσχοβολάει καφές από τους πρόποδες του Κιλιμάντζαρο, μεταφύτευση από κολομβιανές ύφυγρες φυτείες. Χαρούμενος, ανοίγει το λάπτοπ και γράφει.Μετά, στέλνει την παραγωγή στην εκδότρια, που είναι νέα, οξυνούστατη, πανέμορφη,αγχωμένη ,αλλά μόνον στην σπάνια αγκαλιά του γνωρίζει εκείνους τους οργασμούς που την κρατάνε περίκλειστη όλο το υπόλοιπο διάστημα στην κάψα του Σάν Ντιέγκο ή της Κυψέλης.
Αντί γι΄αυτά τα εξωστρεφή, είχα μπροστά μου το προφανές: συνελάμβανα πολύ εύκολα, από τον πολτό του σήμερα, εκείνα τα θέματα που μπορούσαν να συσταλούν σε στίχους ή να διασταλούν ως νοβέλλαι.Στην μέση της πρότασης που κατέγραφα, με πλημμύριζε η αίσθηση και μετά η πραγμάτωση της επόμενης πρότασης.Φύλαγα πάντοτε μιά καλή κατακλείδα του κειμένου.Αλλά βέβαια, η ποίηση που μου αντιχάρισες, ήταν μιά μήτρα που απέβαλε πάν ό,τι πεζολογικό.Μόλις στρωνόμουνα να γράψω ένα διήγημα ή κάποιο σχόλιο, σταματούσα στην πρώτη του γραμμή, μόλις δεν περιείχε ικανή ποσότητα ποιητικής ιδέας.Εάν την περιείχε, μετέτρεπα αυθωρεί το πεζό σε ποίημα.Αυτό είχε δύο συνέπειες.Τα πρώτα μου πεζά έχουν μέσα τους μιά «ποιητική» κατασκευή, ενώ όλα μου τα ποιήματα έχουν έντονο φλέρτ με τον υποτομέα «υπομνήματα» της πεζογραφίας.Αλλά με έσωζε το nonfinitoκαι διατήρησα το επίτιτλον του ποιητή μερικά χρονάκια ακόμη.
Ποιητής, ποιητής!σύμφωνοι, σμίνθωψ.Μιά μέρα πήρα ένα κάρβουνο και σε ζωγράφισα σε στρατσόχαρτο. Ολόγυμνον, με φτερά αρπακτικού, με τρελαμένο βλέμμα και χαμόγελο σιγουριάς.Δεν πρόλαβα να τελειώσω και γέμισε ο δυτικός κόσμος παίδαρους που τους είχαν φυτρώσει φτερά πίσω από τα σακάκια τους.Σκηνοθέτες πήραν το εύρημα και το ξεφτέλισαν.Δεν ξέρω τι συνδικαλιστικό μεταξύ αγγέλων παίχτηκε εκείνο το διάστημα, αλλά ήταν εξίσου αξιοθρήνητο με τα αποτελέσματα.Πολύ αργά κατάλαβα την κατασκευή σου. Φυσικά και δεν είσαι ανθρωποειδές ή ανθρώπινος που απλώς φυτρώνουνε τα πούπουλα της ωμοπλάτης.Είσαι άσαρκος,όχι άυλος, ιπτάμενος, όχι πτερωτός,με δεξιότητες, όχι με αισθήσεις. Κυρίως είσαι όν που σκέφτεται χωρίς να γνωρίζει αλφαβήτες.Μιά μέρα,αφού κατάλαβα την φύση σου, μου έδειξες πώς κινείσαι,οδηγώντας ένα όνειρο.Μπορείς να κινηθείς όσο γρήγορα χρειάζεται (κι όχι όσο θέλεις) αλλά και να ακινητήσεις αυτομάτως σε οποιοδήποτε σημείο της γήινης στερεομετρίας, χωρίς να υπακούς σε νόμους ολίσθησης ,άνωσης ή βαρύτητας.Πολλώ δε μάλλον αδρανείας.Επομένως, οι οπτικές σου γωνίες είναι μεν  τρέχουσες, αλλά ταυτόχρονα και παράξενες. Όπως ακριβώς και η οπτική της ποίησης.

Η φυλλοροή


Από το 1986, πέρασαν δεκατρία χρόνια ώσπου κατέθεσα την εντολή του ποιητή.Έζησα παράδοξες στιγμές, πολυκύμαντες, μετείχα σε μία κινηματογραφική ταινία, έπαιξα στο θέατρο,έκανα μεταφράσεις,ραδιόφωνο, τηλεόραση,τύπωσα βιβλία, έδωσα πάμπολλες διαλέξεις, αποσύρθηκα,ταξίδεψα,διαχειρίστηκα γεγονότα,αλλά κυρίως πλημμύρισα από την πεζή πρόταση.Ήταν κάπως σαν υπόγειο νερό που γεμίζει ένα κατώι.Ανίκητο.
Η κατασκευή της πεζογραφίας απαιτεί πάνω απ όλα την πλήρη απουσία αγγέλων από το ύπερθεν στερέωμα. Τους χρειάζεται ως Καβείρους, υπό το έδαφος.Είναι χθονία δύναμη, είναι νερό.Κάθομαι τώρα και μετράω.
Αρχείον της δεκαετίας του 60.Είκοσι εκατοστά πλάτος εν συνόλω.Του εβδομήντα,πενήντα εκατοστά,αλλά μαζί και πολλά σκίτσα. Του ογδόντα ένα μέτρο,αλλά και πολλά μή λογοτεχνικά. Του ενενήντα,τέσσερα μέτρα και εβδομήντα εκατοστά.
Αυτή η έκρηξη ποσότητας δεν προέκυψε από ιδιαίτερη εσωτερική ανάγκη.Προέκυψε από υποταγή στην αναλυτική σκέψη.Τέσσερις λεξούλες του 68, βυθισμένες σε ένα εξάστιχο, είναι πλέον τρείς χιλιάδες λέξεις του 98.Σε πρώτη ματιά θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι στα πρώτα χρόνια απλώς κατασκεύαζα ένα λεξικό ή μιά λίστα τίτλων,που ανέπτυξα αργότερα σε εγκυκλοπαίδεια. Αυτές οι  στιβαγμένες κουβέντες ήταν μέσα μου και τις ανακάλυψα; ή μήπως υπήρχαν έξω και τις συλλαμβάνω;Χωρίς άλλη σκέψη, ισχύει το δεύτερο.Μπορεί να είμαι πυρίμαχος,αλλά όχι και υδρόφοβος.Έχω την αίσθηση του φίλτρου.Ζήτησα την ποίηση, αλλά εντέλει είμαι συγγραφέας.Δεν έχω καμία σχέση με την ζωή που δεν καταγράφεται.Χωρίς λέξεις είμαι ανεύθυνος.Επιπλέον φοβάμαι.Δεν χρειάζεται να συμπληρώσω άλλες δικαιολογίες, στην αίτησή μου.Και εάν ήμουν ποιητής, δεν είμαι πλέον.Το κατέγραψα, αμέσως μόλις το κατάλαβα, σε μία επιφυλλίδα σε εφημερίδα:

ΠΟΙΗΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΠΟΙΗΜΑ


Τριανταεφτά χρόνια μετά το πρώτο ποίημα που έγραψα, στις 24 Μαρτίου  1962, η θεά της ποίησης με εγκατέλειψε. Συγκεκριμένα, ανήμερα που άρχισαν οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ στη Σερβία,γεγονός σημαντικό αλλά άγνωστο εισέτι στον χώρο των πνευμάτων της λογοτεχνίας, κατάλαβα ότι δεν διέθετα πλέον ποιητική ιδέα..
Έχω ζήσει τον πόνο της απώλειας γονιού, παιδιού και φίλων. Χάνοντας την ποίηση, αισθάνθηκα μεγάλο κενό, φρικτήν ορφάνια αλλά σίγουρα δεν τρόμαξα, μήτε μ΄έπιασε νεκρόδειπνος διάθεση.Το μόνο εσωτερικό παραμιλητό που εμπιστεύτηκα,  ήταν να κοινοποιήσω επειγόντως  σε εχθρούς και φίλους, σε ακροατές και αναγνώστες,ότι η λογοτεχνική μου  έκφραση δεν περιλαμβάνει πλέον την ύπαρξη ή την προσδοκία  ενός ποιήματος. Υπήρξα ποιητής, όπως υπήρξα αρχιτέκτονας. Δεν είμαι πιά. Oορρός του λευκού χαρτιού, η αγωνία του  πρώτου στίχου, ο ιδρώτας της τεχνικής ,η ανάμνηση ή η μνημοσύνη ποιημάτων άλλων ποιητών ,η συγκίνηση της πρώτης ανάγνωσης  σε ερωμένη ή σε φίλο, θα απασχολούν τους παλαιούς μου συναδέλφους.΄Εχω αποξενωθεί. Η θεά της ποίησης μου αφαίρεσε την ικανότητα να γράφω ποιήματα, ευτυχώς όχι την ικανότητα να γοητεύομαι από ποιήματα, ως αναγνώστης όμως, όχι ως δημιουργός τους.
Κάνοντας επιμηθεϊκές  στατιστικές βλέπω ότι ακολούθησα τον μέσο νεοέλληνα λυρικό βίο.Οχτώ στα δέκα ποιήματα που έγραψα, γράφτηκαν πριν κλείσω τα είκοσι.΄Ηταν οι αξέχαστες στιγμές της μαθητείας, όπου κατάκλεβα τους ποιητές που εθαύμαζα. Από τα ποιήματα που έγραψα, πολλές εκατοντάδες, πιστεύω ότι θα μείνουν στη μνήμη  ελαχίστων επιγενομένων η «Ωδή στα πουλιά», η «Καραβέλα» και ο «Καπερνέκας». Αειντε να λανθάνουν, και να τ΄άνακαλύψει κάποιος αναγνώστης,άλλα δύο ή τρία. Άξιζε τον κόπο τόση προσπάθεια, τόσα δάκρυα, τόση αγωνία, τόση αφωνία; Φυσικά και άξιζε τον κόπο!
Η θεά μου πήρε το ποιητικό τάλαντο  επειδή δεν το χειρίστηκα σωστά.Υπέκυψα εύκολα στον  πειρασμό του πεζού λόγου.Αντί να υπομονεύομαι και  να περιμένω την σεισμική όξυνση του ποιητή, κατέτρωγα σε πεζούς μικροσεισμούς και μετασεισμούς, ήτοι σε φραγκοδίφραγκα, όλην  την ποιητική ένταση. Ως αποτέλεσμα, ο πεζός  λόγος απέκτησε ευκρίνεια, οξύτητα, ειδικό ύφος και βάρος,μονομέρεια και φόρτο,αλλά τα ποιήματα δεν μπορούσαν  πλέον να φέρουν κάτι περισσότερο από έναν καβαφίζοντα σχολιασμό,να είναι κάτι περισσότερο από έμμετρα υπομνήματα.
Στην αμφιχειρία μου, υπέταξα τον αριστερόχειρα ποιητή στον δεξιόχειρα συγγραφέα. Ξέχασα το βασικό: η θεά της ποίησης δίνει το  δώρο της  σε ξύπνιους και βλάκες,σε βαθύνοες και κουφιοκέφαλους,σε σεμνούς και επηρμένους, αρκεί να της είναι πιστοί.
Ποιητής χωρίς ποίημα, στρατηγός χωρίς στρατό, είμαι πλέον καταδικασμένος να τρέχω πίσω από το κοινό του πεζού λόγου,γνωρίζοντας την τεχνική,κυνικός και γαλήνιος.Κι όταν, παραθυρίζοντας στον υπολογιστή, του κόσμου τα πεζογραφήματα,η γραμματοσειρά  δείχνει στην οθόνη ότι απογειώνεται, ότι θρυμματίζεται, ότι αποκτά το ήθος της ποίησης, πρέπει να θυμάμαι ότι πρόκειται στην ουσία γιά μαλλιά που συνεχίζουν να μεγαλώνουν μέσα στο φέρετρο ενός νεκρού, γιά έναν αντικατοπτρισμό στην έρημο, γιά μιά υπεροψία και μέθη.

Συγχώρεσέ με ,άγγελε φύλακα σώτερ,που σε αποκάλεσα θεά.Ήξερα πως είσαι άγγελος, αλλά στην επιφυλλίδα,έτσι όπως έστρωσα την σχετική πρόταση, η λέξηάγγελος θα ήταν αδόκιμη.
Τώρα,στα δύσκολα. Είπα την αλήθεια, αλλά δεν την έγραψα.Άφησα αδιευκρίνιστο το ζήτημα: μου πήρες πίσω την εντολή, ή την κατέθεσα από μόνος;Ή μου ζήτησες να το κάνω και υπάκουσα;Ή αρνήθηκα πεισματικά, ώσπου μετήλθες άλλα μέσα και μου την αποστέρησες;
Ίσως μπορεί να βοηθήσει η αίσθηση που είχα, όταν αισθάνθηκα ότι η ποιητική ιδέα με εγκατέλειπε.Μήπως κάθησα να γράψω κάποιο ποίημα και δεν μου βγήκε; μπα. Είδα απλώς ένα ποίημα που μόλις ολοκληρώθηκε στο μόνιτορ, δεν μου έλεγε τίποτε απολύτως.Δεν ήξερα τί είναι, δεν ήξερα γιατί το έγραψα, το σπουδαιότερο, δεν ήξερα άν είναι καλό  ή κακό. Τεχνικά ήταν άρτιο, είχε όλα τα εχέγγυα να ξεγλυστρήσει την αυστηρή κριτική, να υγράνει τα μάτια μιάς κυρίας να δώσει σε έναν νέο άνθρωπο μιά πτυχή που αποκλείεται να είχε πάρει χαμπάρι. Αλλά δεν ήταν πλέον ποίημα. Η ουσία του ουδέποτε κατατέθηκε. Το σώμα του δεν ερεθίστηκε από τις ηλιακές εκρήξεις και κηλίδες του δικού μου συστήματος και δεν πήρε επάνω του ζωή. Ήμουν κάτοχος της ματιέρας, την μετέτρεπα σε προσωπική μανιέρα, αλλά δεν υπήρχε ποίημα.Τι ήταν; λέξεις και γλώσσα και έννοιες και πόνος και τέχνη και τεχνική και λοιπά ηχηρά παρόμοια. Ενώ η βάση του ήταν προφανώς και σωστά ο ήχος,η κορυφή του δεν άγγιζε τον λόγο.Δεν ήταν λόγος, άρα δεν ήταν ποίηση.Τότε ξεχρεώθηκα τις εμμονές μου.

Η αποκάλυψη


Από την ενδιάμεση καταστατική μαθητεία,εκτιμώ πως είμαι πλέον ένας κάλφας.Μπορώ και καταγράφω,σε πολύ μεγάλη ταχύτητα, όλες μου τις σκέψεις σε έλληνα λόγο.Μερικές φορές δεν χρειάζεται παρά να εφεύρω το θέμα μου. Άλλες φορές πλάθω το θέμα μου πετώντας στο χαρτί μιά τυχαία λέξη που ευθύς την σαρκώνω. Ώσπου να έρθει η πάρεση, η παραλυσία, τα εγκεφαλικά, τα αναπνευστικά, τα καρκινικά και τα εγκαρδιακά φαινόμενα που θα ακυρώσουν τις δεξιότητες, είμαι ένας τεχνίτης, ένας κάλφας, χειρώνακτας και γκρινιάρης,όπως όλοι οι καλοί τεχνίτες.Θα μου ζητάτε ένα είδος κειμένου και θα σας παραθέτω τέσσερα.Μπορώ να συγγράψω τα πάντα, όχι από παντογνωσία αλλά από άσκηση.Διότι έχω καταλάβει πως η συγγραφή έχει πρώτη ύλη τους ήχους, όπως και η ποίηση, αλλά απλώς τους διαχειρίζεται προς την μορφή μιάς ελαφρά κατανοητής γλώσσας πράγμα που η ποίηση δεν κάνει.Με την ίδια λογική, η επικοινωνία με τους ανθρώπους είναι πάλι ζήτημα ήχων που όμως μεταφέρουν δυνατά μηνύματα.Αυτό ισχύει και γιά την εικόνατης επικοινωνίας. Δοκιμάστε μπροστά στο κοινό να παραστήσετε οτιδήποτε και οποιονδήποτε.Θα το καταφέρετε μόνον όταν ο εσωτερικός σας πομπός εκπέμπει δυνατά το σήμα πιστέψτε με,ακούστε με!Θα σας ακούσουν,και μάλιστα με ευχαρίστηση.Είναι πράγματα μαγικά, δηλαδή εύκολα,που τα παρουσιάζουν ως δύσκολα οι γνώστες και οι σύμβουλοι.
Όντως, άγγελε.Δεν μου ζήτησες να κάνω τίποτε.Η ουσία σου δεν περιέχει αιτησιογράφο.Είσαι μέρος του λόγου. Είσαι απόσπασμά του, τεμάχιο,είσαι  ο Λόγος.Και η ποίηση είναι ήχοι που τρέπονται σε τέχνη δια του Λόγου. Τέρποντες τον Λόγο ήχοι. Αυτό ήταν! Πουθενά δεν υπάρχει στο γενικό κατάστιχο των ποιητικών καιρών καταγραμμένη η γλώσσα και οι λέξεις.Υπάρχει ο Λόγος και υπάρχουν οι ήχοι. Με αυτά τελείται και  η ποίηση.Επί έτη επτά και τριάκοντα δεν μου έλεγες τίποτε, δεν μου υπέβαλες προτάσεις, δεν σου μιλούσα και οι επικλήσεις μου ήταν μέρος της λατρείας ενός χρυσού μόσχου.Πάνω στο καμπύλο δέρμα της γαίας, όπως περίπου τροπαλίζονται τα νέφη ,διέρχονται σπηλιάδες από τον Λόγο. Εσύ, ο επιλεγόμενος άγγελος, είσαι μιά αστραπιαία εικόνα ενός περίπου ατμοσφαιρικού φαινομένου.Όλοι σε βλέπουν, όλοι σε λησμονούν. Γιά να σε καταλάβουν, σε ενδύουν με τα δικά τους πρόσωπα,με τον δικό τους ουρανό,με το δικό τους δαιμόνιο.Όπου περνάς,αφήνεις αδιόρατα σημάδια.Ο ζωγράφος σου καταθέτει την χημεία του και την μετατρέπεις σε ύλη υπό επίγνωση.Ο φιλόσοφος αναστενάζει και του μοιράζεις με το κουταλάκι σύμφωνα και φωνήενταπου θα γίνουν κάποτε μιά κατανοητή γλώσσα.Ο ερωτευμένος σου ανοίγει ένα τρυφερό χασάπικο ξένων μελών και αποσπασμάτων(που αποτελεί την μόνη του περιουσία) και τον προικίζεις με βαρειές μυρωδιές από την χλωρίδα του πλανήτη. Ο ποιητής; τι σου προσφέρει ο ποιητής; Τώρα απαντώ:  ήχους.Και εσύ φωτίζεις τους ήχους αυτούς με μία εξαίσια σημασία,που είναι άρρητη και άφωνη,αλλά συντονίζει τη μοναξιά του.
Και οι λέξεις; η γλώσσα; οι πληροφορίες, οι γνώσεις, η αλλότρια και αντισυμβατική σύλληψη της πραγματικότητας;τί είναι αυτά που μας βασανίζουν συνεχώς, τα βελτιώνουμε, κλαίμε όταν χαθούν; ποιό είναι το νόημά τους;
Είναι το νόημα που τους δίνει ο μάγος της φυλής, ή έστω ο φύλαρχος. Αυτός ντύνεται και στολίζεται τα σύμβολα της εξουσίας, τα άπειρα ταλισμάν της εμπειρίας του,όπως ο ποιητής φορτώνεται όλες τις λέξεις που ξεχώρισε και τις φοράει επάνω του, κατά την ώρα που αισθάνεται πώς αρχίζει η δική σου ιερουργία.Δένει στα μαλλιά του ένα ματσάκι δύσβατα ρήματα,κρεμάει από τον σβέρκο του παλαιούς τεθλασμένους στίχους, πλένει τα μέλη του με μάγμα από την ύφυγρη ρηματική ψάμμο, περιζώνεται την γραμματική, θέτει την πιό σπουδαία του κατάκτηση, τον πρώτο στίχο της ημέρας ,ως πετράδι πάνω στον αφαλό του. Και μετά, βγαίνει έξω, στο αεράκι και εκβάλλει ήχους.Περιμένει οι ήχοι να μετατραπούν σε Λόγο. Γιά να βοηθήσει την τελετουργία, ασκείται ώστε οι ήχοι του να είναι ρυθμικοί, να έχουν αναστροφές, να τροχαϊζουν και να εκφέρονται αναπαιστικώς, αλλά εάν δεν κατεβείς από την μετοικεσία των νεφών,οι ήχοι παραμένουν ήχοι και ακόμη ένα αδόκιμο στιχούργημα μπαίνει στη γραμματολογία των καιρών. Φύλαρχος ή σμίνθωψ ή ποιητής. Δεν υπάρχει άλλη συνέχεια.
Χαίρε τώρα,λάβε την λογοδοσία τούτη,υπό μορφή αναφοράς, υπό τον τύπον μακράς δημοσίας επιστολής,και παρακαλώ να εγκύψεις και να δράσεις διά τα περαιτέρω. Σχεδίαζα, παρακινούμενος από άλλα, ασύμβατα γεγονότα του βίου, να εκμαιεύσω από την επιστολική μου ύλη μιά μορφή αντ΄αυτής,να δημιουργήσω ένα πλέγμα υποθηκών, λογοτεχνικής καταγγελίας, σοφών παραθεμάτων, εκ πλαγίων σαρκασμού και της σχετικής περί αυτά φιλολογίας. Δεν χρειάστηκε. Κράτησα τα αυτοκριτικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία υπό πλήρη έλεγχο.Δημιούργησα επίτηδες ελλείμματα στην ανάπτυξη  των υποθεμάτων. Υπήρξα εν μέρει υπερόπτης, εν μέρει ψεύτης.Αλλά δεν αντέχω άλλο την διεκδίκηση των ουρανών.Αισθάνομαι προσήλυτος εκ βαρβάρων.Στον κόσμο όπου με τοποθέτησαν οι τύχες και τα ντόμινο των καιρών,έχουν ζήσει πολλοί ποιητές,όλοι καλύτεροί μου.Ενόσω  διακονώ εργόχειρο, θυμάμαι με νοσταλγία την πτήση.
























O Ντιστενγκές κι ο Μπρούκλης

$
0
0


Αθλητισμός ως δημόσιο θέαμα, συγκρουσεις των «δύο κόσμων», φτώχεια που ξεσκίζει τα σπλάγχνα,τύφος, ελονοσία και απίστευτη βρώμα,ραδιόφωνο που ενώνει οριζόντια τους ανθρώπους και καλύπτει κάθε σημείο του αέρα, δίνοντάς του ουσία και εξουσία, εκφωνητές ως προφήτες, μουσικη παντου και παγκόσμια ένωση καλοντυμένων. Λαϊκισμός  ισότιμος με το μελο που βρίσκεται παντου, λήσταρχοι και ειδύλλια, διαδόσεις που πρώτα γίνονται πιστευτές και μετά ιστορικές βεβαιότητες, ενώ όταν προκύψει κάτι που ανατρέπει τις βεβαιότητες, περιφρονείται. Το Μούβιτον του μεσοπολέμου στο απόγειο της δόξας του.
Μιά παρωνυχίδα του μεσοπολεμου, άρχισε να μ΄ενοχλεί, όταν για λόγους που αρνουμαι να διαπραγματευτώ, ξεκίνησα να έχω καθημερινό μου ανάγνωσμα την περίοδο 1918-1940, όπως παλαιότερα είχα χωθεί στο Βυζάντιο και κόντεψα να ξεχάσω τον δρόμο της επιστροφής. Η αφήγηση αυτή έχει σκοπό να παραμείνει αφήγηση. Δεν αποδεικνύει τίποτε. Βαρέθηκα να διαβάζω τεκμηριωμένες απόψεις που καταρρέουν σε λιγα χρόνια, πράγμα φυσικό, αλλα δεν άκουσα ποτέ να ζητά κάποιος συγγνώμη για τις τεκμηριώσεις του.Αφήγηση λοιπόν και μετά εξαφάνιση του μέσου στον σωρό με τα απόβλητα. Χάριν της ανάγνωσης.

Ο Μπέζος

Αφορμή ένα σουξέ που ο Τομανάς,στο Χρονικό του που εκδόθηκε το 1993, παραθέτει ως επιτυχία ραδιοφωνικη του 1932. Οι στίχοι του άνισοι, καυστικοί,ενίοτε  πολιτικοί που καταλήγει σε κατουρήματα στο δρόμο.Δεν είναι άγνωστο. Απλως πρώτη φορά συνειδητοποίησα την εποχή του.Ξεκινά

Βρε τι μυστήρια που είναι η Ελλάδα, 
δάνεια κλείνει, φράγκο δεν δίνει,
 
Γαλλία, Αγγλία σαν πει να εισπράξει
φεύγει ένα τσέκι που γράφει "Εντάξει".

Ακριβώς «εντάξει»λέγεται το τραγουδι, με χορωδία και σαφέστατα επιθεωρησιακής δομής. Αντίστοιχο της «Βαρβάρας»,* του «Μπουμπούκου»** και άλλων τραγουδιών που είχαν στόχο την πρόκληση και ει δυνατόν την απαγόρευση.Και να λειτουργεί σε μέρες όπως οι φετεινές, ως αντίστοιχο, και γιατί όχι ,ως προάγγελος της Κρίσης.Πάντως ανήκει κυριολεκτικά στην δημοφιλη ελαφρά μουσική.

Δημιουργός του ,ενας τύπος που λεγόταν Κώστας  Μπέζος. Γεννήθηκε στο Μπολάτι της Κορινθίας το 1905 και  ήταν πολυμήχανος. Οι έρευνες του Κουνάδη και άλλων, έβγαλαν έναν θαμώνα της Μάνδρας του Αττίκ, μορφονιό, με φωνή που την έκαμε ό,τι ήθελε, έγραφε άρθρα, έκανε σκιτσα, τραγουδούσε, έπαιζε τρελή κιθάρα και αργότερα, με το συγκρότημα Άσπρα πουλιά, ασχοληθηκε με την κατασκευή (δεν βρήκα άλλον σωστό όρο) κάτι φοβερών αμαλγαμάτων,με βάση τις χαβάγιες, όπου μπλεκονται γιονλελεήδες, χαβανέζοι, και της Παναγιάς τα μάτια.Το σουξέ του ,το «εντάξει» μιλαει γιά την κρίση των χρόνων εκείνων και βούιξαν τα ραδιόφωνα. Και ο μεν Αττίκ έσβησε συντετριμμένος απο το ξύλο που έφαγε απο έναν Γερμανό το 1944, ενώ ο Μπέζος πέθανε απο μεγάλες ταλαιπωρίες στα 38 του χρόνια, το 1943.
Μετά το «εντάξει» παρουσίασε το "Πάμε στη Χονολουλού"   που αρχίζει απο γιονλελέ και καλίνκες και οδηγείται σε  γλεντζέδικο της παρέας, παραπέμποντας σε οπερέτα, αναψυκτήρια,οι χορωδοι θαρρείς διδαγμένοι απο τις μουσικοχορευτικες ταινίες της Αμέρικα. Τελειώνει σε χιλιμπίλικη έκρηξη με την κραυγή «παναγία μου πιάστε με!».Άπαιχτο.Το άλλο του που είναι απο άλλη σωλήνωση λεγεται «στα βουνά» και το εκτελούν «τα άσπρα πουλιά» . Είναι ένα πιστόχαβανεζί,αλλα έχει μερικα γυρίσματα νεοελληνί ελαφρά.
Ο άνθρωπος ήταν αστραφτερός, μιάς τοπικής ποιότητας. Εκανε ό,τι ήθελε τη φωνή του, και ελπίζω, επειδή χάρη σε έναν φίλο που του μετέφερα την ατμόσφαιρα, να μιλησω με έναν επιζώντα της εποχής σχετικόν, που μπορεί και να τον γνώριζε. Ηταν ένας κλασικός τύπος του θεάματος. Κι όμως , αυτος ο άνθρωπος που γέμισε τον χώρο του με τραγουδια δραπέτευσης και έδωσε χαμόγελο τις θερινές Κυριακές και στις σπάνιες εξόδους του κόσμου, βρέθηκε να έχει δημιουργήσει έναν θησαυρό.Και με το όνομα  Αντώνης Κωστής. Ηταν συνήθεια του μεσοπολέμου οι επωνυμίες των καλλιτεχνών να είναι πολλαπλασιες των ατόμων που χαρακτήριζαν.

Ο Μπρούκλης

Με παππού σαντορινιό, ο Νικόλαος Δημητριάδης πρόκοψε στην Κωνσταντινούπολη και απο την οικογένειά του ξεχώρισαν οι δυό γιοί του. Ο Φωκίωνας, 1894 και ο Θεόδοτος, άλλοτε γραμμένος ως γεννηθείς το 1897 και άλλοτε το 1901. Γι΄αυτο υπήρχε λογος. Σκόπευε να μεταναστεύσει την Αμερική. Η νεότης συνέφερε. Οπως και ο πατέρας μου, γεννημένος το 1909, ήρθε στην Ελλαδα ως γεννηθείς το 1913.

Του Θεόδοτου ο βίος υπάρχει σε κιτάπια αμερικανικα,κι όχι μόνοπου λεπτολογουνκαι δε μοιάζουν με ευρωπαικές έρευνες, αλλα είναι εξίσου έκθετα σε ανακρίβειες. Το πρώτο που έκαμε ήταν να αφήσει το όνομά του να το δοξάζει ο Πέρσης συνονόματος ,ο επαναστάτης που έφερε ο βασιλεύς μας ο Θεόφιλος περι το 800 μΧ στις όχθες του Αξιού, να χτίσει την παροικία των Βαρδαριωτών. Στην δική του ξενητειά ,το παιδι το λεγαν Τέτο. Αμερικάνικα ,ηταν ο Τέντι.Στο μέλλον του, θα τον συναντήσουμε, ή θα ψυλλιαστουμε ότι κρύβεται στα ονόματα Τάκης Νικολαου, Demey, Scotti,Νώντας Σγουρός, ίσως και W.A.Timm,ίσως και Κ.Κωστής ,Βλαδίμηρος κατι, και μπόλικα άλλα.

Ανακατεύτηκε εξαρχής με τη μουσική βιομηχανία.Μπήκε στην Columbiaκαι σε όλη τη ζωή του έβρισκε δημιουργους, έβαζε και τα δικα του ταλέντα, ίδρυε και πουλούσε εταιρείες, δούλευε φασόν γιά άλλες,και έφτασε να ελεγχει μεγάλο μέρος της αγοράς της «νοσταλγίας» με θεματικές εθνοτοπικές ενότητες.Είχε βέβαια και ελληνικό τμήμα. Απο καινοτομίες, στήριξε πολλα στο λεγόμενο «άθραυστο δισκάκι των 45», ακόμη και στην ποπ της δεκαετίας του 50 προσπάθησε να χωθεί, με το παγκοσμίως άγνωστο τραγουδάκι you, you, youaretheone, που το τραγουδησε ένας JohnEager. Τελικά ώς τον θάνατό του, 28 Νοεμβρίου 1971, δημιούργησε μιά χορωδία και έβγαζε παλιές επιτυχίες.Η διαδρομή του,σημαδεύτηκε απο φοβερές παρα τρίχα συμπτώσεις. Φέρεται να είναι ο στιχουργός των αγγλιστί σειρών της πόλκας «Ροζαμούνδη» που έκανε τέσσερα εκατομμύρια πωλήσεις περι το 1940, ως BeerBarrelPolka.

Στα νιάτα του και στις wiki ,φέρεται ως ο πρώτος εκτελεστής της θρυλικής Μισιρλούς, ή Μουσουρλούς, ενάντια στον Ρουμπάνη και στον Πατρινό,κατα πιθανότητα σε βάρος ενός έρμου Αιγύπτιου που ήκαμε ένα παρόμοι0 σουξέ αρχές της δεκαετίας του 20.Κι έτσι ,θέτω ένα ερώτημα γιά το εσνάφι των Καβαφίστας: άκουσε το τραγώδι ο ποιητής και εάν ναί, σε ποίαν εκδοχήν. Βαθέως σκεφθείτε το.Και μετά, βρείτε ένα συνέδριο και πείτε το.

Η ελληνική του πλευρά, έχει να κανει με πολλά. Ο αδελφός του Φωκίων, μετέπειτα ο πασίγνωστος σκιτσογράφος που έβαλε τον Ροδόπουλο, αδελφό του Καραγάτση, να κρατάει έναν μοχλό, τον Παναγιώτη Κανελλοπουλο σονέτα, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο μιά κότα (όρνιθα την λενε οι τουρκομερίτες, ενώ ο Αριστοφάνης ορνιθες λεγει τα πουλιά) και το δημοφιλές, πλην ατυχές γιά τα γουστα μου «παρδαλό κατσίκι» άνοιξε μαγαζιά αντιπροσωπειών στην Ακαδημίας και αλλού και δουλευε με τον αδελφό του.

Ο Τέτος, απο την πρώτη του εγκατάσταση στην Αμερική, έως πολυ αργά στον μεταπόλεμο μετέφερε με ιδιότυπο τρόπο έναν τεράστιο όγκο ελληνικής μουσικης στην νέα του πατρίδα.Σώζονται πολλές ηχογραφήσεις του που και ο ίδιος συμμετέχει ,συχνά ως τραγουδιστής. Οπερέτες, δημοτικά ,αδέσποτα, ελαφρά,ελληνοποιημένα απο άλλες χώρες. Συχνά με ψευδώνυμο.Στις παραγωγές του χρησιμοποίησε και την ορχήστρα που ακούγονταν στις ταινίες του Χοντρού –Λιγνού. Εργατικοί και αναλυτικοί μερακλήδες τα γράφουν αυτά σε foraκαι σε σημειώσεις στο youtube, δεν τους τρώγω την δουλειά. Χτυπηστε «Τέτος Δημητριάδης» και τα άλλα  θα έρθουν. 

 Ο Τέτος έφτιαξε και δυό ταινίες στην Ελλαδα έπαιξε και στη μία,το 1930 και τ0 1931. Στην Ελλαδα έμεινε δυό χρόνια. Εκτός απο ταινίες, πολυπράγμων, επιασε το αίτημα της αγοράς: ένα είδος μεσοπολεμικού έθνικ. Ηρθε λοιπόν γιά να γράψει πρώτο πράμα και να το βγάλει στις αμερικανικες εταιρείες του.Πρέπει να μετέφερε πάνω απο τριακόσια ελληνικά ή ελληνόφωνα τραγουδια, να τροποποίησε άλλα, να έβαλε ελληνικα στιχάκια σε σουξέ και ανάστροφα. Ηταν ένας κλασικός παραγωγός, πισω απ΄ολα.

Εκείνα τα χρόνια , οι τραγουδιστές και οι ηθοποιοί, κάλυπταν τα κερατά τους στα μπάτζετ των παραγωγών. Έπαιρναν όλο το χαρτί.Ο Τέτος έφερνε φτηνους έως τζαμπέ άγνωστους στο κοινό εκτελεστές και επίσης δούλευε αλλοιώς το μάρκετινγκ του εκρηκτικου τότε και προσοδοφόρου ραδιοφώνου. Εκεί, μεταξύ 1930 και 1932, ο Τέτος ,εκτός όλα τα άλλα, συνεργάστηκε με έναν τύπο που του έδωσε  γραμμένα δώδεκα τραγούδια.Ρεμπέτικα.

 Κι ενώ είχε ήδη ηχογραφήσει πολλούς γνωστους ρεμπέτες και μικρασιάτες και πειραιώτες και γνώριζε την  αγορά, επέλεξε έναν ομοιό του, αδελφό του, χωρις ιστορικό επιτυχιών στον ρεμπέτικο χώρο  γι΄αυτήν την άντληση τραγουδιών «παλιών». Τον Μπεζο.Τον πολυμορφικό ντιστενγκε εργάτη των ήχων.


Τα δώδεκα τραγούδια είναι πρόδρομοι, μέσα απο έναν άλλον δρόμο ,του αρχοντορεμπέτικου, ως πρόθεση σύνθεσης εννοώ. Σπανίως ακουγεται σε αυτά κατι άλλο εξόν την κιθάρα και μιά φωνή. Επειδή αλλού εμφανίζεται ως δημιουργος ένας Α.Κωστής και ένας Κ.Κωστής, έγινε η υπόθεση εργασίας πως ο Κ.  είναι ο Τέτος,ενώ ο Α, ο Μπέζος. Δεν τέλειωσε ακόμη το ζήτημα. Ο Μπέζος και αργότερα εκτέλεσε συνθέσεις του Τέτου.
Μπουζούκι, μήτε γιά δείγμα. Μιά εύστροφη κιθαρωδία, φωνή μπάσα ή πιό ψηλά, ελάχιστη πρωτοτυπία, αλλα αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Ο Μπέζος στην ουσία παίζει μια δική του εκδοχή του τι εννοεί ρεμπέτικο.Και συχνά, στους στίχους, κοροϊδεύει και σατιρίζει αμείλικτα και πρόχειρα. Είναι σαφές ότι όλα είναι γραμμένα στο πόδι.Αλλα η ατμόσφαιρα, απο το πολυ το θεατράλε, παραπέμπει σε κατι αυθεντικό.
Ας  σχολιάσουμε, και ταδώδεκα.
Στην Υπόγα, ως Α.Κωστής, μεγάλη εισαγωγή, παμπάλαιος ήχος, έξοχο, «μπαίνει ένας μπάτσος μ ένα κούφιο και ρίχνει μούσμουλα στο ρουχο»,δυό κιθάρες.
Κάηκε κι ένα σχολείοΠαραδοσιακο μικρασιατικο, στίχοι απο διάφορες προελεύσεις,αξίζει να το συγκρινετε με της Σμύρνης το γιαγκίνιαπο το Σαμιωτάκι, τον λαρυγγιστή Ρούκουνα ,αλλα και το εκκοσμικευμένο νεοψευδορεμπέτικο (υβρίδιο του νέου λαικου τραγουδιού) του Μουφλουζέλη.
Ήσουνα ξυπόλητη. Πασίγνωστο και φοβερά εκτελεσμένο. Δουλεμένο με μπάσα φωνή.
Απ'την πόρτα σου περνώ. Αυτο είναι καθαρά σατιρικό, και παρά τις άλλες γνώμες ,ο Κουνάδης νομίζω πως έχει δίκιο όταν το αποδίδει στον  Τέτο και όχι στον Μπέζο. Οι στίχοι βέβαια είναι προδήλως ό,τι νά΄ναι,προκειμένου να θεσμιστεί η «ακίνδυνη» πλευρά του χασικλή ρεμπέτη που μπορεί να γίνει απο καραγκιόζος έως ο τζίμης ο τίγρης. Επιθεωρησιακό. Φοβάται πως θα τον πάρει με το σκουπόξυλο, την βλέπει και νυστάζει (!) πολλά χρόνια πριν οι νεοέλληνες πάρουν στα σοβαρά το χαμερπές καψούρικο «λιγωτικό» γιά καποιον που  δε θυμήθηκε το χρώμα των ματιών της ,κι αποκοιμήθηκε!!! Αξίζει να το συγκρίνετε με τις ωσαύτως κωμικές «ντομάτες»αλλα και τον Βαμβακαρη που απειλεί με μάπεςκαι κλώτσιές την γιούφτσα που τον έχει σημαδέψει.
Αδυνάτησα ο καημένος .Μια της Βιόλας δυο της Βιόλας βρε μπαίνω στο τζαρδί της Λόλαςκαι της σκάω το παραμύθι βρε το κουκί και το ρεβίθι. Χαρίεν.
Η φυλακή είναι σχολείομου φαίνεται πεποιημένο και το πιό αδύνατο.
Με πιάνουνε ζαλάδεςκ ι αυτο επιθεωρησιακό, εκ του υστερήματος.
Τρούμπα (οργανικό),Ωραίο ταξίμι.
Τούτο το καλοκαιράκι, κι εδώ ο Τέτος; Άσχετο με αυτο, πρόκειται γιά κέντημα.
Ντερτιλήδικο (οργανικό), Και βακχικό
Γιάννης χασικλής. Ωπλες.Πολύ το εκτιμώ .Δεν είναι του  Τέτου ή του Μπέζου αλλα ενός Δραγάτση. Απο τα πιό τριζάτα .
Τουμπελέκι τουμπελέκι .Ηξερε τον Δελιά ο κομψεπίκομψος.Τέσσερα χρόνια πριν ο έρμος βγάλει το «σακάκι», κάνει χρήση των στίχων σε πρωιμη μορφή. Αλλα το ζήτημα δεν είναι εκεί: είναι στο ότι ο ρυθμός και η ορμή του, έχει τρομερές ομοιότητες με τον Κατσαρό και βέβαια τον Αργύρη Μπακιρτζή. Ειδικα τις Γερμανίες του : τζιτζίκια σε στολιζανε όταν χαμογελούσες, τις ώρες που καθ΄μασταν και ευφυώς σιωπούσες.

Ο Κατσαρός θα επαναλάβει μοναδικα, το 1938, του Μάνθουτον τεκέπου είναι του Τζόβενου και γνωστό ήδη μιά πενταετία. Το βάζω εδώ επειδή είναι μιά μαρτυρία αρχικης χρήσης της λεξης μαρουγάνα ή μαρουχάνα που έγινε της μόδας ως ορος στην Αμερικη του 30 αν και προέρχεται απο μεξικανικη ορολογία πολυ παλαιότερη. Πρόκειται για την μαριχουάνα.  Μαρουγάνα προύσας μαύρο, λεει.

Εδώ οι δρόμοι του κομψού Μπέζου και του αεικίνητου Τέντι θα χωρίσουν,ανκαι κάτι συνεχίζεται. Τώρα ξεκινά το φοβερό υλικό που μάζεψε ο Τέτος στην αγορά της Αμερικης και οι εμβολιασμοί. Οι δύο τύποι υποτάχθηκαν στο δικό τους μέλλον. Ο Μπρούκλης συνέχισε με τις μουσικές , ο Κώστας που αγαπουσε τις χαβάγιες χάθηκε στην Κατοχή.

Το σεντόνι αυτο γράφεται γιά έναν λόγο. Ο Μπέζος στην ουσία, μαζεύει τα ακουσματά του, και με την συλλογή αυτή επινοεί έναν δρόμο "μπαλάντας"στο ρεμπέτικο, χωρις μπουζούκι, δρόμο του μοναχικου με την κιθάρα. Αυτο το στυλ δεν έχει καμιά σχέση με τον εμφύλιο χασάπικου και ζειμπέκικου,που ακμάζει στην Ελλαδα του 30. Εντέλει ο δρόμος που ξεκίνησε ως "πανάρχαιος"και "παραδοσιακός"και ανακαλυφτηκαν ήπειροι και μεμονωμένες ιθαγένειες, κατέληξε στα χέρια των μαέστρων το άθλιο αίτημα "το μπουζούκι στα σαλόνια"έγινε αυτοεκπληρουμενη προφητεία και μόνη αχνή επιβίωση απο τους μικρασιάτες, τις τραυλες θεότητες του Μπατη και του Νταλγκά, τους δρόμους και τις σειρήνες της μουσικής, έμεινε ως ίχνος και έμμεση παραπομπή, μια "Υπόγα"και ένα "τουμπερλεκι",ετοιμασμένα καταπότια για να ποτίσουν ωσει με μουρουνόλαδο την άλλη ακτή.

Δυό δρόμοι ήταν εντέλει, οι δρόμοι της κατάπτωσης και της ξεφτίλας. Δεν ήταν ένας, δηλαδή ο  δρόμος απο το 1850 στην ξεφτίλα του δήθεν λαϊκου. Υπήρξε και το μονοπατάκι μιάς ρεμπέτικης "μπαλάντας", με όπλο την κιθάρα και εκτελεστες δυό τύπους του εμπορίου και της βιομηχανίας, του ελαφρου θεάματος ,που ο ένας ήταν πολυτεχνίτης και  ο άλλος ερημοσπίτης.Το ταίριασμά τους επαινώ, τον παροδικο τους συνεταιρισμό.

Στον πρώτο δρόμο, μονάχες οι κοτσιδούδες τα βγάλαμε τα ματάκια μας. Στον δεύτερο, υπήρχε υπερατλαντικός ομογενειακός δάκτυλος. Αλλα κι αυτές οι μπίζνες οι καλά οργανωμένες, όταν τέλειωσαν οι Μπέζοι δεν μπορουσαν να ανανεώνονται με επισκεψεις των ηρώων της σκηνής της μητέρας πατρίδας που τάραξαν αμφότερες τις ακτές με τις αρπαχτές των.


*Η "Βαρβάρα"απαγορεύτηκε προπολεμικα, επειδή θεωρήθηκε πως σατίριζε κόρη πολιτικού, ο "Μπουμπούκος"μεταπολεμικά επειδη μιά γυναίκα βάζει τον μπουμπούκο της να πλενει πιάτα και παρόμοια.








Η χτένα του Ντήμκου

$
0
0


Πάντα ο Ντήμκος είχε μια χτένα, μια τσατσάρα και συχνα την περνουσε πάνω από τα μαλλιά του, συμβολικως.

 Σε μια χτένα θα αναφερθώ.

Αλλα όχι τότε που κατέβαινε με το στομάχι γεμάτο πιροσκί που μας έφτιαχνε ακαταπαύστως μια εκ Κασπίας κυρά στη θάλασσα της Σαφρακηνής, ντυμένος με ριγέ πιτζάμα δεκαετίας του πενήντα και παντούφλες στρουμφάκια, ριγών και καπνίζοντας, αρνουμενος να αγγίξει την Μεγάλη Πράσινη,περνώντας την τσατσάρα από το σκαλωτό μαλλί, αγαπώντας προδήλως τα παιδιά του.

 Δεν ήταν τότε που μιλούσα με τον πρόεδρο Πραβντόρωφ με το τσακισμένο μάτι και ήταν από πίσω δεξιά να βοηθήσει και παρίσταινε πως τσατσαρώνονταν και με τσίγκλαγε στο μπράτσο γελαστός και μουρμουρίζοντας «μη μου λες τίποτε στα ελληνικα, τα ξέρει φαρσί σου λεω!»

 Δεν ήταν καν όταν βλέποντας σε ένα ρεμπέτικο όργιο του άλλου αιώνα, μια μετέπειτα βαλκυρία της ενημέρωσης να φέρνει γαλατάκι φρέσκο σε έναν μετέπειτα βαλκύριο της ορθοδοξίας επειδή ζήλευε που εκειός έπινε ουίσκι μπόμπα από το γοβάκι μιανής και χτύπαγε το κεφάλι του στο μουσαμά να περάσει η ξυπολησιά της από πάνω του,άφηνε τη χτένα στην κωλοτσεπη, με έπιανε από τη γραβάτα και μου έλεγε «κόφ΄την! κόφ΄την, να παραιτηθώ από τη ζωή! Δεν ζούμε πλέον, γρήγορα να πάμε να χιονιστούμε, να σταχτιστούμε, να ψιχαλιστούμε και κυρίως να το ακούμε το χιονάκι» κι έπειτα, κάνοντας αρμονική κύμανση με την απαλάμη «πλάφ, πλάφ, πλάφ» στον τόνο του ρεμπέτικου «γιαφ, γιουφ»

Ηταν όταν μου μίλησε για μιά χτένα που δεν υπάρχει.

«Δεν είχα πολλά λεφτά στη Βαγκόσδριστα. Αλλα είχε καζίνο. Και ένας μου έδειξε τη χτένα. Οπότε πήγαινα μια φορά την εβδομάδα, έπαιζα τη χτένα, μάζευα εκατό ή παραπάνω δολάρια, όσα ήταν για να περάσω την εβδομάδα, και πάλι απ΄την αρχή».

«Δεν έπαιζες περισσότερα;»

«Ποτέ. Οι καζιναραίοι αναγνωρίζουν και ελεγχουν τον κλεφτη, αλλα τον νομότυπο κλεφτη φοβουνται, αυτόν που μπορεί να τους τινάξει. Και η χτένα τινάζει μπάνκες, γι αυτο την απαγορεύουν διότι»

«Και τι είναι η χτένα;»

«Ας το δουμε φιλοσοφικώς. Η φύση και οι νόμοι της ,έχουν ένα χαρακτηριστικό: δεν είναι τζαμάτοι. Δεν είναι του Ευκλείδη. Δεν είναι εξαιρετικά κανονικοί. Ναι, υπάρχει μέρα και νύχτα, αλλα περιέχει άλλες ώρες. Μήτε οι νιφάδες του χιονιού είναι ίδιες και όλα τα φύλλα του πλανήτη είναι ανόμοια»

«Μάλιστα».

«Εδώ στηρίζεται η Χτένα. Η φύση δεν έχει μετρονόμο, δεν είναι μηχάνημα, δεν υπάρχει το αεικίνητον. Όταν λοιπόν έρχεται σε ένα τραπέζι μονά ζυγά εναλλάξ ή κόκκινο μαύρο συνεχώς, αυτό είναι απαράδεκτο για την φύση. Κάποια στιγμή η τάξη του ρυθμου, η μαγεία της μηχανής, θα διαταραχτεί. Κάποιο σκουπιδάκι στο ουράνιο καρμπιρατέρ,καποιο βοτσαλακι στη σαγιονάρα,οπότε  θα σταθείς. Δηλαδή δεν υπάρχει χτένα. Δεν υπάρχει κυματομορφή επάπειρον. Μύτη, κοιλιά, μύτη, κοιλιά. Χαλαει η τάξη ,και η τυχαιότητα επιτάσσει την ανομία της».

«Ναι ,αλλα αυτό σημαίνει θεωρητικά ,ότι μπορεί να έρχεται μονό ζυγό και επι τριακόσιες φορές, και χίλιες. Νόμοι της τύχης είναι!»

«Όχι»

«τι όχι;»

«Γενιές αποτυχημένων χασαπόσκυλων, μετρώντας με υπομονή στα καζίνα ,τις αμέτρητες ώρες που κείτονταν απένταροι, ξομολογήθηκαν ότι πολύ σπανια η τύχη μένει πειθήνια στην θεία τάξη παραπάνω από επτά φορές ,άντε οκτώ. Μετά, το μονό-ζυγό παύει ,και γίνεται μονο-μονό ή ζυγό –ζυγό»

«Ε,και;»

«Τότε πρέπει να είσαι εκεί και να βαρέσεις. Κυκλοφορείς με εκατό δολαρια και θέλεις άλλα εκατό να βγάλεις την εβδομάδα. Μπαίνεις στο καζίνο και βλεπεις γύρω σου τα νουμερα στα τραπέζια. Όχι τα νούμερα: την επαλληλία των μονών ζυγών και του κόκκινου μαύρου. Αν τσεκάρεις τραπέζι που έχει φτάσει στην έβδομη φορά που εναλλασσονται αυτά, αλλάζεις μάρκες και προσεγγίζεις. Αν σκάσει και όγδοη φορα, λογου χάρη ζυγό, ποντάρεις τα εκατό πάλι σε ζυγό. Κανονικά κερδάς.Τα παίρνεις και φεύγεις. Αν έχεις σφίξες μεγάλες, περιμένεις καμιά ώρα  μήπως και σκάσει κανα άλλο χτενάκι . Αν σκάσει, βάζεις τα διακό στο ίδιο. Με τετρακό, ζούσες στη Βαγκόσδριστα,αλλα και στο Κοζούχ, και στην Αψινθο, δέκα μέρες»

«Κι αν νέμα πάραι και χάσεις;»

«Γελάς και επιστρέφεις σπίτι να πεινάσεις αγρίως. Το έχω πάθει τέσσερις φορές    στις πενήντα. Αυτό δεν είναι ποσοστό: είναι σα να έγραψε καλο ποίημα ο Τάδε» (έλεγε πάντα το ίδιο όνομα).

Η ζωή το έφερε και τελευταία φορά που καζινάραμε ήταν σε μια βολουστάνια χώρα για την οποία είχα αγαθές αναμνήσεις τζόγου. Ευγένεια, καλό φαγητό, καθαρά ποτά, μικρές μάρκες. Και αίθουσες αυτοκρατορικές. Τον πήγα και μετανόησα, διότι το μαγαζί ,μετά απο τόσα χρόνια, ήταν σε ένα γωνιακό κατάστημα κολλημένο σε ξενοδοχείο ,είχε τρία τραπέζια λερά και πάνω σε κάτι σκαλακια έναν πλαστικό δίσκο με πσωμάκι και κασεράκι τσιμπημένα σε οδοντογλυφίδα και μόνον μπίρα.Ολογυρα κατι φάτσες απερίγραπτες, σαν αυτές που αμύνθηκαν στο Βερολινο τέλη Απριλιου 1945.Επαιζαν μεταξύ τους στα ψέμματα και περίμεναν τα κορόιδα.

 Ο Ντήμκο  χαιρόταν : «άλλαξαν τα Βολουστάνια, Ραδίκο!».

Ητο γλυκύς και πειθήνιο το μυαλό του όταν προέβλεπε του γλυτωμού το χάζι και την εποχή του εμφυλίου σπαραγμου. Τόσο ποιητής που προετίμα το κεκραγάριον απο το καλαμάριον.Διόυι ποίησιν που δέν τυπώνεται αρτίως,την αναμένει ένας βράχος λείος.  

Τον πιάνω από το μανίκι.

«Να βγάλουμε από είκοσι δολάρια, να τα παίξουμε, να τα χάσουμε και να φύγουμε!» του λεγω. «Μα με είκοσι δολαρια επι δύο, θα παίξουμε τη χτένα και θα βγουμε με ογδόντα, να πάρουμε αύριο εκείνους του φακους τσάις από το παλαιοπωλείο».

«Γιά να γενεί αυτο το θαλερό ,θα περάσομε την νύχτα υπο το φάσμα του ξεκοιλιάσματος. Παίξε και χάσε γρήγορα», του λέγω. «Δεν θα βγουμε από εδώ με κέρδος. Χώρια που θα μας μαχαιρώσουν».

Κοίταξε πιο προσεκτικα και άρχισε να παίζει σαν τον φίλο μας τον Γκλόγκλη, τον χαμένο από γεννησιμιού του,τον παππόφτερο, τον παρτσακλό. Κάτι 12, 13,14 και ένα ορφανό στη ζώνη του 29. Αηδίες. Και με άπειρο κρουπιέρη, καταστροφή.  Αρχισα κι εγω περιοχές του μηδέν ,κατι χαζά τόξα, που σημαδεύουν μόνον αλληθωροι μονόφθαλμοι. Τέσσερα δολαρια βάζαμε σεβάλ, δεκαοχτώ μας γύριζαν. Σε πέντε ριξιές είχαμε από εκατό δολαρες. Πηγαίναμε για λάζο.

Οπότε μου λεει ο Ντήμκος, δήθεν κουρασμένος και τανύζεται. «Βαρέθηκα, παίζουμε μια χτένα και φύγαμε χάσαμε ,κερδίσαμε».

«Και θα περιμένουμε τα μονά ζυγά» ρωτώ με απορία.

 «Οχι, όχι.Τώρα θα την παίξουμε, τώρα, αντιεπιστημονικώς,»  μου λεει.

Βάλαμε όλα  τα κερδισμένα στο μαύρο. Χάσαμε.

Δώκαμε και πέντε δολάρια πουμπουάρ για τις οδοντογλυφίδες και πήγαμε να πλακωσουμε μυρωδάτα καφεδάκια ακούγοντας ντίσκο σε παράλογες γλωσσες που ήταν για Σελήμ, Πέτοβετς, Γκοτλίμπα και Κλήμη τον μητροπολίτη, όχι για μια σκοτεινή πόλη που οδηγουσαν τυφλοί οιακιστές στην ίδια μοίρα που βρίσκονται πιά οι δικες μας, αλλα αυτός δεν είναι πλέον εδώ.

Νομίζω πως έφυγε απο τότε, χάθηκε σε ένα σύννεφο και κάθε χρονιά περιμένω να πει το ονομα του ποιητή που δεν αντέχει και μετά μου δείχνει, με αυστηρότητα και δηκτικο ύφος, την χτένα, την τσατσάρα, το χτένι και την γιαλιστερή, και άλλα δολώματα της ζωής, φαραώ, ζαβογαρίδα, ψείρα, ζωντανό ποντίκι,θκουλίκι σε λασπερό αυλό, στρείδια και χάβαρα και τα γριφώδη χτένια ,μαροθκούληκο μακρύ ιδεώδες γιά μουρμούρια μόνο που δεν έχει τάλασσα στην Κουτμητζιβίτζα.

Εκτοτε, όλες οι χτένες που γνωρίζω ηχουν ωσάν λογχοειδή στενόφυλλα απο γκαζόν σε μυρωμένο στόμα.

Δε μου λείπουν τα καζίνα και τα φορτωμένα σκόροδο φαγιά, και παρέα του κάνω καθημερινή ανκαι αόρατη, μόνο μου λείπει το ζωντανό αστραφτερό του βλέμμα και να κεντρώνει στο ίδιο όνομα πάντοτε την κακοτυχιά της ποίησης, να γειτονεύει με τις μουσικές καρέκλες των αβίωτων τρυφεριστών που ανάδευαν λαστιχωτές κουμουλιές απο χαλβά και νόμιζαν πως η ποίησις είναι νοστιμιά ενώ καταπίνεται μόνον με την μαλακή υφή του θανάτου που καμώνεσαι πως τον θέλεις και την ώρα που σκίζει τον αγέρα η κόσα του, επειδή άλλος είναι ο χρόνος του,πιό πηχτός, προλαβαινε στο τσακ και γεννούσε το ποίημα και τα υπόλοιπα υπηρετουσαν τη ζωή, ήτοι όλα μιά φαυλότης και μιά ποσότης.

Εννοούσε μιά χτένα φυλακής ή στρατού δηλαδή, που την ξεδοντιάζεις ηθελημένα ,να περάσει η εβδομάδα.




Τρία κείμενα γιά τον Μίμη Σουλιώτη (1949-2012)

$
0
0




O Ιουστινιανός


Πέρασαν μέρες αρκετές του κόσμου όταν
Βραδύνους παρτσινέβελος σκέφθηκε να ερωτήσει
Τον αυτοκράτορα τι γυρεύει στην κουζίνα
Με τα λαχανάκια του Γιλδίζ και σάλτσες
Να περιχύνει λερώνοντας τα έγγραφα
Προς υπογραφήν.Εκείνος δεν απάντησε
(Tι να του ειπεί εξάλου σε λιχανή λατινίζουσα
Bαρβαρωσύνη,που τα ελληνικά του ελάμβδιζαν
Kαι κάθε τρείς προσέθετε το «διότι»)
Τα μάτια τότε ανέστρεψα προς τις γαβάθες
Και ψέλλισα σβέτι Σοφία, σβήθι το φώς
Το μέγκα πό’ χω μέσα στην καρκιά μο’
Άειντε γκρ΄τσκα φωλιά και αρμάνσκα βρύση
Όχριδα, Βελεσά, Πρίλεπ και Κίτζεβο,
Μπίτολα, μόι ρόντεν γράδ, άμειψόν μοι
Τους αμείβοντες στέγης μακεδονίτικης, διόπερ
αβούτος μήτε ρίζα μήτε κούρβουλο, μήτε μεσέ
Έβαλε στην Αγιά Σοφιά του: πλίνθους γραπτάς
Κολύμβησε στο χωρύγι,βαφτιστό σε μάλαμα
Καθ όπερ οι παλαιοί τη πατρώα φωνή εκέκρωζαν:
Μίλι λίρε παρακαταθισέσκου μπάνκα οτομάνα.

Το άγλωσσον κατέδειξε του γένους μας
Τη μοίρα: τα υπόλοιπα, μαύρα δάκρυα της τρυφερής
Καρδιάς,φωνήματα τερετισμών ωσάν του Θωμάκη
Λίγα, οινοποιού, το εύχαρι φρόνημα
Που εσυγκίνησε τον ποιητή μου, τον Σουλιώτη
Γι΄αυτό εφηύρα ποίημα, τον Ιουστινιανό

Να δέχεται κοινές συγκινήσεις

Ιουλιου 25 εκοιμήθη ο πατήρ μου Θεόδωρος ,πάνε έτη ιζ (1979) ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΘΑ ΧΑΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ, ΙΣΤΟΣ ,2001



Ο εμπράγματος έρως


Κάθε φορά που βόσκω με την σχετική αλεγκρία στα ποιήματα του Μίμη Σουλιώτη,επιστρέφω με οργή στην εποχή οπου εδήλωσα ποιητής, μηδενός διώκοντος.Κλείνω τις σελίδες, συνήθως με την αναφωνηση «αυτός είναι ποιητής».Δηλαδή, τι ακριβώς; στο τελευταίο του βιβλίο, που οι ηλεκτρονικοί καιροί μας μου επέτρεψαν να το διαβάσω πρίν το δώ,ο Σουλιώτης διπλώνει τις κόλες του, όχι σαν σαϊτες ή καραβάκια, όπως έπραττε παλιά, αλλά ως ανοιχτούς γρίφους.

Κυριακή βράδι

Γιαλιά με κορδόνι,σκουλαρικάκια αυτόφωτα,
τη Μάγδα Σαλονίκη,τον γιό στη μετεκπαίδευση
τη ριγωτή πιτζαμούλα κι ασορτί μουσική
ορίστε που τα πέτυχες. «Κι εσύ τα πέτυχες»
«Πέτυχα, μα όχι τον στόχο μου»
Τα λέγαμε με τη σύζυγο την Κυριακή βράδι,
εύκαιροι από δουλειές, μελαγχολώ όμως.
Οι φίλοι διαμένουν ο ένας Βρυξέλλες, ο άλλος Σαλονίκη
κι ο τρίτος στην Αθήνα
και μερικές φορές λείπουν πολλή ώρα.
Με τις γυναίκες δε μπορώ
να πούμε τις ιδιαίτερες ανοησίες
η να ψάλουμε τα μονότονα χορικά-
οι αντρικές φωνές ακούγονται μπάσες
και θρηνητικές, γνωρίζουν να κλαίνε

Καθώς ο Σουλιώτης δεν ακολουθεί τους τρέχοντες μηρυκασμούς, δεν υπήρξε χίπι, μήτε ετερόχθων, μήτε εναλλακτικός και ουδέποτε γέλασε με τριανταδύο δόντια,αλλά υπάρχει εν βίω ως ποιητής,πράγμα που τον καθιστά επικίνδυνον,οργανώνει τους στίχους του χωρίς πολλές παραχωρήσεις στο ισχύον στιχικόν αίσθημα.Ξεκίνησε από την οξύτητα του συνόλου και τανύν, μετά τριάντα χρόνια,είναι ευτυχής που μπορεί να γνέθει την αποφασιστική πρόταση,χωμένη σε βελέντζα.
Οι φράσεις «και θα την έσφιξα σφιχτά», «επιχρωματισμένη από τα χειμπερνάκουλα του Καναδά». «ξύπνα με μέν, έντεκα δε» «σφιρίπιλι,το σφύριγμα του πουλιού,της πήλινης οκαρίνας/και ψάλλω ένα κεκραγάρι που μου άφησε ο παπούς / αλλά άθεος» δείχνουν ώς που έχει φτάσει η ποιητική του ιδέα.Επειδή πλησιάζουν Χριστούγεννα, και δεν ευκαιρείτε γιά αναλύσεις προσιδιάζουσες μάλλον σε Απόκρεω και Πεντηκοστές,θα σας το δείξω εγώ σε μερικές προτάσεις.
Τα τελευταία ποιήματα του Σουλιώτη έχουν μανικό χαρακτήρα.Είναι όλα ερωτικά.Η γεωγραφία, οικείο κεκτημένο του, έχει περιοριστεί στα προφανή.Η λέξη Αχρίδα, δύο φορές.Η Μάγδα επίσης δύο.Οι πράγματι αποδέκτες των λογισμών του, σοφότατα ανώνυμοι,άν και ευδιάκριτοι.Θεώρησε εντέλει πως είναι καλύτερα να ιστορεί το προσωπικό,παρά να προσωποποιεί την Ιστορία.Εκτιμώ πως ανοίγει την νέα δεκαετία θρηνητικά και απαξιωτικά.Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε τόσο διασκεδαστικός.Πρώτη φορά υπάρχουν στίχοι που θα γινόταν αποδεκτοί από το σινάφι μας, που πάντοτε,υπό την ευρεία διευθυντική έννοια, τον θεωρούσε ακαριαίο πεζολογούντα.Υπάρχει έρως των πραγμάτων. Αυτά, και πολλά είναι.Εάν η ποίηση είναι λέξεις,φτάνουν. Αλλά προφανώς η ποίηση είναι λόγος, μέρος του λόγου, επομένως γράφεται μόνον το τμήμα της που δεν είναι αρκούντως αφ΄εαυτού εκφραστικό.
Εδώ, από αυτή τη θέση,απομένει να μιλήσω γιά το εκδοτικό μέρος αυτής της ποίησης.Πρόκειται γιά καθαρή, ανόθευτη διαπλοκή,γιά μιά συνωμοτική γλώσσα που εκνευρίζει τους κομματικούς μηχανισμούς.Καλά, τίποτε από τα τρέχοντα δεν θησαυρίζεται πλέον; δεκάδες στελέχη επιχειρήσεων και κομμάτων παραδίδουν επαρκή πεζογραφήματα.Παλιά, είχαμε το φαινόμενο παντοπωλών και δημίων που στιχουργούσαν τρυφερά όταν έπηζε το αίμα τους.Η έκδοση ποιητικής συλλογής οσημέραι καθίσταται ένοχη πράξη.Η προ γενεάς αναγνωστική της επιφάνεια έχει στραφεί τελεσιδίκως στον ρηματικό λόγο που επιτέλους μπορεί να είναι πεζός,πεζεταίρος,μαγκλαβίτης και ζάβατος.Γίνεται και οικονομία στο χαρτί.Λοιπόν, εμείς στα κυκλώματα, παραδίδουμε το τελευταίο ποιητικό έργο του Μίμη Σουλιώτη στις μυλόπετρες. Υποδίκως, έτσι;

Συμβιβάσου

Όπως συμβιβάζονται όλα τα πουλιά
εκτός από εκείνα που τα χτυπάει το ρεύμα στο καλώδιο
και πέφτουν με το κεφάλι
κι αιωρούνται τα ξέφτια τους στη θέση
όπου προηγουμένως πετούσαν,
ετσι να συμβιβαστώ ακόμη περισσότερο,
αφού γιά να απλώνει τις φτερούγες
μαζεύοντας τον αέρα,και για να πετά με τις ώρες
σημαίνει ότι υποτάχτηκε στη βαρύτητα
σαν ψάρι στο νερό.Συμβιβάσου
και μη βαυκαλίζεσαι πως τάχα πρίν
είσουν ασυμβίβαστος.
Είσουν ασυμβίβαστος κατά φαντασία.



17 10βρίου 2000
(αδημοσίευτο)


 Η χαιρεκακία της πρόβλεψης


ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ ΠΑΛΙΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣΕΡΜΗΣ 2002

Ποιητές.Συλλέκτες ήχων που δονούν τον αέρα με την τυχαιότητα της ραδιενεργού σκόνης. Πουθενά στο αχώρητο Βιβλίο των Δεξιοτήτωνδεν υπάρχει το λήμμα ποιητής.Το σχετικό λειτούργημα ανατίθεται με όρους που δεν σκοπεύω να εκθέσω,σε υπαλλήλους, μύστες, φιλόδοξους, Ταϊλανδούς και ενιοτε αγραμμάτους, με την ίδια παραφορά και επιμονή.Αποτέλεσμα: το ζωντανό πρόσωπο του ποιητή είναι προσάρτημα του έργου του,κι αυτό εξηγεί πολλές φιλολογικά ανεξήγητες μεταθανάτιες εκλείψεις και επιφάνειες .
Στην κορύφωση του μεσόκοπου βίου του, ο Μίμης Σουλιώτης, φιλόλογος κατά το λειτούργημα και οξύς κατά τους υπόλοιπους συνδικαλισμούς της ζωής, εκδίδει τις «Παλιές ηλικίες», συλλογή τριανταοκτώ ποιημάτων, υπό το motto«ο νούς παλαιούμενος ανηβά». Πρόκειται γιά το όγδοο ποιητικό έργο του που δημοσιεύεται, σύμφωνα με τον δικό του κατάλογο,εξαιρωντας τα ούτως ή άλλως απόμεραπαίγνια, ριμάδες,έμμετρες κοινοποιήσεις επιθυμιών,εγκυκλίους σε μορφή στιχηρά,που έχουν τον χαρακτήρα δημοσίου κειμένου, αλλά βρίσκονται εκτός τυποτεχνικής διεργασίας.
Εντύπωση προκαλεί η έκρηξη της τελευταίας πενταετίας: 1998,Αβγά Μάταια.1999, Περί Ποιητικής.2000, Υγρά.2001, Ο Ηλιος στην σκοτία.Μαζί με τις Παλιές Ηλικίες, πέντε! Το 1972,εμφανίστηκε η ολιγοσέλιδη Σβούρα.Τα διεισδυτικά Ποιήματα εν Παρόδωτο 1974.Μιά βαρειά και επιβλητική συλλογή, η πλέον αντιπροσωπευτική του,που ονόμασεΒαθιά Επιφάνεια, είναι έργο του 1992.Λοιπόν, να συμπεραίνω ότι απλώς τρελάθηκε το αφεντικό η πώς ο ποιητής Σουλιώτης αποφάσισε, εν μέση οδώ ,ανατρέποντας την πάγια νομολογία και αμπελοφιλολογία περί συρταριού του ποιητή να κάμει την σχετική εκκαθαριση. Ομολογώ ότι επέλεξα την δεύτερη εκδοχή,εφ όσον γνωρίζω πως ο εκδότης  είναι ασυνήθιστα μειλίχιος ως προς τον Σουλιώτη.
Οχι λοιπόν, δεν μου φαίνεται ότι συγγράφει υπό το κράτος της κρίσης ενός πενηντάρη.Παράγει αγαθά προϊόντα μιάς θεματικής ποιητικής, μερικές φορές περισσότερο προϊόντα ,αλλά άν σκεφτεί κάποιος ότι οι ποιητικές αστοχίες υλικού, ακόμη και στην πιό εκτιμημένη ποίηση σπανίως δεν έχουν διψήφιο ποσοστό ανά συλλογή,αυτό είναι κατανοητό.
Πίσω και πέρα από την σουλιωτική (μπρρρ!) ποιητική,υπάρχουν οι οδηγοί του,πρώτιστα ο Καβάφης και βεβαίως ηλογιστική του Γιώργου Σαββίδη.Οι υπόλοιπες επιρροές στην στρατηγική του Σουλιώτη δεν είναι πολύ έντονες.Ευχερώς μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει από το σώμα των ποιημάτων δέκα θυμοσοφικά( Οι Καλές μέρες,Παλιές αξίες,Χειμαδιό, Μετά τα φυσικά, Οσο περνούν τα χρόνια,Λιπαρά, Πιό γέρος, Ο Χάρος, Δωματίλα,Προς την αιωνιοτητα) δώδεκα ανθρωπογεωγραφικής οξύτητας (Πρέσπες, Κρύο, Βορειοδυτικά,Παρεπίδημο χιονάκι, Ρόδεν Βόδεν, Ο καπετάν Κώττας, Ξαφνικά πράματα, Παρατονισμένοι στίχοι,Υστερόγραφο στο προηγούμενο, Ενα πρωί, Χιονόνερο,Μιλαδένης) επτά ποιήματα γιά το σινάφι (Bestof, Η Ειλικρίνεια, Προώθηση,Τι είναι το τσίπουρο, Βραζιλία- Αργεντινή, Αργώ, Στοιχειοθεσία) και εννέα γενικής λίμπιντο (Να υπάρχεις, Η στίξη, Οι κάλτσες, Δακρύζεις γιά δυό πράγματα, Τις μέρες που σ έρωτεύομαι,Η Μεκάση και το Ωροσκόπιο, Χιόνισε, Συζυγικοί διάλογοι, Μερικές είναι όμορφες).
 Χρησιμοποίησα τον καιρόενός καταλόγου γιά να προσφέρω στον φιλαναγνώστη τους τίτλους των ποιημάτων της συλλογής.Από τα οποία ,ξεχωρίζω το Ο Χάρος (Γιά την ώρα νικάει αυτός /αλλά θα τον ισοφαρίσω/όταν θα έχω πεθάνει/και κηδεμένος με σακάκι φωτεινό κίτρινο,/με παπουτσίχρωμη γραβάτα και γραβατιές κάλτσες/και με τη σκελέα της Σκουάντρα Ατζούρα από μέσα/και τον ψιλό μου κασκορσέ ,η ωνιά του θά΄χει περάσει[]) Τις μέρες που σ έρωτεύομαι(..γίνομαι ο Αυτός που Ποτέ Δεν Πεθαίνει..) Βραζιλία- Αργεντινή( Εγώ,κι όχι επειδή έχω φάει άλογο στοστρατό,/αντί γιά Βραζιλία προτιμώ Αργεντινή/γιατι έχει πιό περήφανες καλπάζουσες/κι η συσπείρωση του πάθους στον ορθό λογο/παράγει πάθος με πτερνιστήρα:/Βαλντάνο, Αρντίλες τεχνίτης/Ολάρτι Κοετσέα και Κόι Κοετσέα οι σφοδροί []) και πολλά άλλα που θα αφήσω στην διάκριση του αναγνώστη,αφού τα κριτήρια ενός κυκλωματικού ,φίλου του ρεμπέτικου, φλώρου και ροκά που τον έπαιζαν παιδική μπάλα μόνον επειδή ηταν ο ιδιοκτήτης της, γενικώς δεν θεωρούνται, και δικαίως, αξιόπιστα.
Η αναμέτρηση με τον θάνατο και η τάση γιά ξεθώριασμα, έχουν την μορφή μιάς ανάσας πρίν την τελική πτώση που προβλέπεται και εκτίθεται λεπτομερειακά.Το άγγιγμα των γυναικών γίνεται ανάερο, τα τοπωνύμια που τον βασάνισαν αφήνονται ανερμήνευτα, υπάρχει κάπου-κάπου και μιά έπαρση αναγραφής σιβυλλικών ,για τους αγεωγράφητους, παραθεμάτων που μπορεί να αρέσκονται στην αστικη τοπογραφία, αλλά νομίζουν ότι πέραν των Αμπελοκήπων κατοικούν βραδύγλωσσοι κομιτατζήδες.
Το ζήτημα είναι ότι οι Σουλιώτες δεν είχαν ποτέ πρόβλημα με την Αθηνα, ενώ χειμάζονται στην Θεσσαλονίκη.Κάποτε πρέπει να ιστορηθεί ο καιάδας μιάς περιφερειακής πρωτεύουσας.Από έναν Ρόθκο, όχι από έναν Νταβίντ.Δεν είναι άδικο: την Αυστραλία την δημιούργησαν κατάδικοι,ενώ την Αγγλία μέτοικοι.Τουλάχιστον τρείς από τους ποιητές του γνωστού κυκλώματος στο οποίο ανήκω και κατηγορείται ότι σπατάλησε τον ποιητικό ιχώρα της φτωχομάνας, έχουν περάσει από βλέμματα δικαστών.Οχι παράδοξα ,γιά λόγους που έχουν κάποια ποιητική ανταύγεια μεσα στις δικογραφίες.
Επαινώ την συλλογή και την τυποτεχνική της μορφή,εύχομαι στον Σουλιώτη καλό χιόνι και συνεχίζω την έκθαμβη πρωτιά μου στο κεντρώο κέντρο.


Δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ, με διαφορετικόν (καλύτερον) τίτλο

  

Πότε το αιμοστατικό;

$
0
0
Βρέθηκα σε μια σούμμα του καθηγητή Καλύβα,ηλικίας  ενός έτους, σε παραπέμπουσα ανάρτηση της κυρίας Ευθυμιοπούλου στο facebook ,γιά τα Δεκεμβριανά. Καθώς το λιτό, λόγω twitter, κείμενο , διαθέτει όλες τις αρετές μιας συγχρονικής γυμναστικής (ισχυρή προπόνηση, απαγόρευση ανακριβειών, και μία κουβέρτα ασφαλείας καταής, ινα μη σκάει ωσάν το καρπούζι ο προπονούμενος ) είπα να ξεχάσω τα Δεκεμβριανά και το χαρωπό μαζί και ζοφερό παιχνίδι του "τις πταίει"και να σας μεταφέρω μερικους χάρτες πίσω, με ελάχιστα σχόλια.
Η κατάσταση του ανατολικου μετώπου απο τον Αύγουστο έως το τέλος Δεκεμβρίου του 1944. Το κατω μπίττερ μπλου χαλί είναι το βαλκανικό μέτωπο, που "έσκασε"τον Αύγουστο και μετέβαλε την Ρουμανία και την Βουλγαρία, απο σύμμαχες χώρες του άξονα, σε χώρες κατακτημένες απο τον σοβιετικό στρατό. Ειδικά η Βουλγαρία, μεταμόρφωσε τον μεγάλο στρατό της, απο βασιλικό σε σοβιετικό, υπο τις διαταγές του στρατηγου Τολμπούκιν.Μπορείτε να διαβάσετε πως 14 Οκτωβρίου είχαν ήδη φτάσει στο Βελιγράδι. 
Κι εδώ να βγάλετε λίγο επ΄ωφελεία τα ματάκια σας. Είναι η κατάσταση των Βαλκανίων τέσσερις μέρες πριν διαλυθεί το μέτωπο. Ολόκληρα τα Βαλκανια είναι του Άξονα. Οι σοβιετικοί δεν έχουν χουμήξει, οι Κροάτες φυλαγουν τα ΒΔ, οι Βούλγαροι κατέχουν την Ελλαδα και το μεγαλυτερο μέρος της νότιας Σερβίας, οι Γερμανοί τη Σαλονίκη.
Όταν λοιπόν οι Βούλγαροι γίνονται σοβιέτ, κατέχουν και μέρος του ελληνικού εθνικού χώρου. Κανονικά, ως σύμμαχοι Αμερικανών και Άγγλων, οι Σοβιετικοί έχουν ελευθερώσει την ανατολική Μακεδονία και δυτική Θράκη. Επιτηδες δεν έβαλα ομάδες ένοπλες, στρατους και αντιστάσεις. Εβαλα με κίτρινο του Άγγλους, που έχουν απο 22 Σεπτεμβρίου εγκαταστήσει ελληνικη κυβέρνηση στην Καζέρτα, και θέλουν να την φέρουν τώρα που οι Γερμανοι αποχωρουν απο τα Βαλκάνια, στην Αθήνα.Μόνον που πριν το υλοποιήσουν, 9 προς 10 Οκτωβρίου 1944, στη Μόσχα, ο Τσώρτσιλ αναφέρει πως τα Βαλκάνια μοιράστηκαν: Ελλαδα 90% Αμερικανοί και Άγγλοι, Βουλγαρία 75% σοβιετική, Γιουγκοσλαβία  μισή μισή.Οι Γερμανοι αναχωρουν. 15 Οκτωβρίου οι σοβιετικοί απωθούν στο Πετρίτσι την 22α μεραρχία της Βέρμαχτ που ήταν στην Κρήτη. Με καραβάκια και τρένα οι φρουρές τους μέσω Θεσσαλονίκης φεύγουν βόρεια.Ο ΕΛΑΣ θα περιμένει την απελευθέρωση, λεει η συμφωνία της Καζέρτας, έως την γραμμή Αξιού.Οι Άγγλοι και η εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση (υπάρχει και άλλη, του Γ Ράιχ, εξοριστη ελληνικη κυβέρνηση, του Κουτσονίκου) δεν ζητούν καν τα απελυθερωμένα ελληνικα εδάφη που κατέχει ο σύμμαχος πλεον, βουλγαρικός στρατός. Ο Παρτσαλιδης σύμφωνα με δικα του λογια είναι λίγο μετά την κατάληψη της Σόφιας, 15 Οκτωβρίου, στον Τολμπούκιν και του ζητά βοήθεια. Αντί βοήθεια, ο στρατηγός δίνει εντολη που εκτελείται ,να αναχωρήσουν τα τέως στρατεύματα κατοχής και νυν απελευθερωτικά απο Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και να γυρίσουν στα παλιά σύνορα. ΟΙ Βούλγαροι ξεχνουν την Ελλαδα κι στέλνουν βοήθεια στον Τολμπούκιν τις στρατιες τους, μέσα απο μια τουριστική βόλτα απο τις χώρες των Σκοπίων που έως πρόσφατα κατείχαν ως άξονας. Το μυαλο τους δεν είναι στην Ελλαδα, όπως πιστεύουν οι εθνικοφρονες, αλλα στα μέρη των Σόπτσηδων, να τα πάρουν ντε φάκτο απο τους Σέρβους. Εκεί θα παιχτεί το Μακεδονικο: μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας. Το 50% είναι ισχυρότερο απο το 25%. Η Γιουγκοσλαβία, φίλη και σύμμαχος, παίρνει την χώρα του Βαρδάρη και την ονομάζει Μακεδονία.  Αυτή είναι λάθος γεωγραφία, κύριε Καλύβα.

Συνεχίζω, στον τελευταίο χάρτη, να βάζω μόνον τους κλασικους στρατους. Οι Γερμανοί κρατάνε κάτι στα Δωδεκάνησα και την Κρήτη. Είναι τόσο τρομαγμένοι (sic) και τόσο ελεύθερη η Ελλας, ώστε θα  φύγουν απο την Κρήτη μήνα Μάιο του 1945. Στον χάρτη, έχουν το πράσινο χρώμα. Οι πράσινες γραμμές οι βασικες διαδρομές εξόδου τους απο τα Βαλκανια.

Το παχύ κόκκινο, απο 15 Οκτωβρίου δεν πατάει πιά στο Αιγαίο! οι Βούλγαροι έφυγαν.

 Οι κίτρινες γραμμές είναι οι στρατιώτες του Σκόμπι, ενώ στη Αθήνα, απο Νοέμβριο, έρχονται και οι Ριμινίτες. Οι Άγγλοι προσπαθουν να μαζέψουν στρατό Ελλήνων. Εχουν τον ηττημένο Ζέρβα στην Ήπειρο, τους νεκρους των ταγμάτων στον Μελιγαλά του Σεπτεμβρίου, τον Αντων Τσαους στη Μακεδονία και Θράκη, τους συνεργάτες των Γερμανών στο Κιλκίς, Κισά  Mπατζάκ, Δάγκουλα, και λοιπούς που περιμένουν να γίνουν ΕΔΕΣιτες,και κανέναν άλλον πλην των  ελληνικών υπηρεσιών που δούλευαν γιά τους Γερμανους,υπηρεσίες που πρέπει, αφαιρουμένων και μερικων δοσιλογων γιά να μη καρφωθουμε και τελείως, να αποτελουν τους νέους υπηκόους του Παπανδρέου.

Α, και οι Χίτες.Στο Θησείο.

Λεπτομέρεις δεν έχει. Το Κιλκίς άντεξε πέντε ώρες και μετά διαλυθηκε. Η Θεσσαλονίκη έπεσε στα χέρια του ΕΛΑΣ που παραβίασε, ή έκανε πως δεν ήξερε τις συνθήκες.Χωρις Αγγλους, η κατάληψη της εξουσίας απο τον ΕΛΑΣ ήταν υπόθεση έστω μιάς εβδομάδας.

Δηλαδή χωρίς τον Στάλιν.

Αλβανία και Βουλγαρία θα είχαν πάρει ένα σωρό εδάφη, ακόμη και ελληνικα. Η Σοβιετικη Ένωση θα κατείχε την έξοδο των στενών και άν δεν υπήρχε σοβιετικη τουρκία, να μου τρυπησετε όλες τις μύτες. 

Δεν θα υπηρχε βέβαια κανένα κράτος του Ισραήλ, και το 1989, η Ελλαδα θα ήταν μαζί με την βόρεια Κορέα που δεν θα ήθελε αλλαγή καθεστώτος. 

Και απο την ελληνική εμιγκρέτσια που θα ήτο εις Ευρώπας και ιδίως εις Αμερικάς, οπως συνέβη και στις Βαλτικες χώρες, η ομογένεια που θα έμοιαζε με την βιετναμέζικη ιδεολογικως, έπρεπε να ξέρει ρώσικα γιά να κανει καμιά δουλειά στην Ελλαδα. Οπως στα ρώσικα θα ήταν και ο συνδυασμός ακριβολογίας και ανακριβολογίας του καθηγητή Καλύβα.

Διότι το γαιτανάκι του αίματος δεν έχει ισοζύγιο το "πήραν ομήρους τα κουμούνια και ξεκίνησαν τις σφαγές". Η ιστορία αυτου του βλακωδους ισοζυγίου ξεκινάει απο τον Μέγα Βενιζέλο του Ιδιωνύμου και απο κατι εκλεγεμένους Δημάρχους Καβάλας κομμουνιστές που αντί Δημαρχείο έμπαιναν φυλακή. 
Και συνεχίζεται με την παράδοση των κομμουνιστών στις αρχές κατοχής και η αναστροφή ήλθε με την συστηματικη σφαγή των χωροφυλακων και την εξολοθρευση συνεργατών των αρχών κατοχής και πληθους ασχέτων "εθνοπροδοτών"και μετά γύρισε το τούμπανο με τις άλλες ομάδες της άλλης τρομοκρατίας και τελειωμό δεν έχουμε.

Υπήρξαμε ένα πειστικο προτεκτοράτο. 

Μπορεί να ήμεσθεν χειρότερα ως σοβιετικο προτεκτοράτο 

.Αλλα πως είναι να είμαστε ένα κράτος, κανένας μας δεν το βρε και δεν το πε ακόμη. 

Αυτο το αίμα που χύθηκε και χύνεται, κάποιος άς  πράξει  κατι αιμοστατικό και άς μη το συκοφαντούμε. 

Διότι απο την κακίστρω μας την μοίρα, χαραμίσαμε πληθος γειτόνων, πληθος αναιτίων συγκατοίκων όπως την γυφτουριά, που είχαμε καιρό να τους λοιδωρούμε. Ενας τέτοιος λαός και να γινόμαστε καθε τόσο ένα κακό μιλετι! μήπως ο Εφιάλτης να είναι ο πιό αντιπροσωπευτικός μας ήρωας; 

Ο ένας γονιός μου ΕΠΟΝ, ο άλλος στην ΠΑΟ. Όλα τα σόγια που ξέρω, με αίματα στους πέντε ανέμους. Παρόλο που προκόβω σε αυτά, δεν θέλω λόγια, αλλά κλειστά ήρεμα βλέφαρα σε όλους τους συμπατριώτες μου, μερικές ώρες την ημέρα ή την νύχτα, τουλάχιστον.


Προς τηλεπαρουσιαστήν τελείως χλεχλέν

$
0
0


Παρατηρώ τις ερωτήσεις σας, τις χειρονομίες και ιδίως τον τρόπο που ΔΕΝ καταλαβαίνετε τις απαντήσεις Του. Μη κολλάτε. 

Υπαρχει ελπίς: Αμάνωτοαθερινόδιχτο.

 Οι έρευνες της επιτρόπου Δαμανάκη έδειξαν ότι η γυμνότης του κρανίου το κανει διαπερατό στο «σασκίνι» που είναι ποσοστό του ουρανίου αιθέρος που διαφεύγει από τα βρεγματικά οστά, τα μόνα που επιτρέπουν κατά κεφαλην οστεοπώρωσιν. 
Το σκουφί του εναλλά, και του αντίφα, για λογους διαμόρφωσης της λεγόμενης κάμπιας,δημοφιλούς τελειώματος



δεν επιτρέπει οπλισμένα (μανωμένα) υποστηρίγματα του νήματος.Να φοράτε αθερινόδιχτο αμάνωτο, ακόμη και απλάδι. 
Αν δε μπορείτε να βρείτε εταίρους (με ένα δίχτυ συγκρατουνται 5000 εγκέφαλοι) αγοράστε μια σηκωτή

 ή στην ανάγκη βγάλτε το χερούλι από μιάν απόχηοχτάρα.Και αυτή καλύπτεται απο γκάνγκστα μπερέ,ή πεπέλο σουάβου.

Συγκρατεί τις σκέψεις, καθυστερεί την εξαέρωσιν των γονιδίων, σας εμφανίζει σκεπτικόν, πράγμα καλόν, ώ άμυαλε σαψάλη, και κρύβεται κάτω από την σκούφα που επιθυμείτε.


Βέβαια ο Καμμένεν ,όχι ο Κάμενεφ

στο μνημειώδες άρθρο του «γιατί δεν δημοσιογραφούν τα κεφαλόπουλα;» παρουσιάζει πειστικές ενστάσεις επι της λειτουργίας των αθερινών, ενώ η παρουσίαση της μονογραφίας «Κεφαλόποδα: αυτά τα άγνωστα» Γκας Αβρακώτου  τινος,

έδωσε νέα ώθηση στον νεοπαγή κλάδο (ΠΧΠ, «πουθενά χωρίς ποίησι») αλλά και στους Δημουλίτας, νέους οπαδους της Κικής Δημουλά.

 Πωσήπατε; Δενηναφτή Ηδειμουλά;  Είναι ο Καμίλ Δεμουλέν; Χουκαίρς!

Και τώρα γειά χαραντάν /και συσκοτίσου!
τρέχω με τα Ντόνακαράν /στον ανταγωνιστή σου!

H γειτονία των αγγέλων

$
0
0
Φρίξατε ,ήλιος και καύμα, 
χιών νιφετός, μετοπώρου ακμαί:
λέοντες τους όνυχας
αντί αλεξηλιων προθέτουσιν
αγίων σπυρίδα
αντι καύκου διαθέτοντες.
Η Ελλας εσώθη χάρις εις τα Τάγματα!
Σιχτιρίσατε άπαντες πάντας ήτοι πάσιν εναντίοις
Άγγελοι και αλληουίζοντες αρχάγγελοι ήτοι η κυβέρνησις
ποδηγετούν νέους ψηφοφόρους
και οι σύμβουλοι  νικώσι
Σεραφείμ και Χερουβείμ, οι κυκλωσαντες Θρόνοι
εκ Βρυξελλων αναμέλπουσι το "γελ, γελ"αναμένοντες τας εξελιξεις
του τόμου "άλλος διά το δισεκατομμύριον"
 Η Κυριότης του Σύριζα
τον Λαφαζάνην συνδράμει
να διαβει με την Δραχμούλαν
μιά πόντε νουόβαν
Η δύναμις του Δένδια
μέλπουσα το "άγιος άγιος άγιος"
την  Χρυσήν αυγήν προστατεύει
έως τα ξημερώματα εκάστης νυκτός-
μετά, αναλαμβάνουν τα κόμματα
Αι λοιπαί Κεντρώαι και Δημοκρατικαί Εξουσίαι
συνεδριάζουσιν απο της νυκτος του Αγίου Αμβροσίου
και άχρι της αυγής του αγίου Σπυριδώνου
θα έχωσι λυσει τα θέματα τραπεζοκαθισμάτων, 
αναπτύξεως νεφών,
και εάν ο Μπιστης θα ενταχθεί
οπότε ο Κουβέλης  θα κοιμηθεί
Σαμαράς τα έγχορδα πιστεύει
Βενιζέλος τα νυκτά όργανα νηστεύει-
Στουρνάρας τα πουγγία των ψαύει και μετρά
Μόνος πλην αγνός
Πελεγρίνης τις άρχων σωστός
ετοιμάζεται να εκτελεσει το γιωρσοβαίην
ενώ είναι ταπεινός
Την κρέμαν και την πάσταν αραπίναν ενοχλούν
άνεργοι ,τσιπλάκηδες, ενάντιοι, ψωμολύσσαι
κλεφταράδες, μισκιναίοι, κατοικίαν κατέχοντες
που να τους κατσει στην μπακαν
φεησφουκαράδες
που δε δίδουσι,
που φοροδιαφεύγουσι,
και με τας εορτάς δεν συμφωνουν
οι άπονοι Ιαπώνοι
χαρακύριοι, καμικάζιοι
και αι σαγιονάρες των.

ΤΟ ΣΚΛΑΒΑΚΙ ΤΗΣ ΣΩΣΑΝΝΑΣ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ

$
0
0


[Υλικό προετοιμασίας ποιήματος]
 Δεν ξέρω τον λογο που μου αρέσουν οι στενοπρόσωπες γυναίκες.Και οι με αντιθέσεις στα χρώματα. Ευτυχώς η μόδα, εδώ και άφθονα χρόνια τις θέλει μπέζ, σαρκί. Μελί μαλλιά, πρόσωπο με ανοιχτές καφετιές απόχρώσεις, κραγιόν στο χρώμα της σάρκας που πάνιασε, χωρις αίμα. Κι έτσι τις περισσότερες τις θεωρώ προτομές και δεν τις βλέπω.

Η μόνη στενοπρόσωπη που γνώρισα ήταν η Δυναμό. Σχεδόν δεν υπήρχε ανφάς. Στο βράδι που περάσαμε στο Στρατόνι, περι την 10ηΙουνίου 1974, θυμάμαι που με πλησίασε κατά κεφαλήν και αλληθώρισα για να την δώ. Εμοιαζε άραγε με άλογο; Αλόγες λεγαμε τις σπορτίφ, γρήγορες και φωνακλούδες  τύπισσες, πάντα όμως λεπτές. Οι ίδιες με βάρος, φακλάνες και μουσκάρες και ντρέντνοτ.Αν ήταν και άτσαλες, σβαρνιάρες.Με τις γεμάτες ή χονδρές κυρίες , οι άνδρες είναι ομιλητικοί, ευγενείς, διασκεδάζουν, χαίρονται, πετιέται το κεφι ως κομφετί. Με τις πράγματι ωραίες, η βούβα ,ο άνθρακας, το πετάρισμα της καρδιάς, η πίεση στο 23, η μικρή στο 16.Είτε ζωντανές ,είτε φωτογραφημένες.Και η Δυναμό δεν είχε φωνή ,είχε φωνίτσα, αβρή και ξέψυχη.

 Εσείς που δεν σας ξέρω και δεν σας έμαθα, δεν έχετε απλως στενό πρόσωπο. Είστε οξύτατη.Κάτι έχει πατήσει το πρόσωπό σας-δυό δυνατές παλαμες, ένα λαθος του εμβρυουλκού, κι έτσι τα μάτια σας λοξεύουν από τους κροτάφους προς τα πτερύγια της μύτης, όπως του αλόγου. Αλλα δεν σας τελείωσαν σωστά. Και η μύτη σας κατζή. Ενας γάντζος που τον ίσιωσαν Γαλατες χρυσοτόκοι.Και η φορά, η φτιάξη του κρανίου.Γιά χιλιοστά μιλάμε: το πρόσωπό σας είναι αψεγάδιαστο, πανέμορφο.Μόνο που αυτήν τη φορά, την έχετε γλυτάρει.

 Πέρασα ένα βράδι μακάριο, και ανα ώρα ανασηκωνόμουν και έκανα αναπαράσταση από γεροντικες πόζες του κλασικισμού, του στυλ Ρίτζενσι και του ρομαντισμού.Mόλις έπιανα την χειρονομία ενός φιλοσόφου, ενός νομοθέτη ή ενός γέροντα από τους δύο που παγίδευσαν την Σωσσάνα στον κήπο, έπαιζα τον ετοιμοθάνατο που καλούσε τα παιδιά του, τη σύντροφό του και τους ζωντανους οικείους του, να τους ευλογήσει και να τους αποχαιρετήσει.

Τους μίλησα όλους δακρύων και τους προκάλεσα δάκρυα. Συγγραφέας είμαι αφού.Και μετά ήρθατε και ηθελα να σας πω «δοαθύραι τοπαραδείσου κέκλεινται, καοδες θεωρεμς, καν πιθυμίσού ειμί· δισυγκατάθου εμοί καγενομεθ᾿εμού». Το αντιπολιτευόμενο τον αγνωστικισμό ένθεο τμήμα μου, συγκινημένο, το΄χαψε το ύφος και με ξαπόστειλε στον Αιδη.

 Κι έτσι απόθανα ευθύς, στον πιο σκληροτράχηλο ερειπιώνα, στα τελειώματα που δεν καθαρίστηκαν ακόμη γύρω από ένα καραγιαπί.Δεν πρόλαβα να ακούσω την απάντησί σας.Καλύτερα. Θα περνάτε από την γραφειοκρατία του f/bαλλα πλέον δεν θα είμαι εδώ.Και δεν θα διασταυρωθουν οι κινήσεις των πληκτρολογίων μας. Ποτέ. Διότι πληκτρολογώ απο τον άλλον κόσμο.


Γλυτώσαμε μία η δύο ναρκωμένες, αδιάφορες συναντήσεις και ένα δικαστήριο από έναν άσχετο Δανιήλ. Διότι, άς ειπωθεί το μυστικό ,λογοτεχνία είναι διότι : καμιάν σας δεν έπαψα να προσέχω και να θέλγομαι επειδή γαρ ουκούν λέμε. Είτε στο εκ της ανακομιδής οστέινο απολειφάδι της αγάπης μου,είτε στο γιγάντιο γλυκύ εγώ μιάς τυραννισμένης υπαρκτής κυρίας,ποτέ μου δε τη  γλύταρα. Φροντίζω όμως εσείς να τη γλυτάρετε.Μπορεί ποτέ να μη ήμουν η νύφη, αλλα μήτε κι ο Βάρναλης:

Και τώρα, πχω πια πεθάνει,
του Παραδείσου, που μου κάνει,
άνοιχ’ την πόρτα· δε βαστώ!

 Καταληγω πως μάλλον είμαι το σκλαβάκι της Σωσάννας.Στην δημοκρατική Ελλαδα το λεμε «ο δουλος των γυναικών». Διότι αρκετές φορές αγάπησα και αποκλείεται να την ξαναπατήκω,να περάσω μισή ωρίτσα χωρις φαντασίωση, ο μούργος.Μόνο που δεν χρειάζεται να την μοιράζομαι μήτε με τον Πετεφρή.

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

$
0
0


Στα πρώτα σου γενέθλια ως νεκρού
Εύκολα κέρδισες την χηρεύουσα θέση.
Οι ενδείξεις ακoλουθούν τις εικασίες .
Θα ξεχαστείς ώσπου να ξεφυτρώσει
Μια εξίσου ακατανόητη γενιά:
θα διαβάζει κάτι σλάβικο στις γραμμές σου
Και θα κάνει αντίσταση του τσίπουρου
Που γίνεται υποτέλεια μόλις το γυαλί
Αδειάσει. Μα εσύ το αποφάσισες
Να κόψεις τον ανήφορο αντίς τη φούμα.

Αν η Αθήνα κρατούσε το Ταμείο της
Εν Δήλω και δεν σκότωνε με αγκούσα
Τα εντόπικα νουμιστεράκια πέραν του Χαζνέ
Θα ήσο ευσταλής, λικνιστικός, της Μαδουρής
Και των Ρεθύμνων κάτοικος, ενώ θα δίδασκες
Σεφέρη ως κακιασμένη του Ελύτη χήρα.

Αλλά το θέλησε αλλιώς το παινεμένο
16ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ Βερμίου
Και χύθηκε να προλάβει τη Σαλονίκη
Αντί να οχυρωθεί Κιρλί Ντερβέν ως Πάτελε
Ώστε να καταλάβουν οι μπαγιάτηδες
Πλήρως του Βήχου και του Δάγκουλα
Το στομωμένο λάζο. 
                                   Κι έτσι αναδύθηκες
Όπως στους μικτούς γάμους της Φαιάς Σελήνης
Μακεδόνων και Περσίδων που ονειρεύτηκε
Ο κοντούλης φίλος του Ηφαιστίωνα, γάμους
Που έπλασαν τις φυλές των Ασσασσίνων
Για να μη υπάρξει ύπνος στον τάφο του Καβάφη
Αδιατάρακτος, εξόν καμιά επέτειος.

Έζησες την ποίησι μιας μουσικής χώρας
Που λάτρεψε το στιλβωμένο κρανίο
Να κρέμεται απ΄τη ζώνη του Κρούμου
Και του Αριστίωνα. Το΄βλεπα το βλέμμα τους,
Ιδίως των υπόσπονδων στο κέφι σου,
Πως σε στραβόκοβαν ,λοξά δήθεν
Το δάπεδο μετρώντας ,χορεύοντας πουστσένο
Να δουν αν σακατεύτηκες αρκούντως
Ανάμεσα σε Πόντιους φουντωτούς
Και Βλάχους κεκαρμένους , όλοι φλύαροι.

Οι Φίλοι μου δολοφονούνται από τόπους
Όλοι. Και με ανέχονται ως τροβαδούρο
Της θανής των. Μα εσύ ήσουν τελεσίδικα
Ο ποιητής μου, κι όταν κοπάζει ο θρήνος
Σέρνουμε δυό καρέκλες στη γωνιά
Να κοροϊδεύουμε  αθέατοι την πελατεία,
Καθώς ψειρίζει τα τσιβάλια με τους στίχους
Και μετά μιλάμε για το χιόνι, όσο γίνεται.



17.12.2013 σε μια εβδομάδα, τα γενέθλια του Μίμη Σουλιώτη.

Γείτονες και μιάς γενιάς: οι Τετράρχες.

$
0
0
Γύριζε ο καιρός στην Ρώμη.  Τα βαλκάνια, τότε χωρισμένα σε επαρχίες ήταν σιδερωμένα με δρόμους, σταθμους, γέφυρες, κάστρα, πόλεις και κυρίως λεγεώνες. Οι αυτοκράτορες άρχισαν να βγαίνουν από τους επαγγελματίες καραβανάδες. Ηλικιακά κοντά, απο γειτονικές περιοχές, τέσσερις στρατηγοι κινάν και πάν,κατά το άσμα. Θα μείνουν στην Ιστορία ως οι πρώτοι Τετράρχες.

Διοκλητιανός, απο τα Σάλωνα της Δαλματίας, εκεί που πληθαίνουν τα; νησάκια ,244-313, μονοκράτορας που αποφάσισε να μοιραστεί την αυτοκρατορία.Εγινε Αύγουστος μαζί με τον Μαξιμιανό και προσέλαβε ως Καίσαρα τον Γαλεριο. Εκαμε πρωτεύουσα την Νικομήδεια και είχε την ευθύνη της Ανατολης.
Μαξιμιανός, ο λεγόμενος Ερκούλιος, ανώτερος ιεραρχικα του Διοκλητιανού, κατάλαβε το μεγαλείο του και έμεινε στο πλευρό του. 250-310.Προσέλαβε ως Καίσαρα ,αναγκαστικα τον Κωνστάντιο και ανέλαβε Ιταλία, Ισπανία και την βόρεια Αφρική.Απο το Σίρμιο. Εμενε συνήθως στο Μιλανο.
Κωνστάντιος ο Χλωρός, 250-306, γεννημένος στα βόρεια της Δαρδανίας, ο γιός του Κωνσταντίνος γεννημένος στο Εβόρακον (Γιορκ) ο μόνος μεταξωτός της παρέας, αβροδίαιτος, παράξενος, έφαγε την ζωή του σε πολέμους με τους Κέλτες, ζουσε στα μέρη τους, Γαλατία και Βρεττανία και είχε την ευθύνη τους.
Γαλέριος, καμια φορά τον έλεγαν και Αρμεντάριο (κοπατσιάρη,βουκόλο) γεννημένος στην Felix Romuliana ,Δαρδανία, πατέρας Θράκας και μητέρα απο τη Δακία, γκουρλομάτης, παράφορος και ικανός,260-311.Καισαρας του Διοκλητιανου, τα Βαλκάνια δικα του. Εμενε Σαλονίκη.
Το 305 έγιναν όλοι Αύγουστοι και η αυτοκρατορία χωρίστηκε στα τέσσερα. Στην Κωνσταντινουπολη σωζόταν το άγαλμά τους, ως Τετραρχών,που το πήραν λαφυρο οι Βενετσιάνοι το 1204 και είναι στη ΒΔ γωνία του Αγίου Μάρκου, απέξω.

Για το βίο και την πολιτεία τους ξέρουμε τα "εσωτερικά"απο ένα θρασίμι, τον Λακτάντιο που έγραψε ένα έργο γιά τα στερνά τους,και τους κρίνει ανάλογα με την συμπεριφορά τους απέναντι στα διατάγματα του Διοκλητιανου γιά τις διώξεις των χριστιανών. 
Τον Γαλεριο τον πτύει και το θεωρεί υπεύθυνο που παρέσυρε τον καημένο τον αυτοκράτορας, τον Διοκλητιανό περιφρονεί, τον Μαξιμιανό (που έδωσε εντολη στα μέρη του να γκρεμίσουν ναους μόνον ) δεν τον κατακρίνει ("επειδή το σώμα του ανθρώπου είναι ο μέγας ναός") και τον Χλωρό ,τον περνάει στο ντουκου, αφου ήταν  ο πατέρας του αυτοκράτορα που πέρασε στην πρωτοκαθεδρία τους χριστιανους.

Γιά τον Γαλέριο, παρότι αυτός, το 311, πέρασε έδικτον που σταματάει τους διωγμους, αναφέρει πως  η στρίγγλα η μάνα του που λατρευε βουνήσιους Θεους απο την Δακία και δεν άφηνε κοψίδι να μη μοιράσει στο παλατι της, τον είχε επηρεάσει και αυτος δεν ήθελε τους Ρωμαίους, αλλα ήθελε τα Βαλκάνια να γίνουν Δακική αυτοκρατορία. Λέει και άλλα τρελά.
Ωστόσο , ο Γαλεριος ΔΕΝ σκότωσε τον αγιο Δημήτριο! ο βιογράφος του αγίου αναφέρει ψευδώς ως αυτουργό τον Μαξιμιανό Ερκούλιο, που ΔΕΝ έκανε διωγμους. Πονηρά μνημονεύει ότι  ο Λυαίος ήταν Βάνδαλος που αγωνίζονταν και στο Σίρμιο, Το μοναδικό μαρτυρολογιο που υπάρχει, μνημονεύει στα ίδια χρόνια διάκονο Δημήτριο που μαρτύρησε στο Σίρμιο. Και το Σίρμιο ανήκε τότε πάλι στον Γαλεριο.

Μένω στο Αρμεντάριος που είναι επίθετο πολυ πιό κοντά στο Αρμάνος, Αρωμουνος, που διάλεξαν οι Βλάχοι γιά προσηγορικό τους και σημαίνει αυτο που πάντα ήταν οι άνθρωποι, απο τον καιρό των Πελασγών: πρόσεχαν κοπάδια.
Τον εκλατινισμό των Βαλκανίων που έγινε πραγματικότητα σε λιγες σχετικα δεκαετίες (ιδίως μετά την κατάκτηση των Γετών και των Δακων) και την  απόγνωση πολλών λαών που βρέθηκαν απο την  υπέρτατη δόξα στην ξεφτίλα (Αρδιαίοι, Γήπαιδες , Βεσσοί και άλλα εκατό τουλαχιστον ονόματα Ιλλυριών, Θρακών. Κελτών)  πρέπει οι Ελληνες βαθέως να εκμάθουμε και να ψιλοκοσκινίζουμε. Μόνον 17 είναι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες που γεννήθηκαν στην περιοχή της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας!.Χώρια Παννονίες, Δυρράχια και άλλα πολλα.
Η Βαλκανική συνέχεια και η γεωγραφικη παντοδυναμία του τοπίου, απο τα χρόνια του Δαρείου έως τα χρόνια του Μουράτ, μας είναι απαραίτητη προκειμένου να καταλαβουμε τα ολεθρια λάθη που πράττουμε με αυτους τους ανθρώπους ως ανδράποδα άλλων, μη βαλκανικών δυνάμεων.
Ο Γαλέριος , τον έθαψαν στην Ρομουλιάνα. Ρίξτε μιά ματιά:
 To παλατι του Γαλέριου στη γενέτειρά του
Προτεινόμενη αποκατάσταση του συγκροτήματος.

Γιά να συνέρθουμε λιγάκι απο την μεγαλομανία των Σαλονικιών μνημείων και άλλα τινά άκρως ευήθη.

Κλαδιά απο το ίδιο δέντρο

$
0
0


Λέω, ενόψει μιας εορταστικής ανακωχής ολίγων ωρών, όπου θα μετατραπώ , από ξυνισμένο μπάρμπα σε ευσυγκίνητο αντιδραστικό (ωσάν  έρμο σπιτικό , σκεπασμένο γλυτσίνες που δεν το πήρε ακόμη η ρυμοτομία και εμποδάει μιά διάνοιξη) να αδειάσω το τεπόζιτο με το φαρμάκι που μου απόμεινε.

Ας θυμηθούμε τον μαέστρο τον θρυλικό, που μεταπολεμικώς δούλεψε ακόμη και τον τον Τζον Στάκας, όταν ηρέμησαν τα πράματα και η μουσικη αγορά της χώρας, ήταν 1959 και άλλοι κυβερνουσαν τα αφτάκια μας, επομένως η αναζήτηση πελατείας μπορουσε να ανοιχτεί σε άλλη γη σε άλλα μέρη. Την Παραγουάη κι το Αλγέρι τα τελέψαμε, ας δοκιμάσουμε ολίγη απο Καρπάθια.

Κι άς  γυρίσουμε ανάποδα τη μπομπίνα.  Η Χαβάη ,  οι χώρες των βακέρος και των χιλιμπίλιδων  , και στα σκοτεινά χρόνια κεφάρουν , οι μαυραγορίτες έχουν τις ανάγκες τους και αμολάνε την χαρτούρα, τα νέα ταλέντα πρέπει να λουστουν την ξεφτίλα .

Βέβαια, αυτά χρωστάνε πολλά στις εταιρείες και στον μεσοπόλεμο. Απο κεί έρχεται η Χαβάη και πολλά ακόμη μεταξικά του νέου κύματος η λεγόμενη "βουκολική"περίοδος απο ταλεντάρες ωσάν τον Σουγιούλ και τον Κοφινιώτη που πρέπει να συνθέτουν και να γράφουν τις δικες τους Βαλκυρίες.

Τα μεγάλα ταλέντα ,καταλήγω, ήταν περιφερόμενοι ζήτουλες με μορφή αρτίστα και μαέστρου,που τους αντιμετώπιζαν ως τυχάρπαστη κομπανία. Το 1930, ο Tέτος σαρώνοντας ό,τι κυκλοφορουσε στην Ελλάδα, άδραξε και την μνήμη του Μπέζου και απο τα μουρμούρικα πήγαν στα ρεμπέτικα και μετά στα λαικά. Αλλα ταυτόχρονα, η μουσικη παράδοση έσπαζε σε δεκαδες γυαλάκια, οι τεχνίτες δεν μπορουσαν να ζήσουν με αυτο που έπρατταν καλυτερα και βλεπουμε στιβαρους δημιουργους να μαϊμουδίζουν ό,τι θεωρουσε συρμόη κοινή γνώμη.

Ραδιόφωνο κι εταιρείες, τα εργαλεία. Ταλαντουχοι μισθοφόροι, οι αγκιτάτορες. Η πολιτικη ρύθμιζε τα υπόλοιπα. Ας απομείνει αυτο που χωρίς φύτρο, χωρις μνήμη, ένα υβρίδιο φυτρωμένο απο φρέσκον αερα και κυνήγι του τάλιρου, μας κλείνει το μάτι απο τις νόθες εποχές που βλάστησε.

Κι αν πιστεύετε πως αυτά είναι ειδικως στημένα διότι τα εργαλεία ήταν νέα και συγκεκριμένα, μετρήστε τα αποτελέσματα στην ποίηση και στην αρχιτεκτονική, στο δέσιμο μιάς κραβάτας και στα διαχρονικά στερεότυπα. Κάτι πολυ πιό σκιερό πέρασε απο τα νότια Βαλκανια και δεν ήταν μιά παροδικη μαλακία.

Αντε, ατουταλερ.

Νικήτας

$
0
0
[Π.Θ. Εσπανιόλα ή νουβέλα εναντίον του Πλατωνα, τρίτο απο  τριανταέξι κεφάλαια]


Εάν η Αλεξάνδρεια κατακτήθηκε από τους Άραβες όπως περιγράφω, ή εάν υπήρξε πολιορκία, προδοσία ή απλώς υπηρξε μιά συμπαιγνία ή μιά ανάγκη υπέρ της πλοκής της Ιστορίας, το αφήνω στην κρίση του αναγνώστη που, σε αυτήν την περίπτωση καλείται να διαλέξει μεταξύ εξτραβαγκάνζας και συμβατικότητας, πράγμα που διευκολύνει την δουλειά μου.Αλλά αυτό που δεν επιδέχεται άρνηση ή σκεπτικισμό, είναι η πρώτη επίσκεψη του Εμίρη στην πόλη, κοντά στις ειδούς του Νοεμβρίου, με έναν εξαίσιο καιρό, ανέμους ευχάριστους της Μεσογείου, ελάχιστα σύννεφα στον ουρανό, και με βράδια που θα μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις δροσερά. Μιά επίσκεψη που ήταν τόσο έντονη, ώστε οι πάντες φρόντισαν να την λησμονήσουν. Μιά από τις σπάνιες αρετές της λογοτεχνίας είναι ότι υπενθυμίζει συγκεκριμένες πράξεις με λέξεις απόλυτης απραξίας.

Οι Άραβες που μπήκαν στην Αλεξάνδρεια έδιναν την εντύπωση ταραγμένων ανθρώπων, σε μία εποχή που δεν είχε εφευρεθεί ο ανόητος όρος «πολυπολιτισμός». Οι κάτοικοι τους παρακολουθούσαν να ασκούν τις προσευχές και τις συνήθειές τους, μέσα σε ένα κλίμα φωνασκιών, δραματικών συσπάσεων του προσώπου, με πολλά δάκρυα συγκίνησης γιά πράγματα που δεν άντεχαν στην κριτική και με μιά απλή, παιδικότατη βία που υπήρχε παντού.Στην πόλη αυτή, εδώ και αιώνες , όταν γινόταν ένα έγκλημα, σπανίως τελείωνε με τον ένοχο θανατωμένο ή φυλακισμένο. Ενα περίπλοκο νομικό σύστημα, πολλές ετεροδικίες, η  μετάφραση σε χρήματα κάθε νόμιμης και παράνομης πράξης, είχαν δημιουργήσει ένα δίχτυ ασφαλείας στα εγκλήματα κατά ζωής.Ηταν η πρώτη συνήθεια που καταργήθηκε σε μία ακριβώς ημέρα. Πράξεις που θεωρούνταν εγκλήματα ήταν πολύ λίγες, οι τιμωρίες ήταν τρείς και η εκτέλεσή τους άμεση.Οποιαδήποτε πρόκληση κατά των Αράβων,ακόμη και απλή ενόχληση, τιμωρούνταν με αποκεφαλισμό. Στις μεταξύ τους σχέσεις ,οι αλεξανδρινοί έμαθαν ότι δεν υπηρχε πουθενά η λέξη «αθώωση» και ότι τους περίμενε η εκτέλεση, ο ακρωτηριασμός ή (σε φραστικά πταίσματα) ένας εξοντωτικός ραβδισμός.Τα αδικήματα ήταν τρία: Φόνος, κλοπή,προσβολή. Αυτά δεν τα έμαθαν από κάποια διακηρυξη ή σε συνάθροιση, αλλά στην πράξη. Την πρώτη ημέρα, τιμωρήθηκαν πάνω από πεντακόσιοι πολίτες. Μέσα σε μιά εβδομάδα, όλοι έμαθαν τι ενοχλούσε και τι ήταν ανεκτό.

Η νέα κατάσταση φάνηκε να χειροτερεύει την ατμόσφαιρα, όταν αμέτρητοι προσκυνητές άρχισαν να περιφέρονται στις αγορές και στις γειτονιές, ζητώντας με την φράση που έμεινε περιλάλητη «Ένας  ο Θεός, ένας ο προφήτης, δεχτείτε τον στην αγορά».Οσοι τους άκουγαν, οδηγούνταν στην μεγάλη στενόμακρη πλατεία του δεύτερου λιμανιού, όπου τους έκαναν περιτομή και τους μάθαιναν τον τρόπο της προσευχής.Από εκείνη τη στιγμή, είχαν δικαίωμα να φορούν ένα λευκό σκουφί και  τους θεωρούσαν δικούς τους. Δεν είχαν διαφορετικούς νόμους, οι τιμωρίες ήταν οι ίδιες, αλλά δεν τους ενοχλούσε κανένας αρμόδιος γιά οτιδήποτε.Αν ήταν γεωργοί,τους όριζαν την σοδειά που έπρεπε να φέρνουν  στις αποθήκες. Αν ήταν έμποροι, τους έλεγαν το ύψος του φόρου που ήταν πάντοτε επί των πωλήσεων και ποτέ επί των παραλαβών.Γιά ανθρώπους μαθημένους να κρύβουν τα πάντα γιά να τους αρπάζουν οι Ρωμαίοι πάνω από τα μισά, αυτή η ρύθμιση ήταν ένας παράδεισος.’Οπως τον ίδιο παράδεισο αισθάνθηκαν κι αυτοί που δεν δέχτηκαν τη νέα θρησκεία.Εκτός από τις μεγάλες πλούσιες οικογένειες,που κατείχαν αμέτρητους μοδίους εύφορης γής και απέραντες αποθήκες με εμπορεύματα: όλοι αυτοί εκτελέστηκαν αμέσως. Οι υπόλοιποι μπορούσαν να ζήσουν απείραχτοι, δείχνοντας μεγάλο δημόσιο σεβασμό με όποιον φορούσε σκουφάκι, αλλά τους ζητούσαν ελάχιστες αγγαρείες και καθόλου φόρους.Δεν έμπαιναν στα σπίτια τους, επειδή τους θεωρούσαν ακάθαρτους και παρακατιανούς. Ακόμη και στην προσβολή των κοριτσιών τους είχαν κάποια ελαφρυντικά: όταν άρπαζαν κάποια γυναίκα γιά να γλεντήσουν μαζί της,δεν έκαναν διάκριση ηλικίας και ομορφιάς, και εκτελούσαν ομαδικά τις σαρκικές πράξεις γελώντας, βγάζοντας αστείες φωνούλες,ενώ οι σύντροφοί τους περίμεναν τη σειρά τους καβγαδίζοντας σαν παιδιά.’Εσμιγαν με τις γυναίκες όπως τα περισσότερα ζωντανά της φύσης,βάζοντάς τες να αρκουδίσουν στα τέσσερα,σηκώνοντας από πίσω το φόρεμά τους και ρίχνοντάς το πάνω από το κεφάλι τους. Ποτέ δεν τις έγδυναν, ποτέ δεν τις άγγιζαν αλλού.Μετά, τις άφηναν να φύγουν,δίνοντάς τους παντοτε ένα ελάχιστο αντίδωρο, ένα χάλκινο νόμισμα, ένα κομμάτι ξερό τυρί, ένα μαντήλι.΄Οχι ως πορνικό αντιμίσθιο, αλλά γιά να μη πιάνουν οι κατάρες που ενδεχομένως θα τους έλουζαν.

Ήταν όλα τόσο ευνοϊκά; Όχι βέβαια. Σκληρές τιμωρίες και εξολόθρευση περίμεναν τους εθνικούς και τους πιστούς οπαδούς των Ρωμαίων, που δεν ήταν πολλοί.Περιφρόνηση και καταστροφή περίμεναν τους προσωπογράφους, τους ζωγράφους, τους γλύπτες, τους  περήφανους και τους μοναχούς που επιτέλους έβλεπαν το μαρτύριο να πλησιάζει και το προκαλούσαν.Δεν ήθελε πολλή προσπαθεια: αρκούσε να ειρωνευτούν έναν Άραβα, να τον φτύσουν, ή να μη δείξουν σεβασμό καθώς τους κοίταζε.Ήταν εύκολο, εκείνα τα χρόνια, να σε συμπεριλάβουν στον συναξαριστή.

Επίσης υπέφεραν οι φιλόσοφοι, οι ρήτορες, τα μαύρα πουλιά της Αλεξάνδρειας που έχυναν τα ματάκια τους γιά να διορθώσουν ένα πάσχον χωρίο του Αντίφιλου ή μιά παρωδία του Ομήρου.Και όλοι οι λάτρεις του Πλάτωνα, αρχαίοι και νέοι, ουρανοδρόμοι, έμπειροι σε μεταφορές και ζωντανές εικόνες, αλληγοριστές, και το πλήθος των ορθοφρονούντων  που έβλεπαν λογικά εμποδια στις αιρέσεις και τις κατηγορούσαν.Οι νέοι άρχοντες, τους έβαζαν στην ίδια κατηγορία με τους μιαρούς που έτρωγαν με το ζερβό χέρι και κατουρούσαν με το δεξί.Στην πιό κρύα νύχτα της χρονιάς, μέσα Δεκεμβρίου, ήρθε η σειρά του Πατέρα, του Νικήτα και του Λίβωνος να ξεκινήσουν τη νέα τους ζωή.

Τους κάλεσαν στο μεγάλο μασγίδιο, στον χώρο πίσω από το μινμπάρ,στην δεύτερη ρεγεώνα της πόλης, όπου περνούσε την ημέρα του ο Εμίρης και οι σύμβουλοί του, σε ένα μεγάλο ευρύχωρο δωμάτιο στρωμένο με χαλιά. Πήγαν συμμαζεμένοι αλλά έτοιμοι,ο Πατέρας σιωπηλός και απλά ντυμένος, ο Νικήτας με τον Λίβωνα βαστώντας ανάμεσά τους την ασπίδα με τα σύμβολα, σκεπασμένη με ένα χράμι.Ηταν εκεί ,ειδικά ετοιμασμένοι γιά την υποδοχή, ο Βαράμ, αλλά και ο Μαρδάς της πλαστής λεγεώνας, που σίγουρα είχε πιά άλλο όνομα ,μόνον που κανένας δεν το ρώτησε και δεν το ξέρω.Υπηρχαν και πολλοί άγνωστοι, εμφανώς σοφοί,όλοι τους ένα σκαλί κάτω από τον Εμίρη, δείχνοντας το πλάγιό τους προς αυτόν και σκύβοντας το κεφάλι κάθε φορά που του μιλούσαν.Η σοφία τους φαινόταν από τον τρόπο που άγγιζαν το κεφάλι τους με τα δάχτυλα.Η επίσκεψη κράτησε πολύ, επειδή η διερμηνεία ήταν εξαιρετικά σύνθετη και αργή.Αυτά που έλεγαν οι κατακτητές περνούσαν στην εξουσία ενός Εβραίου που τα μετάφραζε γρήγορα και σπασμένα. Απεναντίας, τα λόγια του Πατέρα και του Νικήτα ,πρώτα τα κατέγραφαν στην γλώσσα που τα εκφωνούσαν, από την καταγραφή τα περνούσαν σε προφορικό λόγο των Αράβων και ενώ τα έλεγαν προς τους άρχοντες,κάποιοι κρατούσαν πρακτικά στα αραβικά.Έτσι, ο Νικήτας  σχεδόν αποξεχνούσε τα λόγια του,πράγμα που τον έκανε να αισθάνεται άβολα.
Πρώτα έφεραν δύο μεγάλα κιβώτια με λαμπρά λινά ρούχα  στολισμένα με χρωματιστούς μεταξωτούς ιμάντες και τα πρόσφεραν στον Πατέρα, ως ανταμοιβή γιά το έργο του με το προζύμι και το αερόμελι. Μετά του ανακοίνωσαν ότι δεν θα είναι πιά υπεύθυνος γιά την τροφοδοσία και του έδειξαν μιά ομάδα μικρών παιδιών και  εφήβων, στους οποίους έπρεπε να μεταδώσει όλη τη  γνώση του επί των διανομών και της σοδειάς μέσα σε σαράντα μέρες. Ηταν πολύγλωσσα και μορφωμένα παιδιά, από τις μύτες και τα καρούλια στα μαλλιά μάλλον από την Περσία και την Ασσυρία. Του είπαν επίσης να βρεί μέρος να διαμένει και του έδωσαν δύο πουγκιά με διάφορα χρυσά νομίσματα και άλλες αξίες, γιά τα έξοδά του.Τέλος ,του πρότειναν να δεχτεί τον Θεό τους και του έδωσαν το προνόμιο να απαντήσει μετά από τις σαράντα ημέρες πάνω σε αυτό.Ακολούθησαν ερωτήσεις του Εμίρη και οι απαντήσεις του Πατέρα.

«Γιατί μας βοήθησες;» «Επειδή  είστε τα σιδερένια χέρια του Κόσμου». «Είναι άνθρωπος ο Κόσμος και έχει χέρια;» «Και ο πίθηκος δεν είναι άνθρωπος, αλλά έχει χέρια». «Είναι πίθηκος ο Κόσμος;» «Ο Κόσμος είναι τα πάντα, αλλά και μιά μικρή πέτρα διηγείται την ιστορία του». «Ποιά είναι η ιστορία του Κόσμου;» «Κόσμος είναι  οι αριθμοί όταν κινούνται» «Κι όταν είναι ακίνητοι;» «Αυτό λέγεται Έρως». «Εχεις Θεό;» «Ο Θεός με κατέχει,αλλά δεν με έχει». «Δηλαδή εγώ είμαι Θεός γιά σένα;» «Είσαι». «Τι δεν έχω από σένα;» «Δεν έχεις το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής μου, που είναι η περίοδος που θα είμαι πεθαμένος».

Ο Εμίρης υπέδειξε στον Πατέρα να αποσυρθεί κι έπειτα στράφηκε στον Βαράμ, δείχνοντας τον Νικήτα. «Είναι στη διάκρισή σου ο γαλαζομάτης». «Δείξε μου την λύση του προβλήματος» είπε ο Βαράμ και οι δυό νέοι σήκωσαν το χράμι από την ασπίδα. Η αίθουσα γέμισε με ένα κοινό επιφώνημα θαυμασμού.Ενόσω ο Νικήτας εξηγούσε γραμμές, σημεία και σύμβολα, ο Εμίρης ήρθε κοντά, προκαλώντας μετάνοιες και προσκύνηση σε αυτούς που πλησίαζε,πράγμα που ανάγκασε τον νέο να ολοκληρώσει την παρουσίασή του με το μούτρο στο χαλί, δείχνοντας απλώς με το δάχτυλο με γενικό τρόπο, το σημείο του χάρτη που ανέλυε.Στο τέλος, ο Βαράμ σήκωσε μόνος του την ασπίδα και την έφερε μπροστά στο κάθισμα του Εμίρη. Μιά μάζα κεφαλιών που τα βασάνιζαν σκεψεις (κι αυτό φαινόταν από τον τρόπο που έδεναν τα χέρια τους τριγύρω από τα μηνίγγια τους) σκέπασε την ασπίδα. Τιτίβιζαν χαμηλά, αναφωνούσαν, ενώ μερικά φλυαρούσαν με τον ζήλο του προσήλυτου.

Η τελετή κράτησε αρκετή ώρα. Στο τέλος της, ο Βαράμ οδήγησε τον Νικήτα και τον Λίβωνα στην αίθουσα που περίμενε ο Πατέρας. Ηταν ένα απερίγραπτα ακατάστατο μέρος, όπου τα καλύτερα και τελειότερα μηχανεύματα της πόλης βρισκόταν σωριασμένα ,σκονισμένα, βρώμικα και τα περισσότερα διαλυμένα. Αστρολάβοι, πυξίδες, ρολόγια,κλεψύδρες άμμου και υδραυλικές, χοάνες,  κοχλίες, αντλίες, λέβητες ατμού, πίνακες, ουράνιες σφαίρες, διαβήτες, κανόνες και μέτρα, βρύσες που σφυρίζουν, αγάλματα που κινούν τα μέλη τους, κουρδιστά αυτόματα,κουπιά με αλλόκοτη κόψη,τρυπητά και κόθορνοι, δέρματα ρινόκερου και πυθώνων, υδρολάστιχα, συσκευές επιχρύσωσης συνυπήρχαν με ταπεινούς τόρνους, κεραμικούς τροχούς,λείψανα αγίων, φτυάρια, ακροστόμια περιρραντηρίων, πίνακες, σπασμένα γλυπτά ,μισοχαλασμένες μούμιες,μάζες πορφύρας και  χρωματιστών γιαλιών και λίθων. Παντού, ρολά χειρογράφων, λυτές σελίδες κωδίκων, πήλινες επιγραφές, ακόμη και λίθινες πλάκες με ιερογλυφικά. Στη μέση του απέραντου χώρου, ένας σωρός καρβουνιασμένα ξύλακαι χαλίκια, που ένα έμπειρο μάτι διέκρινε πως ήταν ό,τι απόμεινε από όμορφες ψηφιδωτές και φορητές εικόνες, από τους ναούς της πόλης. Ο Νικήτας υπολόγισε το μήκος της αίθουσας σε εκατό και παραπανω πήχες, ενώ το πλάτος της υπερέβαινε το μισό του μήκους της.Κατάλαβε ότι γιά να το δημιουργήσουν, γκρέμισαν τις μεσοτοιχίες από την μεγαλύτερη στοά της πλατείας ,αφήνοντας την τροπική ελεύθερη. Σε μερικά σημεία του χώρου, τα λάφυρα ή τα σκουπίδια αυτά, έφταναν έως την δωδεκάπηχη οροφή.Κοιτάξε τον Λίβωνα που έμοιαζε μαγεμένος.OΒαράμ διέκοψε την οπτική λαγνεία.

«Μπροστά σου είναι η Αλεξάνδρεια που δεν ξέρουμε.Η Αλεξάνδρεια που σε καλούμε να κατακτήσεις γιά λογαριασμό μας. Η πόλη σου χάθηκε γιά παντα, μέσα στο πνεύμα  του νέου Θεού και του Προφήτη του. Είσαι νέος και η  μοίρα σου θα ήταν να κερδίσεις στην διάρκεια ολόκληρου του βίου σου, ο,τι περιέχεται σήμερα σε έναν και μόνον χώρο. Μπορείς να ξοδέψεις πολλά η λίγα χρόνια εδω μέσα.Θα διαμένεις εδώ, τηρώντας όλους τους κανόνες της ζωής που έχεις συνηθίσει.Αν  ο πατέρας σου αποφασίσει να ζήσει, θα σε βοηθά μιά φορά τον μήνα.Άν δεν ζήσει, θα είσαι ορφανός και λίγος, μπροστά στα βουνά αυτής της απρόσιτης γνώσης, αλλά η αποστολή σου δεν αλλάζει.Θα βγείς από εδώ κρατώντας στο αριστερό σου χέρι ένα έργο. Μία συλλογή, μία σύνοψη.Θα είναι γραμμένη στις γλώσσες που επιθυμείς, αλλά στο δεξί σου χέρι θα κρατάς μιά βίβλο γραμμένη στην γλώσσα του Προφήτη.Θα σου δώσω τριάντα εκλεκτά παιδιά και γέροντες, να δουλεύουν, να μεταφράζουν, να βοηθούν. Οι δύο βίβλοι των χεριών σου θα περιέχουν τα ίδια θησαυρίσματα. Το  κείμενο της αριστερής χειρός  θα στηρίζει το άλλο και θα φυλάγεται στο μασγίδιο της πόλης, ως μαρτύριο μελλοντικών ελέγχων.Το άλλο κείμενο θα βρεθεί στα χέρια του Εμίρη και θα οδηγήσει ,μαζί με άλλα έργα, την μοίρα του περιπλανώμενου περιούσιου λαού.Πρέπει να περιέχονται όλα τα σπουδαία, και να λείπει κάθε τι άχρηστο και επιβλαβές.Θα περιέχεται η μέτρηση του χρόνου, οι τόποι, οι αριθμοί, τα σύμβολα, οι κατάλογοι, ο διάκοσμος του Κόσμου.Δεν θα υπάρχουν εικόνες ,πρόσωπα και λόγια που θερμαίνουν τις καρδιές.Θα περιέχεται η γνώση των άστρων και της σελήνης, οι ζωδιακοί  των πατρίδων και των πόλεων του κόσμου, ένα βροντολόγιο, ανεμολόγιο, τα σχήματα και οι μορφές της κάθε μονάδας. Θα υπάρχει ο φόβος και τα έμμηνα, τα έθιμα μακρυνών λαών και όλες οι αποστάσεις της μεγάλης Σφαίρας.Είσαι ο δυνάστης της Βίβλου αυτής.Μετρήθηκες, ζυγίστηκες και βρέθηκες επαρκής. Αλλά το έργο σου δεν είναι η Βίβλος, άν και κανένας ζωντανός δεν θα έβρισκε το έργο τούτο εύκολο.Η Βίβλος δεν θα ετοιμαστεί τόσο με το μελάνι σου, αλλά από την πυρά, στο κέντρο της αίθουσας. Η ευθύνη σου είναι όταν βγείς, η αίθουσα να είναι γυμνή και καθαρή. Αυτά που δεν θα περιέχονται εντός της Βίβλου, θα τα κάψεις.Θα λυώσεις σε κάμινο τα σταθερά, θα έχεις προσάναμμα παπύρους και περγαμηνές, χαρτιά και ξύλινες πινακίδες που περιέχουν την ανοησία του κόσμου, την βουλή του Πλάτωνα, τους φιλοσόφους που δεν εκμετρούν τον κόσμο, τους ρήτορες που φλυαρούν, τους έρωτες των θεάτρων και την ακατανόητη γνώση που κρύβεται σε γλώσσες άρρητες.Είσαι ο Νικήτας, ο γιός ενός Πατέρα, ο φυγάς της Αιγύπτου, ο σημαδεμένος ρήγας ενός μαύρου νησιού.Είδαμε τη μοίρα σου στον καθρέφτη του Κόσμου και ήταν ο τελευταίος καθρέφτης που κοιτάξαμε.»

Έτσι ξεκίνησε η νέα ζωή του Νικήτα και του Λίβωνα στην Αλεξάνδρεια.Ποτέ δεν έμαθαν ότι το μέρος που έμεναν ήταν ένα από τα πολλά που  έστησαν οι Άραβες στην μεγάλη πολη και τα έλεγαν φροντιστήρια, όρος που θύμιζε εκείνην την κατηχητική σχολή των εθνικών. Υπήρχε δυό μίλια στα βορειοδυτικά, το φροντιστήριο της μελέτης του Φάρου και των Ανέμων,όπου συνέλεξαν  την γνώση των κατόπτρων, της βάρδιας,της καύσιμης ύλης και των σημάτων που θα επέτρεπαν  στον Φάρο να λειτουργήσει. Αλλού, αναφέρθηκε ένα φροντιστήριο μελέτης των ρωμαϊκών όπλων,όπου και στήθηκε χυτήριο,οπλοστάσιο, γήπεδο ασκήσεων και τοξοβολίας,εργαστήριο όπου μάθαιναν τα δύσκολα και τα εύκολα μιάς βαλλίστρας.Είχαν φροντιστήρια γιά τους γιατρούς, τους λεπτουργούς, τους γεωμέτρες, τους μαθηματικούς και τους εμπόρους.Ολα με την ίδια δομή: κάποιος Γνώστης επικεφαλής,υποβοηθούμενος από ένα σμήνος νεαρών κατέγραφε την Γνώση και τα εργαλεία της, κατέγραφε σε δέλτους τα απαραίτητα και κατέστρεφε τα άχρηστα στον νέο κόσμο.Κατά τα άλλα, η πόλη παραδόθηκε σε έναν μεγάλο στόλο από μικρές, ταχύτατες βάρκες,με δυό πανιά η καθεμιά, άρμενο τρίγωνο μπροστά και ένα παράξενο τετράγωνο στην κόντρα.Χωρούσε είκοσι πολεμιστές και τρείς ναυτικούς που το κινούσαν, με μία έξυπνη τρόπιδα,επίσης τριγωνική. Η βάρκα διέθετε μόνον δύο κουπιά, γιά τις μανούβρες,αλλα οι άνεμοι την κινούσαν πάντοτε, ενάντιοι ή ούριοι.Αυτές ήταν οι βάρκες που τις έλεγανκίλικες, η στην καθομιλουμένη γκλκ, ή κούλκαρ, από την έναντι ασιατική ακτή της Κιλικίας, και μία πρόδρομη μορφή τους είχε δυσκολέψει τις τετρήρεις του Πομπηίου Μάγνου, όταν εξάλειψε πρίν επτά αιώνες την πειρατεία από τα μέρη αυτά.Τούτα τα σκαφίδια είχαν εξελιχτεί ως ψαρόβαρκες και μικρά εμπορικά, σε ολόκληρη την ακτή, από την Ρόδο έως την Γάζα. Τώρα, ένας στόλος από αυτά, προσορμίστηκε στο μεγάλο λιμάνι. Οι ένοπλοι  έμεναν στο νησί, τα πληρώματα μέσα στο κύτος.Η πόλη δεν είχε άλλο στρατό. Αλλά ο κάθε νέος κάτοικος ήταν ένοπλος, δικαστής μαζί και διοικητής, νοικοκύρης και ελεγκτής ταυτόχρονα.Στο πρώτο διάστημα, δεν είχαν δικό τους χτισμένο τόπο προσευχής. Αν στο μέρος που τύχαινε να προσευχηθούν, υπηρχε κάποιο ανάγλυφο ή εικόνα, την έσπαζαν ή τη σκέπαζαν.Μιά φορά μόνον, καταχείμωνο, ζήτησαν καλούς τεχνίτες μάρμαρου, λίθου και κονιαμάτων γιά να δουλέψουν στα Ιεροσόλυμα.Ξεκίνησαν άνω των χιλίων.Οι κάτοικοι μάθαιναν απλώς γιά κατορθώματα των αραβικών στρατών στις κοιλάδες της Συρίας και προς την κατεύθυνση της Κυρήνης. Επίσης μονάδες του μεγάλου στόλου, των δέκα και των είκοσι σκαφών, έφευγαν γιά εβδομάδες πολλές προς διάφορες κατευθύνσεις και γυρνούσαν με ανδράποδα και τιμαλφή που τα μετέφεραν σε φορτηγίδες που έβρισκαν στα λιμάνια της εφόδου τους.Να σημειώσω ότι ποτέ δεν χτυπούσαν εμπορικά πλοία, και οι ναυτικοί από την Ιβηρία, τους Μασσαλιώτες, την Ιταλία και τον Ατλαντα, ακόμη και από τα νησιά της λευκής θάλασσας, αγόραζαν και πουλούσαν ελεύθερα.Το κλειδί αυτής της κίνησης, μπορεί κάποιος να το βρεί και να το χρησιμοποιήσει, άν σκεφτεί τις συμφορές που έπαθαν οι Αραβες στα μεγάλα ποτάμια της Περσίας.Ο ποταμός Νείλος ήταν λοιπόν εχθρός γιά τους στρατηγεύοντες. Εστησαν την αιγυπτιακή τους έδρα στο φρούριο της Φουστάτης, στην ανατολική όχθη του μεγάλου ποταμού, ακούγοντας τα λόγια του μεγάλου Ομάρ : «στρατηγέ, φρόντισε να διαλέξεις μιά έδρα που να μη μας χωρίζει το νερό».Γι΄αυτό και ο στρατηγός Αμούρ Ιμπν Ελ Αάς, δεν έμεινε μήτε μιά ωρα στην Αλεξάνδρεια μετά την συμφωνία με τον Πατριάρχη,παρά ετοίμαζε μιά μεγάλη εγκατάσταση στην Φουστάτη, που φημίστηκε πολλά χρόνια αργότερα ως Κάιρο.Ο αρχικός φόβος του νερού, δεν μπορούσε να σταματήσει τους κατακτητές από την υποταγή του. Μικροί λαοί και έθνη παραθαλάσσια δέχτηκαν ευνοϊκές προτάσεις των Αράβων, να συνταχθούν μαζί τους, γιά να έχουν ελπίδες νίκης στην θάλασσα.

Ο Νικήτας ξεκίνησε την εργασία του και την τελείωσε σε επτά χρόνια και τέσσερις μήνες,τον Φεβρουάριο του 649 .Το πρώτο διάστημα ήταν πελαγωμένος.Η ομάδα του ξεχώρισε κατά κατηγορίες τα γραπτά, τις συσκευές, τις μηχανές, τα αξιοπερίεργα, έως και αυτά που δεν μπορούσε να κατανοήσει. ‘Οταν πέρασαν οι προκαθορισμένες μέρες όπου ο Πατέρας εκπαίδευσε τους περσιάνους στη λογαριαστική της σοδειάς,και την επομένη έπρεπε να δώσει λόγο στον Βαράμ, ήρθε να επισκεφθεί τον γιό του.

«Αποφάσισα να αποσυρθώ από την ζωή. Είμαι σαράντα έξη ετών και δεν έχω φόβο θανάτου,επομένως μπορώ να τον αντιμετωπίσω με θάρρος.Δεν έχω να σου αφήσω πάρεξ τα ρούχα και υπόλοιπο χρημάτων που περίσσεψε.Αλλά κυρίως έχω να σου εμπιστευτώ ένα μυστικό του κόσμου.Είσαι σε καλό δρόμο ερευνώντας τα σύμβολα.Τα σύμβολα γέννησαν τη γλώσσα, τα σύμβολα κρύβουν πολλές γλώσσες.Κάθε σύμβολο λειτουργεί όπως ο πίθοςτης Πανδώρας και σαν τον ασκό του Αιόλου.Αμέτρητες γενιές Σοφών κατέληξαν στα σύμβολα που υπάρχουν και μέσα παγίδεψαν, έκλεισαν και έκρυψαν ολόκληρη την σοφία τους.Οι Γνώστες ψάχνουν να βρούν την Κλείδα κάθε συμβόλου.Έτσι και την βρούν, από κάθε σύμβολο απελευθερώνεται  η Γνώση.Οι Γνώστες έτσι γίνονται Σοφοί και την μετατρέπουν, άν δεν βαρυούνται και εφ όσον μπορούν ,σε γράμματα, σε έργα, σε κατασκευές και σε ορατά είδη,αλλά και αόρατα.

Θα σου αποκαλύψω την αλήθεια με παραδείγματα. Ηδη έκανες ένα σπουδαίο βήμα, όταν κατάλαβες ότι η ασπίδα του Αχιλλέα που περιγράφει ο Ομηρος, είναι η ερμηνεία μερικών συμβόλων που χάραξε ο Ηφαιστος επάνω της. Ο Ομηρος βρήκε μιά κλείδα.Αν έβλεπαν τα σύμβολα ο Μίμνερμος ή ο Ησίοδος, θα έβρισκαν άλλη κλείδα και η περιγραφή τους θα ήταν διαφορετική.Αλλά αυτά δεν είναι ευρέως γνωστά. Οι σοφοί που ζούν ανάμεσα στους λαούς και στα έθνη, ασχολούνται με το ξεκλείδωμα των συμβόλων και με την καταγραφή του κόσμου στην γλώσσα τους. Τους δίνω δίκιο, επειδή οι περισσότεροι λαοί, όταν έρχονται στην επιφάνεια της ιστορίας, καταστρέφοντας τον προηγούμενο επιφανή λαό, δεν αναζητούν την πηγή της γνώσης του,που είναι τα σύμβολα που έχει κατανοήσει, αλλά αντιγράφουν και μεταφράζουν τα λόγια του προηγούμενου λαού.Οι Ρωμαίοι, κατακτώντας τους Μακεδόνες και τις συμπολιτείες, στηρίχτηκαν πάνω στα λόγια και στα έργα που βρήκαν στις βιβλιοθήκες και στις αγορές τους, δεν έψαξαν τα σύμβολα της Δωδώνης, των Δελφών, της Ελευσίνας και των αβασιλεύτων Θρακών του Παγγαίου, απ΄όπου οι Έλληνες έπαιρναν το νερό της γνώσης.Μήτε οι βάρβαροι που κατάκτησαν την Ρώμη ανέτρεξαν στις Σίβυλλες και στα σύμβολα του Λατίου. Απεναντίας , οι σιδηροφορούντες Δωριείς, κατάφεραν να γίνουν ένα σώμα με τους Αχαιούς και τους Πελασγούς, επειδή κατάλαβαν τα σύμβολά τους.Το ίδιο κάνουν και οι Αιγύπτιοι από την γέννηση του Κόσμου, αφομοιώνοντας τα σύμβολα κάθε λαού που γνωρίζουν, ακόμη κι άν δεν τον κατακτούν. Τώρα, οι Αραβες, γνωρίζουν ότι πρέπει να κατανοήσουν την Οικουμένη που θέλουν να κατακτήσουν, ερμηνεύοντας τα σύμβολά της. Είσαι ένας Γνώστης που θα αναλάβει μέρος αυτού του έργου. Είσαι ο Γεωγράφος του κόσμου τους.Δική σου πηγή και στόχος πρέπει να είναι η γνώση των συμβόλων της Γεωγραφίας, δηλαδή του Ουρανού, του Ωκεανού και του Χρόνου. Κάποτε όλα αυτά θα γίνουν χάρτες, ταξίδια , πόλεμοι, ανακαλύψεις,θεοί και θεότητες.Τώρα όμως, βρίσκεσαι στο κέντρο μιάς αίθουσας που έχει ατάκτως εριμμένα σύμβολα και περιγραφές, κλείδες και παρερμηνείες.Κάπου εδω μέσα βρίσκονται και τα έργα του Ομήρου.Όχι ο ασκός του Αιόλου, ο μικρός και συμπαγής εσμός των Συμβόλων του, αλλά η κλείδα που ανακάλυψαν οι Ιωνες στον καιρό του Πεισιστράτου και μετέγραψαν τα έπη του με βάση αυτήν την κλείδα.Το ένα έφερε το άλλο, οι γεωγράφοι σχολίαζαν ο ένας την ανάλυση του άλλου, αλλά τα σύμβολα της Αρχήθεν Γνώσης που πρωτοείδε ο Ομηρος, σου είναι απρόσιτα, επειδή σου είναι άγνωστα. Πολλά από τα περιεχόμενα του ομηρικού πίθου της Πανδώρας, ενδεχομένως να βρίσκονται εδώ, ή κάπου αλλού. Ο μόνος τρόπος να καταλάβεις την αλήθεια της Γεωγραφίας σου, είναι να βρείς τον αρχικό ασκό, το πρώτο κουτί  της γεωγραφικής Πανδώρας.Σου δείχνω τον δρόμο.Αυτός ο ασκός, δεν ξέρω σε ποιά μορφή, υπάρχει.Τον κατέχουν οι Φαίακες.Ήταν ένας μεγάλος, ήρεμος λαός,ο πρώτος που άκουσε την διήγηση του Οδυσσέα, ο μόνος λαός που τον ξεπροβόδισε χωρίς να επιχειρήσει να τον αλλάξει ή να τον τρομάξει. Οι Φαίακες κατείχαν τα σύμβολα των επών του Ομήρου.Αυτά που διηγήθηκε ο Οδυσσέας στον τόπο τους,αυτά φυλάχτηκαν σε σύμβολα από τους Φαίακες, μετά διαδόθηκαν στους Ηρακλείδες,από εκεί τα πήρε ο Ομηρος και εξελίχτηκαν.Λοιπόν, Νικήτα, υπάρχει μιά Ιλιάδα και μία Οδύσσεια,ανέγγιχτη, ιστορημένη με λίγα σύμβολα, γι΄αυτό και έτοιμη να περιγραφεί και πάλι, στην χώρα των Φαιάκων.Δεν ξέρω άν υπάρχουν ακόμη Φαίακες, δεν ξέρω άν υπάρχει το νησί τους, άν ήταν νησί, άν ενώθηκε με τη  στεριά κι άν ξεχάστηκαν. Ξέρω ότι στα μέρη τους υπάρχουν τα σύμβολα γραμμένα και σημαδεμένα σε πηλό ή πέτρα ή σε χαλκό, φυλαγμένα σε κουφάλες δένδρων ή χτισμένα σε ναούς και αγρίδια. Το έργο σου θα τελειώσει όταν βρεθούν αυτά τα σύμβολα, όταν η βάση της Γνώσης επιστρέψει σε αυτόν τον χαμένο ασκό. Αν βρείς τον ασκό, θα σου εξηγηθούν όλα. Τα στοιχεία του Ευκλείδη, οι μεσημβρινοί του Ιππαρχου, τα μυστικά του κάτω κόσμου και οι τρόποι να ζήσεις την ζωή των άλλων, χωρίς να πρέπει να μαγειρέψεις την καρδιά σου.Στάθηκα μακρινός Πατέρας γιά σένα, ώστε να μη σου λείψω άν χαθεί η ζωή μου. Τώρα, σου εύχομαι καλό ταξίδι και σε αποχαιρετώ».

Ο Πατέρας αρνήθηκε να δεχτεί τον νέο Θεό και τον Προφήτη του και καταδικάστηκε σε θάνατο την άλλη μέρα, μπροστά σε πλήθος,αλλά τον άφησαν να διαλέξει τον τρόπο που θα πέθαινε. Διάλεξε την δημόσια ασιτία και ο Νικήτας, παρέα με τον Λίβωνα, πήγαινε κάθε μέρα επί μία ώρα στην πλατεία, επί τριαντα εννιά ημέρες και τον παρακολουθούσε που έσβηνε αργά, κρατώντας ένα βρεμμένο πανάκι στο χέρι, να βρέχει τα χείλη του.Αυτό που δεν εξήγησε ,άν και μπορούσε, ο Πατέρας στον γιό του, ήταν ότι στην ζωή χάνεται το μεγαλύτερο τμήμα του υλικού κόσμου που μας περιβάλλει.Δεν μιλάω μόνον γιά χαρτιά, χαρτικά και πρόσκαιρα. Στην μέση ζωή ενός ανθρώπου χάνεται ένα τεράστιο απόθεμα από κτίσματα, θησαυρούς, έξυπνες ιδέες, σκοτεινά πάθη. Γι΄αυτό και κάθε γενιά επιβιώνει πάνω στα ρημάγματα της προηγούμενης, νομίζοντας ότι ανακαλύπτει πάλι τον κόσμο.Αλλά ο Πατέρας δεν ήθελε να ζήσει ο Νικήτας τον ευχάριστο βίο ενός παίκτη προειδοποιημένου εγκαίρως ότι η ζωή είναι ένα είδος παροδικής ασθένειας.Ήθελε να το μάθει ο ίδιος,επειδή ήθελε τον γιό του πρωτίστως  ζωντανόν.

Πλησίαζε το πρώτο καλοκαίρι, όταν ο Νικήτας μπόρεσε να διατυπώσει καθαρά στον Λίβωνα το σχέδιό του γιά την Σύνοψη.Θα είχε την μορφή λεξικού και λημμάτων,με παραρτήματα γιά τον Ουρανό και τον ήλιο, τα άστρα και τους ζωδιακούς.Σε πίνακες θα έβαζε τις πόλεις  του κόσμου ανά χώρα ,ήπειρο και περιοχή και τις αποστάσεις μεταξύ τους, όχι με σημεία αναφοράς όπως ο Πτολεμαίος και οι δεκάδες συνεχιστές του, αλλά σαν ένα ματρίκιο πεσσών ή ζατρικίου, όπου θα αναγράφονταν πάντα τα ωφέλιμα παστρικά και καθαρά.Κάθε πόλη ,εάν είχε, θα σημαδεύονταν με το σύμβολό της και το ζώδιό της.Κι όταν τελείωναν τα ματρίκια, θα ξεκινούσε μιά μεγάλη σειρά περιγραφών και οδηγιών, πώς να ποιήσεις ωρολόγιον, πώς να σημαδεύεις με τον αστρολάβο την ουράνια τάξη.Στα περιθώρια της σύνοψης, θα γέμιζε την ώα με σημειώσεις γεωγράφων και σημαντικές ειδήσεις.Δεν είχε σκεφτεί τον τίτλο του έργου, αλλά προχείρως και για να συνεννοούνται ,το έλεγε Σύνοψη.Θα ήταν ένα μεγάλο έργο, αλλά χωρίς φλυαρίες, επειδή μεγάλο μέρος της εποπτείας του θα ήταν γραπτό και όχι γραμμένο. Αυτό ,πίστευε , πως θα ήταν κατορθωτό χάρη στην ευχέρεια του Λίβωνα να σχεδιάζει από απλά γεωμετρικά σχήματα και θεωρήματα, έως τις πιό δύσκολες  εικονοποιίες και σκαρίφους.Και οι δύο απασχολούνταν ιδιαιτέρως μία ώρα καθημερινώς, αποδελτιώνοντας ό,τι ήταν γνωστό γιά τους Φαίακες,επειδή αυτό το νοητό ταξίδι τους ενδιέφερε πολύ.

Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισαν από την αρχή, ήταν η ποικιλία και το ασύστατο των βοηθών τους. Πολλά νεαρά άτομα πέθαιναν, άλλοι αρρώσταιναν επί μεγάλο διάστημα, επομένως η γνώση και οι οδηγίες που τους μετέφερε ο Νικήτας χάνονταν και οι αναπληρωτές ξανάρχιζαν από το άλφα.Πολλοί επισκέπτες και συνεργάτες αυτής της αίθουσας ήταν κληρικοί, κατάδικοι, ή απλά φυγόπονοι, αρκετοί ήταν ανήκεστα τραυματισμένοι από πολέμους και έβλεπαν την απασχόλησή τους ως βολική αργομισθία.

Ο Λίβωνας ήταν πολύτιμος συνεργάτης.Ασκήθηκε στην αντιγραφή σχεδίων από κώδικες, ενώ επιχείρησε και πολλές αναπαραστάσεις, διαβάζοντας προσεκτικά τα κείμενα που έπρεπε.Στην αρχή, ώσπου να αποφασιστεί η έκταση της Σύνοψης και η δομή της, τίποτε δεν ήταν γραμμένο σε χαρτί και πάπυρο, αλλά σε ένα ρηχό αμμοδοχείο που το κρατούσαν υγρό και σε ένα μεγάλο πίνακα που έχριζαν με φρέσκο πηλό και κάθε μέρα έστρωναν κι άλλο υγρό στρώμα. Ο Νικήτας πίστευε ότι οι λανθασμένες εκφράσεις συλλαμβάνονται πάντοτε στην αντιγραφή και πέφτουν σαν τα ξερά φύλλα, άν επιχειρήσεις να τις ανατυπώσεις. Από αυτην την επεξεργασία κειμένων, τα στοιχεία των αρχαίων και νεότερων συγγραφέων περνούσαν στην μνήμη των αντιγραφέων οι οποίοι διατηρούσαν εντός τους τα σημαντικά. Ετσι, η ομάδα ήλπιζε ότι όταν θα έφτανε η ώρα της μόνιμης αποτύπωσης, με μελάνη στο χαρτί, η ποιότητα του κειμένου και των σχεδίων θα ήταν απαστράπτουσα.

Ενα φεγγάρι, και πρίν τον εκτελέσουν, δούλεψε με την ομάδα και ο έξαρχος του Πατριαρχείου, που  αντικατέστησε τον Πατριάρχη Κύρο, όταν εκείνος, πρίν δέκα και παραπάνω μήνες, δραπέτευσε προς την Αντιόχεια και αργότερα έφτασε στην  Κωνσταντινούπολη, άνκαι πολλοί διέδιδαν το αντίθετο και δεν ξέρω τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αντίθετο,έτσι που έστρωσα την διήγηση.Ο έξαρχος, ένας ήρεμος άνθρωπος ,γέροντας και συνετός,λεγόταν Εφραίμ.Γιά τον Εφραίμ,η απώλεια της Ανατολής γιά τους Ρωμαίους ήταν η ύστατη χειρονομία της θείας Πρόνοιας.

«Ερχομαι στανικώς και δουλεύω ανασηκώνοντας τα εργαλεία της γνώσης σα να είναι βράχια στη θάλασσα, ελπίζοντας να βρώ χταπόδια να χορτάσω το σαρκίο μου, δηλαδή έργα πατερικά, τον Μοψουεστίας, τον Νύσσης, τον Αυγουστίνο και αντ΄αυτών, ανακαλύπτω σμέρνες χρωματιστές και επίφοβες που μου τρώνε τα σωθικά. Είμαι εδώ γιά να σε προλάβω, επιπόλαιε Νικήτα, να βρώ πρίν από σένα σωζόμενα του Σοφοκλή και του Θουκυδίδη, την Πολιτεία του Πλάτωνα και το σώμα των έργων του Πλωτίνου. Αλλά ανακαλύπτω ανούσιους άνθρακες που αρπάζεις με βιασύνη από τα γέρικα χέρια μου και τα νομίζεις αδάμαντες.Ανακαλύπτω τον ανόητο Αγαθαρχίδη, τον τυπολάτρη Λουκιανό, τον ιδιώτη Πολέμωνα». «Γέροντα» του έλεγε ήρεμα ο Νικήτας «οι πηγές που αναζητάς έχουν φυγαδευτεί από την πόλη ήδη από τα χρόνια του Θεοδοσίου, και κατά μερικούς, του Καρακάλλα.Οχι ότι εάν τα έβρισκα θα απέφευγαν την τιμωρό πυρά μου. Οι Έλληνες σκοτίζουν μόνοι τους τον ηλιο που τους γέννησε. Οι ποιητές χρειάζονται μόνον γιά να βοηθούν την απομνημόνευση. Οι άγιοι πατέρες σου είναι ένα νεφέλωμα από στρεβλωμένους φανατικούς, σαν τον Κύριλλο και τον Ευσέβιο». «Μπορείς να καθυβρίζεις την ανάγκη» απαντούσε ο Εφραίμ «αλλά δεν μπορώ να περιμένω κάτι παραπάνω από την νεστοριανή φύτρα που σε γέννησε». «Τότε γιατί αναζητάς τον Μοψουεστίας, άρχοντα των λογισμών του πατριάρχη Νεστορίου». «Επειδή έχει υπέροχο ύφος. Τι ύφος! Μπροστά στο ήθος του υψηλού ύφους, ακόμη και οι άγγελοι σαστίζουν.»  «Αν είναι όπως τα λές, αχ γέροντα» υπομόνευε ο Νικήτας «εάν την Καινή Διαθήκη αναλάμβανε να γράψει ένας Δίων Χρυσόστομος ή ένας καλλικέλαδος και προσεκτικός Δημήτριος Φαληρεύς, οι Ναζιραίοι θα ήταν μιά ασήμαντη  σέχτα στην σχολή των Αθηνών. Η ευτέλεια του ύφους έφερε δύναμη στις ιδέες. Η κακή μετάφραση εκ της Εβραϊκής και του Αράμ, προσέδωσε εκείνην την σαστισμένη ρυτίδα που συνεγείρει τις απλές ψυχές και τις κάνει ισοδύναμες του θείου πάθους».

Παρά τους ρητορικούς καβγάδες και πρίν τον σκοτώσουν δια λιθοβολισμού,ο Εφραίμ συναρμολόγησε δεκατέσσερις παράξενες συσκευές στην εντέλεια, επειδή πρίν γίνει μοναχός, ήταν δυνατός μαϊστορας τορνευτών και τροχηλάτων. Ήξερε επίσης την συνταγή να λυώνεις το ορυκτό γιαλί και να μετατρέπεις σε διάφανη επιφάνεια μιά χούφτα άμμου.’Ανθρωποι όπως ο Εφραίμ, δυστυχώς δεν επαινούνται όσο τους αξίζει στην παρούσα διήγηση, επειδή διάλεξαν, χωρίς να φταίνε γι΄αυτό, την πολιτικώς ορθή πλευρά. Οι ιδέες γιά τις οποίες μαρτύρησαν, επιβίωσαν και θριάμβευσαν, ακόμη και πολλούς αιώνες μετά την θανή τους. Παράλογη αλλά σταθερή άποψη του συγγραφέα είναι πως δεν υπάρχουν  διαβαθμίσεις στα μαρτύρια και πως ο βασανισμός και ο εξευτελισμός ληστών, αγίων, μαρτύρων, αιρετικών και τυχαίων περαστικών, είναι ισότιμα μνημεία με ιδιαίτερο βάρος.Αλλά επειδή συνηθίζεται να διακρίνουμε δίκαια και άδικα μαρτύρια, η πλευρά που πέτυχε τους εκάστοτε στόχους της, είναι προδήλως αδικημένη.Ανάμεσα σε αυτές τις λέξεις, εννοώ.

Όταν η μακρόχρονη παραμονή σε έναν έστω μεγάλο χώρο χωρίς κιγκλιδώματα έφερε στους πάντες την σωστή αίσθηση ότι βρισκόταν σε φυλακή, δεν αντέδρασαν όλοι το ίδιο. Ο Νικήτας πάλευε συχνά με την ανία και την πλήξη, αλλά δεν έκανε καμία προσπάθεια να κερδίσει κάποια αναψυχή, να φάει και να πιεί κάτι διαφορετικό από τον κυκεώνα που τους μοίραζαν. Δεν είχε ποτέ του κάποια ιδιαίτερη διάπλαση ,μήτε επιθυμίες που τον παρέσερναν υπερβολικά. Απεναντίας ο Λίβων αρρώστησε, επειδή είχε ευπαθή κράση και τερατώδη σωματική ακμή.Ερωτοτροπούσε με τους νεαρούς δοκίμους και βοηθούς, άλλοτε αβρά και ήπια, άλλοτε με έκφρονες εκφράσεις και πράξεις.Σύντομα χλόμιασε, το στομάχι του δεν άντεχε το παραμικρό και το δέρμα του άρχισε να βγάζει εκβλαστήματα, ενώ τα σπλάγχνα του φούσκωσαν και τα άκρα του παρουσίαζαν οιδήματα. Το χέρι του δεν έτρεμε στην σχεδίαση, αλλά η απόδοσή του ήταν μικρή και οι σκέψεις του ασήμαντες, όσο περνούσαν οι μήνες. Ο Νικήτας ζήτησε να παρέμβει ο Βαράμ και όντως, κοντά στα δύο χρόνια από τότε που δούλευαν στην αίθουσα, πήραν άδεια να επισκεφθούν τις εξοχές της Νιτρίας, στα κράσπεδα της ερήμου, όπου υπήρχαν κοπτικά μοναστήρια και μερικές επαύλεις που τώρα ήταν παρατημένες στην βασιλεία της άμμου, αλλά τις φυτείες τους τις διατηρούσαν σε μέτρια ανάπτυξη αδέσποτοι και ευσεβείς πληθυσμοί, σκηνίτες και νομάδες, που τηρούσαν όρκους σιωπής και είχαν αγέρωχο ήθος. Ανέβηκαν σε άλογα, είχαν νερό και παξιμάδι, φόρεσαν λαμπρά κουρέλια, φαγωμένα από τρωκτικά και καπέλα λιβυκά , δηλαδή πλατύγυρα και πράσινα.Ο Βαράμ τους έδωσε δύο πολεμιστές από την χώρα της κανέλας, με την εντολή να τους φέρουν πίσω σε μία εβδομάδα, αλλά να μη επέμβουν στο δρομολόγιό τους. Ο Νικήτας ήξερε μόνον που βρίσκεται περίπου η μονή του Αγίου Ματθαίου , αλλά δεν ήταν επίμονος στην αναζήτησή του. Μόνο σύνεργο είχε ένα ραβδάκι δίπηχο, που είχε εγκοπή στο ένα πόδι, όριο γιά να μπήγεται στην άμμο, κι από την εγκοπή ξεκινούσε ένας άλλος βραχίονας,ως ο διαβήτης, που είχε τομές κατά δάκτυλο, ώστε να μετριέται η σκιά του ήλιου μιά προκαθορισμένη ώρα.Αυτό το εργαλείο μπορούσε να το συνδυάσει με ένα φορητό ηλιακό ρολόι , ξύλινο επίσης, που το είχε κρεμάσει στα καπούλια του αλόγου του Λίβωνα.Διάλεξε μιά σταθερή νοτιοδυτική πορεία, ώστε να διανύσει τουλάχιστον εκατό μίλια προς αυτήν την κατεύθυνση ,τα μισά στην έρημο.Σκόπευε να κάνει μετρήσεις επί τρείς ημέρες,γιά να ξεκαθαρίσει μέσα του άν η πίστη των γεωδαιτών στην σταθερότητα της ηλιακής σκιάς σε έναν γήινο παράλληλο,μπορούσε να συνδυαστεί με μετρήσεις σε μία ευθεία γραμμή που έτεμνε νοητά τους παραλλήλους.Αν το αποδείκνυε αυτό στην έρημο, με φορητά όργανα, θα μπορούσε να κάνει το ίδιο, σκεφτόταν, και μέσα στο πέλαγος,πράγμα που θα γλύτωνε τα πλοία από την δυσχερή διαδικασία όταν έπλεαν χωρίς την βοηθεια του πολικού αστέρα, δηλαδή δυτικά ή ανατολική, να αναγκάζονται σε μία απίστευτη τεθλασμένη ναυσιπλοϊα,από παράλληλο σε παράλληλο, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην χρονική διάρκεια της μετάβασης από τον ένα στον άλλο,άν δεν ήθελαν να χαθούν τελείως σε άγνωστους προορισμούς.

Το σχέδιο αυτό απέτυχε, διότι, εκτός από τον καθαρό και δριμύ αέρα της ερήμου που έζησαν την δεύτερη και την τρίτη ημέρα, ο Νικήτας μόνον μια μέτρηση μπόρεσε να πραγματοποιήσει, επειδή η υγεία του Λίβωνα επιδεινώθηκε.Υπάρχουν πολλές και αγιάτρευτες αρρώστειες, αλλά η χειρότερη σε αυτά τα κλίματα είναι ίσως να τρέμεις ως κρυολογημένος μέσα στο λιοπύρι και στον καύσωνα. Το τρίτο βράδι, ο Λίβωνας δεν μπορούσε να αναπνεύσει, παρά τυχαία και σαν ροχαλίζοντας.Παρέμειναν δίπλα σε μία φλεγόμενη βάτο και οι δύο Αραβες έδειξαν με νοήματα στον Νικήτα, ότι μάλλον θα ήταν μάρτυρας στην τελευταία νύχτα του φίλου του και αποσύρθηκαν παραπέρα, κοκκαλωμένοι και αμίλητοι, περιμένοντας το φώς της ανατολής.Ο Λίβωνας με πολύ κόπο και βήχοντας συνεχώς, αφήνοντας αίμα στη ράχη του χεριού του, ζήτησε να πλησιάσει ο Νικήτας και του είπε, με ελάχιστες λεξεις σε διάστημα πολλών επωδύνων ωρών, τις παρακάτω αλήθειες:

Ο Λίβων πεθαίνει.
Το σχέδιο που βγαίνει από τις λέξεις δεν θα γίνει ποτε σύμβολο.
Το σύμβολο που μπορεί να φαγωθεί, γίνεται κτήμα σου.
Ξέρει ο Λίβων που είναι οι Φαίακες. Είναι στο πέλαγος του Αχέροντα επειδή είναι νεκροί, δεν έχουν νόμισμα και περιμένουν να διαβούν στον Αδη.
Νικήτας, Νικήτας.
Θα συναντηθούν στους Φαίακες.

Ο Νικήτας έντυσε τον νεκρό Λίβωνα με όλα του τα ρούχα και κατασκεύασε μιά κυλινδρική μάσκα από τα δύο κυρηναϊκά καπέλα.Έκανε ό,τι μπόρεσε να του δώσει μορφή μούμιας.Πήρε μόνον το φυλαχτό του, ένα μικρό κομμάτι μάλλινο γαλάζιο περασμένο σε πετσί, και μ ένα περίζωμα, γυμνός και βρώμικος, ίππευσε και γύρισαν ήρεμα στην Αλεξάνδρεια.


Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα....

$
0
0

Πέμπτη Δημοτικου.1958/9/ . Τρελαινόμουνα γιά "μεκανός"και γραμματόσημα.Στις διακοπές των Χριστουγέννων , ο δάσκαλος (και πατέρας μου) μας έβαλε έκθεση περί των επετείων. Εγραψα δύο.Σέλω ένα στατιωτικό αυτοκίνιτο είναι μίμηση της ομιλίας του τετράχρονου αδελφού μου, που προεξέτεινα και στην ορθογραφία...
ο Ράλλης: το μαγαζί με τα καλούδια, των αδελφών Ράλλη στον Χαζνέ, απέναντι απο το σινεμά Τιτάνια και διαγώνια με το μπακάλικο του θείου μου.Μέσω του Γιαννάκη, κάνω την εισαγωγή στο θέμα "Χριστούγεννα".Μετά, το διχάζω σε καλάντισμα και σε αγορά ειδών.
Το 1958/9 δεν υπήρχαν πολλα ορνιθοτροφεία στη χώρα και το κρέας του κοτόπουλου, πολλώ δε μάλλον της γαλοπούλας ήταν ακριβότερο και απο το μοσχάρι. Ας σημειώσω πως το άχτι μου γιά την γαλοπούλα οφείλεται στην "μικρή Λουλού"απο τα Μικιμάους, που σε ένα επεισόδιο έτρωγαν οικογενειακώς. Γαλοπούλα πρέπει να πρωτοδοκίμασα μετά το 1963. Τα Χριστουγεννα είχαμε πάντα κοτόπουλο με πατάτες.
Αλμπουμ γραμματοσήμων (με προέχον και σπάνιο ένα τσαρικο που είχε φέρει ο πατέρας μου απο τον Ιρκούτσκι) απέκτησα το 1962. Το πήραμε απο τον Πιπεράρη. Σχήματος Α5, εικοσάφυλλο, με χαρτονένιο πράσινο καπάκι.
Και στην δεύτερη έκθεση η καύλα μου ήτανε να εμφανίζω το θέμα σταδιακά, μέσω αποριών.Με τον Βασίλη, τον Μπίλη των μπλογκ και του fb, αληθεύει που πήγαμε παρέα, όπως αληθεύει που λεγαμε αλλαντάλων κάλαντα, αλλα όχι στον "κ.Σμυρνή"που ήταν ο νουνός μου, αλλα στον διευθυντή της Αγροτικής Τράπεζας, δίπλα στο σινεμά Ρεξ που ήταν του θείου του και απέναντι απο το Ιδιωτικο Γυμνάσιο του Ιντζεσίλογλου.Τον Θόδωρο Σμυρνή τον βρήκαμε μέσα στην Αγροτική. Το μυαλο μου στην εξέλιξη του κειμένου: "είχε ήδη 7 δραχμές όταν έλεγα τα κάλαντα στης κυρίας Αφεντούλας και 12 όταν έφευγα"¨αντί "η κυρία Αφεντούλα μας έδωσε απο ένα τάλιρο"¨. Αφεντούλα Παπακυριάκη . σύζυγος Βόσκογλου που έκανε και βουλευτής. Δασκάλα, συνυπηρετούσε με τον πατέρα μου. Η επιστροφή μου στον κ. Σμυρνή ήταν εύλογη: ως νουνός, δεν θα γλυτωνε με δίφραγκο.Οταν πήγα στον Σμυρνή, ο Βασίλης πήγε στον θείο του τον Χαρίτο γιά το δικο του δεκάρικο. Χαρακτηριστικά, τα κάλαντα τα θεωρουσα απλο τραγουδάκι γιά νόμιμη ελεημοσύνη.
Τα λίγα λεφτά τα πιασαμε γύρω απο τον Αγιο Γεώργιο, που ήταν στις κατηφόρες προς το Ταλαμπάς φτωχογειτονιά.Θυμάμαι το αεροπλανο που πήρα στον αδελφό μου. Ηταν τενεκεδένιο, κουρδιστό και τα λοξά τα φτερά του.Εμοιαζε  με αυτο, αλλα ήταν ασημόχρωμο, όχι μπλε.
Η "μυστηριώδης νήσος"του Ιουλίου Βερν, απο τον Πιπεράρη, το πιό χοντρό βιβλίο της βιτρίνας του. Εξήντα δραχμές. Ηταν η έκδοση σε γκρίζον κάμπο με έγχρωμη εικόνα, νομίζω Σιδέρη, όχι η κόκκινη έκδοση που έγραφε συχνά "απόδοση".Βρήκα το εξώφυλλο:

Ο Θεόφιλος ήταν ο επίσης συμμαθητής μας ,Γυριχίδης ,που μετακόμισαν στην Έκτη και τον χάσαμε.
Η σελιδαρίθμηση ήταν υποχρεωτική γιά να μη σκιζουμε τις λερωμένες σελιδες και να μη κάνουμε λαθροχειρίες. Γράφαμε με μελάνη και καλαμάρι, με ένα μελανοδοχείο σφαιρικό που ακόμη κι άν το αναποδογύριζες, δεν έχανε μελάνη.
Αχνά, με κόκκινο μπικ, η υπογραφή και η βαθμολογία του πατέρα μου. "Κύριε"στο σχολείο, "μπαμπά"στο σπίτι. Μιά φορά λάθεψα , με κοίταξε και αισθάνθηκα πως κόπηκε το τσουνί μου.
Η φωτογραφία είναι μεταγενέστερη των δύο εκθέσεων, σε γενέθλια του αδελφού μου, μήνα Μάρτιο. Στο ημιυπόγειο γονικο σπίτι της μάνας μου,. Αρεως 1. Αριστερά η θεία μου η Ρίτσα, σύζυγος Νίκου Διπλάρη, δεξιά η μάνα μου, τότε στα 38. Τα επαρχιωτάκια αδελφάκια, με το μοναδικό ενιαίο ντύσιμο που είχαν ποτέ, απο μαγαζί της Βενιζέλου (=μπερεκέτια) ποζάρουν καταμεσής. Στον αριστερό μου ώμο ο Γιάννης Χατζής, πρωτοξάδελφος, γιος του Ευριπίδη και μετά το αδελφάκι μου οι ξαδέλφες μας, κόρες της Ρίτσας, Λέλα (1946-1984) και Φώφη.Τα άλλα παιδάκια, γειτονάκια νομίζω. 
Eξετάσεις Πέμπτης Δημοτικού, Μάιος-Ιούνιος 1959. Στο μπροστά τραπεζάκι , ο Πετεφρής, τότε "Πανούκλας", "Παπαπάνος"η απλως "Χολερας" (απο το παιδικο ασμάτιο "πανούκλα, χολερα με κόλλησες και μένα") και δεξιά του το "κουμπαράκι"Φάνης Σμυρνής (1948-1983) Πίσω μας με την ποδιά ο Γιώργος Φωκάς, άριστος των αρίστων, και δίπλα του ο Μπίλης Μιχαλόπουλος. Στο παλαιικό θρανίο μονάχος, ο Θεόφιλος Γυριχίδης που είπαμε μαζί τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς.

Ιωβηλαίον

$
0
0
Αντιγραφή απο ένα τετράδιο 120 σελίδων που περιέχει 78 ποιήματα, γραμμένα από 27 Δεκεμβρίου 1963έως 12 Φεβρουαρίου 1964.



Πικρία

Οι Έλληνες μαχηταί κρατουν εν θριάμβω τουρκικην σημαίαν,λάφυρον, των τελευταίων συγκρούσεων-οι εφημερίδες, 30.12.63

Άστραψε ο δυστυχισμένος
Ξεφτελισμένος μας πολιτισμός. Σέρνοντας
Μιά σημαία
 Στους αδιαφορους δρόμους
Σηκώθηκε ψηλότερα στα μάτια του κόσμου!
(όλοι το κοίταζαν τούτο το απόκομμα
Χαρούμενοι, στη στήθεια τους έχοντας φτερώσει
Αν όχι οι μακρυνοί Μαραθώνες, ωστόσο
Καποια «Αλβανικά  έπη»)

Γιαλιστερά μάτια, φουσκωμένα κινήματα

Τι κι αν τό΄γραψαν οι εφημερίδες;
Οι φωτογραφίες δείχνουν πάντα «αμετόχους»
Έλληνες πατριώτες να πυροβολούν ή
Να σέρνουν Τούρκους αιχμαλώτους.

Ενθουσιαζονται οι μικροί, που και που
Αρχίζεις και διαβάζεις ΕΟΚΑ και το ραδιόφωνο
Μεταδίδει δημοτικη και λαική μουσική
Μερικες φορές διακόπτεται έξαφνα και ακους
Τη συγκινημένη, τόσο συμπαθητικη φωνή
Του εκφωνητή: «Κύπριοι, είμεθα παρά
Το πλευρόν σας».

Έτσι είναι.

Κι η σημαία τριγυρνά. Σε λιγο
Οι πατριώτες, θα ξανάψουν απ΄το τρέξιμο,
Θ΄αφήσουν τη σημαία (ίσως την κάψουν)
Μετά θα φιλησουν τα κορίτσια τους
Την πατρίδα τους και την υπόθεση « Ένωση»
Και θα πιάσουν πάλι το τουφέκι.

Ωστόσο,
Χρειαζόταν κάτι τέτοιο, ήταν αναγκαίο.

Στη  φτωχή μας χώρα ,είμαστε
Οκτώμιση εκατομμύρια μα έχουμε εδώ και επτά
Μήνες, μιαν αβεβαιότητα δεκαοκτώμιση εκατομμυρίων
Δευτερολέπτων.
Τι μακρύς και δύσκολος καιρός. Δίκαια
Λοιπόν κουραστήκαμε και ζητήσμε
Ν ανάψουνε λίγο τα αίματα. Λίγο.

Τόσες κυβερνήσεις, τόση ταραχή.Έπρεπε
Να ξεσπάσουμε. Αλλα με το κράτημα
Της τούρκικης σημαίας; Προς Θεού.

Είναι ανάγκη με πτώματα να τρέφουμε
Τη μεγάλη ιδέα, είναι ανάγκη; Μη ξεχνάτε
Πως τα χώματα δεν κουράστηκαν ακόμη
Απο το χέρι του γεωργού, παντου
Υπάρχουν τα αρχαία νεκροταφεία.

Γιαλιστερά μάτια, φουσκωμένα κινήματα, κρίμα.

30 Δεκεμβρίου 1963



Οπως τα πλοία

Οπως τα πλοία με τη χρωματιστή παντιέρα
Που πάντοτε πλανιώνται δίχως γυρισμό

Αντι τη σπιτικη φωτια η θάλασσα
Αντι τον μητρικο λυγμό το κυμα

Οπως τα πλοία που ξεφεύγουνε τους φόρους
Γιατι φοράνε τη χρωματιστή παντιέρα
Δίχως ηλικία, δίχως μάτια γιά πατρίδα

Δίχως γυρισμό

Οπως αυτά τα πλοία προχωρουμε
Με την παραπλανητικη σημαία ,σημάδι
Του ταξιδιού

Ο τελευταίος φάρος χάθηκε πριν χίλιες λεύγες
Άλλο λιμάνι μπρος δεν έχει ,άλλο τζάκι

Και ο Άγγελος που απεικονίζεται σε σχολικές εικόνες
Τους ναυτικούς να οδηγεί κρατώντας το τιμόνι
Σαν είδε την τόση ερημία φοβήθηκε
Άνοιξε τα φτερά του και πέταξε
Αφήνοντάς μας μόνους.

19 Ιανουαρίου 1964


Αυγουστιαίου: επικήδειος στον Λυκιδέα

Εις μνήμην ιδεών, πράξεων, λόγων, κινήσεων ,απόψεων, δακρύων, γελώτων, ερώτων, πραγματοποιηθέντων κατα την διάρκειαν των ετών της ωρίμου παιδικής ηλικίας μου.
Εις μνήμην σκεψεων μη αρμοζουσών εις το απαιτητικον πνεύμα της ταχείας και πληρους νεφών εποχής μας.
Εις μνήμην των ελπίδων δι έν μέλλον φωτεινόν και κενόν πάσης ορμής προς εγωπαθή, έκφυλον και αμαρτωλήν, εν γένει, ζωήν.
Εις μνήμην του αγίου Αντύπα, εορτάζοντος κατά την ημέρα της γεννήσεώς μου, ως συντελεσαντος τα μέγιστα, ένεκα της ιδιότητός του ως αγίου,δια την ταχείαν και έγκαιρον ανάπτυξίν μου που άγγιξε το υπαρβολικόν και το παράδοξον, ως η τραυλότης της γλωσσας.
Πάντα ταύτα εγράφετο υπό πλήρη ψυχικήν διαύγειαν, του συγγράφοντος ομολογουντως ετοίμως ότι αποδέχεται πάσαν δικαίαν κύρωσιν,επιβληθησομένην υπό ανωτέρας τινος μερίδος αξιοπίστων ανθρώπων, εχόντων ισχυρόν το αίσθημα της ισχυρογνωμοσύνης

Α
Χαθήκαν οι ιδέες μας
Και μεις ακόμη ζούμε, ίσως
Για να κηδέψουμε και την αξιοπρέπεια

Μελίρρυτη ανάγκη του «καινώς πράττειν»!
Μπορεί να θαμπωθήκαμε απ΄τον Βορέα
Τον τρομοκράτη της στεριάς, ισως και
Τον αχό των λέξεων που κουβαλά στις άλλες
Χώρες, που σταυρώνουν και τυφλώνουν.

Χωρίς ιδέες, χωρίς πράξεις,
Δίχως λόγια, τι πλέον αξιολύπητον !

Και όμως ! Συ ήσουν που μας δίδαξες
Την αποφορά του Δικαίου. Συ, το τίποτε.

Συ εκακόμαθες τον ήλιον
Τον έπεισες να εισέρχεται
Στα άδυτα των κοιτώνων
Όπου εκφυλισμέναι αυτοκράτειραι
Δέχονταν ανόμους εραστάς
Σύ, το τίποτε, μας έπεισες
Όλοι εδώ να μαζευτούμε
Να μάθουμε επιτέλους
Πως δεν αξίζει δεκαρα, να
Προσκυνάς το χώμα,να πιστεύεις
 Σε μιά γιορτή ως η παρούσα ,
 την της μεταφοράς του Λυκιδέως
εις τους  αιωνίους κολασμιαίους λεβητας.

Β
Δυνάμεθα όθεν να διατυπώσωμεν
Παρασυρόμενοι εκ πλήθους οραμάτων
Σχέσιν εχόντων ουδεμιάν με τον θανόντα
Ότι ο μέγας προσδιορισμός χαράς
Η μόνη αληθής τιμή προς αυτόν
Θα ήτο εν πτωχότατον «χαίρε»
Μία ικεσία δι ΄αυτόν που δεν ικέτευσε ποτέ
Εις θρήνος δια τα μυρίας της πολυτίμου
Σταδιοδρομίας του θρηνώδεις ημέρας
Όπου κατεκόπτετο το καλον καγαθόν Χριστιανικόν
Ουχ ετέμνετο δε το επιτιμητέον Εθνικόν

Το Τίποτε άς τον αναπαύσει.

28 Ιανουαρίου 1964


Πρώτη δάφνη

Τώρα που πέτυχα τον στόχο
Ξεφεύγοντας τα γλυστερά μονοπάτια
Σκέφτομαι πως μια και θα νικούσα
Ούτως ή άλλων, έπρεπε να σταματήσω
Λίγο υπέρ το δέον στους τάφους
Να νοικιάσω τον δικό μου, γιατί γρήγορα,
Μιά και ξεπετάχτηκα πρώτος απ΄όλους
Γρήγορα αυτοί οι «όλοι», θα με φάνε

29 Ιανουαρίου 1964



Πηγαδάκια σε δεξίωση

$
0
0
Του ανταποκριτή μας, Σλαύκου Ιδομενέως Ντερβίς


Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΑΛΛΟΎ 

Επιστρέφω απο τις Νέες Γραμβούσες, το νησιωτικό σύμπλεγμα που προσφάτως εόρταζε την επέτειο της ανεξαρτησίας του. Γιόρταζαν το Ιωβηλαίο τους και ήμουν καλεσμένος. Οι διαθέτες του Άρχοντος Κουρσάρου πριν τη θανή του, τον ρώτησαν πως ήθελε τα πενηντάχρονα και εκειός τους είπε: ένα δείπνο να παραθέσετε πλην οι καλεσμένοι τραυλοί να είναι ,αρσούζηδες, με μονιμότητα κατσίβελλου και πληρως αγνοιακοί σε πολλά. Ετσι με ανακάλυψαν και επήγα.

Το φαγητό ήταν πολύ και τα συστατικά του άριστα, πλην κάποιος εθνίκης σκέφτηκε και έβαψε το σύμπαν τσαγαλί, όπως το χρώμα της σημαίας τους. Κι έτσι ,μιλώντας με τους συνδαιτημόνες, δόντια εκθέταμε τσαγαλιά και το βράδι, όσοι κάναμε μούχτι σε υποψηφίους ερωμένους και ερωμένες, πλενόμασταν με τις ώρες απολεπιζόμενοι ,διότι αγγίζοντας στήθη, αιδοία και ανταλλασσοντες χαδάκια στα σκοτάδια,μεταξύ ρούχων και δέρματος, γιομίζαμε μπογιές και ήτον με βάσιν έλαια και πουθενά στην χώρα δεν είχε νέφτι ή διαλυτικό.

Δίπλα μου, στο τραπέζι ήτο ένας εξυπνάκιας και απο την άλλη μιά ποθητή κυρία στα εξηντατέσσερά της. Καθώς η ηλικία μας το επέτρεπε επιτέλους, μπορουσαμε να μεταφράσουμε τον πόθο, ως λογάκια ατίμητα, συνεχή, κομψά και χωρις καμία απολυτως παραχώρηση στην επιστημολογία. Μήτε «Πουλαντζάς» λέγαμε, μήτε «επινόηση της πραγματικότητας», μήτε «selfie» λεγαμε, και κυρίως ,χωρις τις λέξεις «ελιτ» και επιλογές απο δυσπρόφερτους εξυπνάκηδες παρτάκηδες των σαράντα χιλιάδων δολαρίων η πρόσκλησις. Ετσι, ακουμπιστήκαμε και γείραμε προς τον εξυπνάκια που ήθελε να μας αναλυσει την διαφθορά στις Νέες Γραμβούσες.

«Λέγουν πολλά γιά διαφθορά στη χώρα μας και έχουν δίκιο, πλην επικεντρώνουν το ζήτημα των ώρα της παράδοσης φακέλων με μπικικίνια ή την ώρα που τους τσακώνουν και δηλωνουν ότι εμπιστεύονται τον Θεό και την Δικαιοσύνη, αντί να τιμήσουν τον διάολο και την απατεωνία. Αλλα αυτούς που πιάνουν με παρακολουθήσεις και παρόμοια, είναι οι ακρώρειες, οι προσημαδεμένοι, τα θεοτικα ζώα που δήθεν παίρνουν προφυλάξεις. Οι αναλυσεις που μας παρουσίασαν ειδικοί του προγράμματος «άς φορολογήσουμε την διαφθορά» μας απέδειξαν πειστικά ότι αυτού του τύπου οι αρπάχτες αποτελούν βέβαια το 76% των περιπτώσεων αλλα καλυπτουν μόνον το 3% των λαδωμάτων, των υπεξαιρέσεων και των δωροδοκιών»

«Αποκλείεται να έχετε δίκιο» παρενέβη η ώριμη την οποίαν εργολαβούσα. «Ερίτιμος κυρία, μη χώνεστε σαν την τσούτσα!»  την έκοψε ο εξυπνάκιας χρησιμοποιώντας μάλιστα το σπάνιο ιδιόλεκτο του whackusgramvousianis,φρενήρους γραμβουσισμού (Sndouhavoidonena, copinterfenonlikaboutz!)
Και συνέχισε:

«Στις Νέες Γραμβούσες που δεν μοιάζουν με τη χώρα σας σε τίποτε, η διαφθορά χωρίζεται σε δυό μεγάλα πλανητικα σχεδόν μορφώματα. Είναι η προερχόμενη απο την παλαιά φεουδαλική πεποίθηση «σε πληρώνω γιά να είμαι κομμάτι του μεγαλείου σου» και η προερχόμενη απο την αρχαιοδακική παράδοση «τα χρήματα σου ανήκουν μόνον αν δεν τα χρησιμοποιείς. Αν είναι να τα κυκλοφορείς ,πλήρωνε μαλάκα!»

«Πλήρωνε, μαλάκα;»

«Ναι. Staze, schmackie. Hάλλη κατανομή της διαφθοράς είναι άγνωστη στον πολύν κόσμο. Η χοντρή διαφθορά είναι στην ουσία μια μοιρασιά ανάμεσα στις εταιρείες που αναλαμβάνουν με χρηματοδότηση του Δημοσίου ή της Ευρώπης έργα (περίπου 60% της αμάκας) ,της Εθνικής διοίκησης σε διάφορες μορφές (20%) και της Διακυβέρνησης γενικώς (20%).Και ο μεν ιδιωτικός χώρος καρφώνεται μόνον εάν υπάρχουν ανταγωνιστές απο άλλα κρατη που έχουν πρόσβαση, άρα και γνώση των λαδωμάτων (knoleggiadiolivarinii) η διοίκηση συνήθως πληρώνει το μάρμαρο εάν κινηθεί αυτόνομα, προσωπικά και όχι συλλογικά, οπότε δεν πιάνεται ενώ η Διακυβέρνηση μένει απείραχτη .Πρέπει να είναι πολυ μοναχοφάης ο ένοχος (singlerivusappateonuslammoggundus)γιά να τον τσιμπήσουνε. Είχαμε έναν υπουργό που την πάτησε.»

«Εξαιρέσεις;»

«Να όταν ήταν να μπουμε στην CursaraFederala, οι εταίροι μας , έβαλαν πολλούς λαδιάρηδες να καταγγείλουν τον εαυτό τους, ώστε οι νέες μας κυβερνήσεις να είναι καθαρές.»

«Και με τα πολλά, τι γίνεται;»

«Τίποτε. Οι ιδιώτες σταρκίδια τους (atescohonares) όλα . Θέλουν το πρόγραμμα να έχει λεφτά. Τότε, πλερώνουν 30% σε Διοίκηση και διακυβέρνηση που πηγαίνει αξιοκρατικα σε πολύ κόσμο, κατα αρχαιότητα, επετηριδικά. Το υπόλοιπο το χρησιμοποιούν γιά να εξαγοράζουν ανταγωνιστές που λαβαίνουν μέρος στους διαγωνισμούς. Αυτο τους κοστίζει ένα άλλο 30%. Με το υπόλοιπο 40%  πληρώνουν 10% γιά ονόματα μεγάλα και τρανά και συμπράξεις που ουτε καν ξέρουν που πέφτει το πρόγραμμα και το έργο και ένα 10% στους εκτελεστές του προγράμματος που είναι επαγγελματιες καθαροί και έμπειροι που δουλεύουν με μπλοκάκια (tefterrarii) και στις εταιρείες μένει καθαρό το 20%. Εκτός κι άν οι εταιρείες ανήκουν στους διακυβερνητές, οπότε υπολογίστε τα διπλά (calculate dubloni) "

«Και αυτό είναι πολυ ,ή λίγο;»

«Εξαρτάται. Abdependumis.Εχουν και τυχερά.Υπερτιμολογήσεις, τιμολογήσεις εργασιών που δεν έγιναν αλλ;a atescohonaresEξάλλου, το πολιτικό χρήμα είναι συχνά αυλο. Για παράδειγμα χρεώνονται προσληψεις ψηφοφόρων τους.»

«Μπερδεμένο μου φαίνεται»

«Δίκιο έχετε. Είμαστε νέο κράτος και ξέρουμε πως θα κρατήσει αρκετά αυτή η εσωτερικη εμπλοκή. Εσείς βέβαια –aquapatriacometiscom? (εκ ποίας χώρας προέρχεσθε;)»

«Α Grtsku» (Εξ Ελλάδος)

«Ε, εσείς τα ξεπεράσατε. Απέξω τα μάθατε πλέον. Τραβήκσατε πολλά, πλην όλα έχουν διορθωθεί»


«Τι έλεγε αυτος ο ζαβός;» με ρώτησε η κυρία πριν απο το γλυκυ φιλάκι στο μάγουλο, χαιρετώντας την.

« Εννοούσε την φάση της transformaturae,της μετάλλαξης, τότε που ορίσαμε νομοθετικώς την διαφθορά ως «ενίσχυσιν των πολιτικων δομών» της απάντησα και πήγα να πλακωθώ στα χάπια και στις βιταμίνες, να βγάλω το βραδάκι μου.






Ο Τρελός κι ο Γνωστικός

$
0
0


Με κατέλαβε φρικτή υποψία πως δεν διαμορφώθηκα από το περιβάλλον ή από την ιστορική συντυχία ,όπως επί δεκαετίες πίστευα. Ερευνώ, στην ουσία χωρίς εργαλεία και μέθοδο, μήπως και φταίνε οι κόσμοι των γονιδίων και της  έλλειψης ιστορικου βάθος και μνήμης.

Δεν νομίζω πως κατάφερα να γίνω Ελλαδικός. Δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά πως δεν μου αρέσει τι-πο-τε από το σύμφυρμα, το αμάλγαμα και τις παραδομένες πεποιθήσεις του λαού αυτου.

 Δεν μου αρέσει η θάλασσα, το λευκό χρώμα, η λέξη «Αιγαίο» με τα συνοδά εφευρήματα. Δεν μου αρέσει ο  τσάμικος, ο καλαματιανός, η αρχαιότητα ως καταφυγή νοσούντων, η λεξη «φιλοτιμο», η λεξη «ρωμιοσύνη» και βέβαια δεν μου αρέσει και ο καημός της. Ενώ δεν σιχαίνομαι την Διχόνοια, δεν  είχα παντως καμία διάθεση να διαλεγω πολιτικές πλευρές.

Απεναντίας, γλυκαίνω και ηρεμώ όποτε και όταν υπάρχω ως Ομογενής. Με ξενικά γλωσσικα ακούσματα στο περιβάλλον, με έντονη έλξη και περιέργεια γιά άλλων ήθη και έθιμα.

Θα μπορουσα να κατασκευάσω μακρόταλον κατάλογο από παρόμοιες απαρέσκειες, αλλα μήτε αυτό μου φτάνει. Τελικα, νομίζω πως κακώς θεώρησα αυτονόητο πόρισμα βίου το ότι «από νευρώσεις και αγωγή» ετοίμασα έναν εαυτό σνομπάρα και φοβικόν, που δεν του άρεζε τίποτε γνωστό και μόνον σε άγνωστα τοπια ή δυσπρόσιτα για τους πολλούς έβρισκε καταφυγή, όχι για να απλωσει την αρίδα του, αλλα να διαθέτει, βρε αδελφέ, μια ρόμπ ντε σαμπρ για τις κακές συμπτώσεις.

Αλλα τρόμαξα καταληγοντας πως η ζωή μου δεν έχει καν αυτήν την θεία ρηχότητα.  Είμαι στην φλούδα των πραγμάτων και ποτέ δεν ένοιωσα κάτι βαθύτερο στην Ελλαδα. Μακριά από ατταβισμους, ιδεολογικός αντίπαλος της αυτόματης προέλευσης των ειδών,είπα να τους τεστάρω. Να δοκιμάσω την παιδεία που έλαβα και τι απόμεινε από αυτήν .Και να επισημάνω «κενά παράδοσης» που εκ γενετής διέθετα.

Προ τραυλισμου, τον καιρό που ήμουν ένα πιθηκακι με ανθρωποειδή χαρακτηριστικά, πέρασα όπως πολλοί, φάση καραγκιοζάκου. Το δικο μου νουμερο δεν ήταν αλφαριθμητικό  ή κάποιος χορός ή τσαλιμι. Ηταν μια απαγγελια. «Σαν δεν είχε τι να φάει μια αλεπού πονηρεμένη», στιχηρόν που κατέληγε σε «έτσι την παθαίνουν όσοι έχουνε κοκκόρου γνώση». Το έλεγα με ζωντανές κινήσεις των χεριών και έβγαζα το γέλιο της ημέρας.

Πρόσφατα κατάλαβα πως ήταν η «αλεπου καλογριά» του Γεωργίου Δροσίνη, ενός ποιητου και πεζογράφου που μεταξύ άλλων  θεωρείται από τους δημιουργούς και στυλοβάτες του εκπαιδευτικού μας συστήματος.Αυτο το ποίημα μου το έμαθε ο πατέρας μου,που το έμαθε με την σειρά του μάλλον στο διδασκαλείο Φλωρίνης. Ο Δροσίνης δεν είναι ακριβώς παράδοση.

Το μόνο παραδοσιακό μύθευμα που μου μετέδωσε ήταν ένα παραμύθι ονόματι «ο τρελος κι ο γνωστικός». Η ιστορία ενός γνωστικου που έκανε τα πάντα καθως πρέπει και ο σαλεμένος αδελφός του, ζημιάρης και ελαφρόμυαλος, τον έκανε πλούσιο μέσα από κωμικες ιστορίες με ληστές και  κατουρήματα από ένα δέντρο ή από εκείνο το «σύρε την πόρτα» (εννοώντας να την κλείσει» και ο τρελος την ξεκόλλησε και την πήρε μαζί του.

 Το παραμύθι αυτό το βρήκα στην συλλογή Μέγα, με λιγες παραλλαγές, που ωστόσο δείχνουν πως ο πατέρας μου το άκουσε από άλλην πηγή.

Αλλη παράδοση δεν μου μεταδόθηκε.Απεναντίας αντί παραμυθιών, άκουγα εμβρόντητος αφηγήσεις για τον στρατηγό χειμώνα, για τον Κουτούζοφ,για τον Ναπολεοντα αλλα και τον Μιλτιάδη που έκλεισε σε δαγκάνες τον Δάτι και τον Αρταφέρνη.Δραματική ολοκλήρωση παρουσίαζε ο Κυναίγειρος που έχασε τα άνω άκρα το ένα και μετά το άλλο και άρπαξε το καράβι με τα δόντια του. Και ο Αλέξανδρος στον Γρανικό είχε την τιμητική του με τις σάρισές του να καρφώνονται  στα μουτρα των σατραπών και να τους κόβουν την δίοδο προς τον Παράδεισό τους.

Ωσπου να κλείσω τα τέσσερα, οπότε με περίμενε το νηπιαγωγείο, πήγαινα απαρεγκλιτως στις τάξεις που δίδασκαν οι γονείς μου. Με έβαζαν μπροστά μπροστά και άκουγα χωρίς κιχ. Tα πάντα και με ενδιαφέρον.Συχνά ζωγράφιζα.Δεν είχαν που να με αφήσουν.

Από το σόι της μάνας μου ήξερα αμφότερα τα παππούδια.Η γιαγιά μου η κοναΛέγκω γυρνουσε με την «αγία επιστολη» στα χέρια και όποτε ατακτούσα, με άρπαζε από τον σβέρκο και με τάραζε στις μετάνοιες μπροστά στα εικονίσματα. Ανάμεσα στα δόντια της με έλεγε «σκλιμάβρο» (=σκυλι μαύρο) και «χαμένο πατσίδι».

 Μου λεγαν και πως η μάνα της, η Δομνίκη η Μήτσαινα, αυτή που έπλενε το ψωμί για να  μη φάει την γυαλαδα, έλεγε πάντα «ουί κατσάου» στις εγγόνες της.Ο πάππος μου ο Μπαρμπαγιάννης ήταν καλοτατος άνθρωπος, τυφλός από καταρράκτη, ανήμπορος και καμιά φορά τραγουδούσε. Οπερες και οπερέτες. Και έλεγε καθαρευουσιάνικες ελληνικουρες από τον καιρό των πολεμων του 12/13. Άλλη παράδοση από εκεί , δεν είχα. Ιστορία για μαγαζιά, για το αξέχαστο Γκόπεσι και τα θρυλικα Μπιτόλια, και την ζώνη ενδιαφέροντος του φραγκοράπτη προπάππου μου Στέργιου Χατζή, που με κέντρο τα Μπιτόλια έφτανε Βελεσσά, ακόμη και Γραδεμπόρι.

Τα τοπωνύμια από την πλευρά της μάνας μου ήταν το Πορτο κουφό (όπου σκοτώθηκε ο δικός της παππούς Κωνσταντίνος  Μητσόπουλος  σε ναυτικό ατύχημα) η Αιγάνη,απ΄ όπου η Μήτσαινα  έφυγε με επτά κόρες ορφανές προς το Λιτόχωρο,  και απο κεί πολλες ήρταν Σαλονίκη, στην Λιτοχωρινή γειτονιά, στο Παππάφι.Του παππού μου το σόι βλαχόφωνοι άπαντες. Της γιαγιάς μου ελληνόφωνοι (τα πεθερικά δύσκολα συνεννοούντανε, άνκαι άπαντες ήταν βλαχοι).

Παραδόσεις δεν άκουγα. Μήτε παραμύθια μήτε ιστορίες, πάρεξ παράξενα κουτσομπολιά από την Σαλονίκη του 10  και εφεξής. Μήτε μια φορά δεν είπανε «εμείς είμαστε βλαχοι». Και πιο βλαχοι, δε γινότανε. Έμποροι, στην σίτιση και στη φιλοξενία, μπακάληδες, είδη κιγκαλερίας, φραγκοράπτες με πελατεία κυρίως προς Ρέσνα και Βελεσσά.

Κι αν οι της γιαγιάς μου Ολύμπιοι κινουνταν κατά μήκος του Θερμαϊκού κυρίως, καραβοκυραίοι και έμποροι, του παππού μου είχαν κοιτίδα το Γκόπεσι, ένα χωριό έναντι του Μοριχόβου, που μια μαρτυρία που έδωσαν στον Βαϊγκάντ, πριν το 1874, τους θέλει να έρχονται από τα μεγάλα Λιβάδια του Πάικου, για αδιευκρίνιστη αιτία. Τα ίδια μου έλεγε αργότερα και ο Βαβούσκος που ήταν από το αντίπερα του Γκοπεσίου βουνό και είχε κι αυτος συγγενείς Στεργίου.

 Οι Βλάχοι του Πάικου, μνημονεύονται στον «φάκελο Κεφαλά» ενός αρχόντου που είχε που βιός στη Χώστιανη (Φούστανη) στα Τόπια Πουζούχια (Κοζουχ) και στον Πρόδρομο(Νερόμυλοι) ,περιουσίες που άφησε στη μονή της Λαύρας και σώθηκαν τα έγγραφα.Απο τον 12οαιώνα.

Ηταν ανακατεμένοι Βούλγαροι με Ρωμαίους και των βλάχων το αρχοντολόι ήταν  Κομάνοι ή Πατσινακίτες απόφυγοι από τα μέρη της Ουγγαρίας, που κατέβηκαν νομάδες και επιθετικοι, και αφου ηττήθηκαν στα πεδία της μάχης, μερικοί πήγανε με τους Βυζαντινους και τους συναντάμε έκτοτε.

Βέβαια, στον κάμπο ήτανε και οι «Τούρκοι» (Ούγγροι) Βαρδαριώτες που φύλαγαν τον τόπο από τους Βουλγάρους από το έτος 800. Γενικώς, η μια πλευρά μου, εκ μητρός ,προ πολλων αιώνων, είχε κάποια σχέση με τις πεδιάδες της Ευρώπης πάνω από τον Δούναβη.

Αυτά δεν μου τα είπε κάποιος στο παραγώνι.Το μόνο που έλεγαν ήταν πως έφτιαξαν ελληνικό σχολειό στο Γκόπεσι, μαζί με άλλους, πράγμα που αναφέρεται σε σε έργο του 1930 ονόματι «το τιμημένο Μοναστήρι». Δεν έμαθα ποτέ επίσης πως η οικογένεια Στεργίου έγινε Χατζή και ποιός εντέλει πρόγονος πήγε για χατζιλικι στα Ιεροσόλυμα.

Από την πλευρά του πατέρα μου, ήταν πιο απλα.Ο προπάπος μου λεγόταν Θεόδωρος και όλοι τον έλεγαν Τατά.Ηταν ζουρνατζής και επίτροπος στην Κοίμηση της Θεοτόκου της Χάρσερας, στα μαχαίρια με τον παπά. ¨Ηταν  ο μυλωνάς του χωριού, και ο μύλος του, ο χαμελέτας, υπήρχε σε κακή κατάσταση στο ρέμα την δεκαετία του 1970/80.

Τα παιδιά του ξενητεύτηκαν και βρέθηκαν στον Καύκασο και εντέλει στο Ιρκουτσκη, όπου πήγαν με τον υπερσιβηρικό. Ο πατέρας μου γεννήθηκε ας σην Χάρσεραν και έζησε στο Ιρκούτσκη και μετά στον Βλαδικαύκασο. Από τους θείους του, ο ένας έγινε κατής (ή χότζας) στα μέρη της Σαμαρκανδης επειδή του έδωσαν να παντρευτεί σκεπασμένη την βλογιοκομμένη αδελφή της αγάπης του.

 Μετά, ο ίδιος ή ο αδελφός του χτυπήθηκαν από χολερα και τον έρριξαν οι Ρώσοι ζωντανόν στον ασβέστη. Υπήρχε και ο θρύλος ενός άλλου θείου ή αδελφου του Τάτα, που τον σκότωσε η μορόζα του με μαχαίρι στην Μόσχα.

Ο  Τάτας είχε πατέρα γεννημένο περι το 1820, και το μόνο που διατηρήθηκε απ άυτόν ήταν το παράπονο πως ήσαν τόσο πτωχοί, ώστε φορουσαν ρούχα ραμμένα από σακκιά ζάχαρης. Τα υπόλευκα.Εψαξα και βρήκα σακκιά. Ακόμη και σήμερα κανουν ρουχα οι εναλλακτικοί. Από γιούτα συνήθως.

Ο πάππος μου Παναγιώτης Φιοντόροβιτς (σε άλλη  σλαβική χώρα θα ελεγετο Μαξίμ Μπογκντάνοβιτς) παντρεύτηκε την Αφέντρα Ευσταθιάδου, από την γειτονική στην Χάρσερα Διάκονα. Η Αφέντρα είχε αδέλφια στην ξενητειά και φωτογραφήθηκε μαζί τους. Ηταν έμποροι.Ο πάππος μου, ο γιός του μυλωνά, ήταν φούρναρης. Δεν είχαν απομείνει καθόλου θρύλοι και τοπικές ιστορίες. Τουλαχιστον στα αφτιά μου.

Μερικες κουβέντες μόνον, πολύ ζωντανές, από την ζωή στο παγωμένο Ιρκουτσκη. Και άλλα επεισόδια, μεταξύ 1924-1954, που έδειχναν μεγάλη φτώχεια και διηγήσεις από τις εμπειρίες ενός δασκάλου με μεγάλες δυσκολίες. Καθώς δεν  διάβαζα μητε με ενδιέφεραν άλλες διηγήσεις παλαιές, όλες τις θεωρουσα κομμάτι της αγωγής μου.

Ποτέ δεν ακουσα να μιλουν οι γονείς μου μεταξύ των κάτι άλλο πάρεξ καθαρόαιμα ελληνικα δασκαλίστικης απλης δημοτικης.Μερικες φορές, ελαχιστες ¨αστείες ιστορίες από τους σύγχρονους του πόντιους της Αγροσυκιάς, όπου πρωτοατοίκησε στην Ελλαδα και πέρασε δεκαπέντε χρόνια δάσκαλος.

 Αλλά η παράδοση, όπως την θεωρουμε σήμερα, ήταν κομμένη. Τελείως, ως βίωμα. Θερισμένη.Εβρισκα συνεχώς εμπόδια και αιδήμονα σιωπή όταν ρωτουσα για τους εγγεγραμμένους σταυρους στα νεκροταφεία, για τους ρουμανίζοντες στα βλαχοχώρια, για τον πόλεμο Ερυθρών και Λευκών στα χιόνια, για την συμπεριφορά στους βουλγαρόφωνους και με το τσιγγέλι έβγαζα πως ,λόγου χάρη, η μάνα μου θυμόταν ολοκληρες φράσεις και ιστοριες στα βλαχικα, στην δεκαετία του 1920, όπως και τις αγάπες του πατέρα μου στον Λερμοντοφ και σε αστικές συνήθειες στις όχθες της Βαϊκάλης.

Ωσπου να τελεψει η δεκαετία του 20, η μάνα μου άρχισε να περνάει πολύ φτωχικά, με μια σύνταξη του παπού και από νωρίς έγινε ερυθροσταυρίτισσα και αργότερα δασκάλα, ενώ έμπλεξε με την ΕΠΟΝ.. Ο πατέρας μου ,από μια άνετη ζωή στη Σιβηρία και μία περίοδο ανεκτή στο Βλαδικαύκασο, εφτασε να ασκεί την άγνωστή του γεωργία οικογενειακώς, ωσπου να φύγει στο διδασκαλείο της Φλωρινας.

Αλλά ήξερε πολλά.Και έπραξε περισσότερα. Δεν μου τα μετέφερε. Ποτέ. Επρεπε να τα βρίσκω μόνος μου, να τα φέρνω σε λογαριασμό και μετά να του τα παρουσιάζω δήθεν αδιάφορα, οπότε τα ξερνουσε όλα, ως κατι παροδικό.Ετσι έμαθα για την εμπιστευτικη εγκύκλιο για το σπάσιμο των σταυρών στα εξαρχικά νεκροταφεία, γιά τις εσωτερικες διαμάχες των προσφύγων (ακόμη περιμένω καποιον ιστορικό να μεταφέρει τα ταξικά αίσχη των κεχαγιάδων και των προεστών προς τους χωρικούς).

Όποτε τον ζόριζα, απο ενθουσιασμό ή παραφορά, έκανε μιά δήλωση: «λήθη ,αγόρι μου, ληθη».

Τα ίδια και χειρότερα με τη μάνα μου που απο την εποχή του 1944, είναι κυριολεκτικα βουβή. Απο  φόβο. Ξέρω πως η ίδια, η γειτονιά της, τα συγγενολογια της τράβηξαν πολλά. Στη μανία μου να βρίσκω ιστορίες, χωρις να εγκύπτω στο ηθικόν δίδαγμα, έβρισκα  μπετονένιο τοίχο.  Κάποια στιγμή έσκασε το μέσα της και το μαρτύρησε το μυστικό. Οχι σε εμένα.

«Δεν μπορώ να του τα πώ. Αυτοί που μας τυράννησαν οι ίδιοι και τώρα τα παιδιά τους, ζουνε και κυβερνούνε. Φοβάμαι πως άμα αυτος με την τρέλα του, τα μάθει, θα τα κάνει εφημερίδα.Και θα τον βλάψουν. Εχει και παιδί»

Τελικά δεν έχω βιωσει παρά την παράδοση του Φόβου. Οποιο είναι δηλαδή το αντικείμενο του παραμυθιού «ο τρελος κι ο γνωστικος» που είναι στην ουσία η ιστορία ενός Φοβισμένου κι ενός Ξεθαρρεμένου.

Καλη χρονιά και καλά κέρδη σε όλους.


Δεν αντέχεται η λησμονιά

$
0
0


Μια παρεξήγηση που μας χαλάει
(Γραμμένο μετά τις εκδηλώσεις για τον αιώνα 1912-2012)

1
Υπάρχει λύση. Στο στερεότυπο του Κιχώτου με τον Σάντσο. Στο στερεότυπο του Ροβινσώνος με τον Παρασκευά.
Ο Σάντσο και ο Παρασκευάς οι μόνοι που ασφαλως δεν διάβασαν τον τρόπο που έζησαν.
Οποιος θέλει να γλυτώσει, ας κοινωνήσει με την φυγή του από την χώρα μας, που παράγει σαστισμένες και φοβικές κοινωνίες. Ας πάει αλλού. Να χτίσει την πανίσχυρη νοσταλγία ,που τον βυθίζει ως πρότυπο, αλλα θα ξαναγεμίσει την γαμόχωρα με δωρεές ,διαθήκες και κληροδοτήματα, νά χουν να φάνε τσιγαρίδες οι τοπικές κοινότητες και οι σύλλογοι «άς  εγείρομεν και τούτον τον ανδριάντα».
 4
Η επίθεση εναντίον του εθνικισμου, είναι μια σειρά κινήσεων, με την μορφή συστημικής πεποίθησης ,αλλα και αυτοματικής επιθετικότητας, κατά της εκκλησίας, των ενστόλων, της κάθε παράτας και εκδήλωσης που συσχετίζεται με ιστορικές αναμνήσεις και επετείους.
Επί πολλες δεκαετίες, οι ακτιβιστές που λατρευαν την αυθορμησία και την ανάγκη κάποιων κοινωνιών, να αισθάνονται ελεύθερες ή και αχαλινωτες, πίστευαν πως καταργώντας το επετειακό, το ξύλινο, το παραδοσιακο και το εφησυχαστικό,   θα οδηγουσαν τις κοινωνίες σε κάτι βσθύ, προχωρημένο και αλλού. Εως σήμερα, έχουμε εξελίξεις, από την εποχή που πρωτάρχισαν αυτές οι διαμαρτυρημένες φάσεις.
 6
Πολλα κράτη χώρισαν αρμοδιότητες και απέκτησαν διακριτους ρόλους από την επικρατουσα  θρησκεία και την εκκλησία που την εκπροσωπουσε.
 7
Αλλα κράτη, προτίμησαν να μη πειραματιστουν με διαζύγια, αλλα να πιστέψουν στην πειθώ της παιδείας, των γραμμάτων, των οικονομικων καλων πρακτικων, του επαίνου του μη θρησκεύοντος φρονήματος.
 8
Εκεί όπου δεν υπήρχε θρησκευτικη κατάνυξη και οργάνωση στην ισχυρή της μορφή, η αντίσταση στην πολεμοκαπηλεία και στις φανφάρες των στρατιωτικών, αλλα και της ηδονής των πολιτικων αρχηγών, να επιβάλουν μεταρρυθμίσεις,έφερε ακόμη πιο τραγικά αποτελεσματα.
 9
Τζίφος τελειωμένος. Εθνικισμός εθνικισμώ εκκρούεται. Την θρησκεία μπορεί να αντικαταστήσει μόνον μιά αίρεση. Τον φασισμό, ο τριεψιλισμός. Τον Περόν ο φαινότυπος του Βονσαπάρτη. Τον λαικιστή του αλλαζει τα φώτα ο δημαγωγός.
 10
Σε αυτήν την απόγνωση, ο σοσιαλισμός  υπάρχει μόνον εν πρεβαντορίω . Ο σοσιαλιστής δεν είναι απλως ένας επαναστάτης. Είναι ένας μελλοθάνατος.Άλλο μέλλον απο την άφατη ηδονή δεν έχει.
 11
Η γνώση δεν βρίσκεται με το μέρος των «χαλαρών». Η παιδεία δεν έχει δυνατότητες ομαδικής μετάγγισης φρονήματος.
 12
Το φρόνημα απαιτεί πίστη και αμάθεια, και δεν υπάρχει κράτος που δεν στηρίχτηκε σε κρίσιμες περιόδους σε αυτόν τον συνδυασμό. Μόνον που υπηρχε αντίτιμο. Συχνά υπέρογκο.
 13
Ακόμη κι αν μερικοί τα καταφέρουν και οργανώσουν μιά κοινωνία αδέσποτη, με τρίφυλλα, της χλωρής παρτούζας, με γνώμες και ανταλλαγές στίχων την ώρα των ακμαίων ηδονών, κανένας δεν θα τους θαυμάσει και δεν θα τους ακολουθήσει.
 14
Θα τους καταγγείλουν και οι δικαστές θα συμφωνήσουν με τους καταγγελοντες. Θα τους γαμήσουν αφου προηγουμένως τους  απαξιώσουν και θα τους δολοφονήσουν. Δεν βάζω τα «θα» εικη και ως έτυχε.
 15
Και μετά, αφου σπείρουν όροβο στα χώματα που τους έθαψαν, θα υψώσουν ηρώον που θα αναγράφει αλλαντάλλα.
 16
Αρκετές φορές δεν είναι ευδιάκριτο αν σώζεται η χώρα ή αυτοί που έφεραν την χώρα σε απόγνωση.
 17
Δεν νοείται επανάσταση χωρίς οργανικες αλλαγές σε κοινωνικους θεσμους που εξελισσονται (αλλα όχι στην έκταση μιάς ανθρωπινης ζωής, άρα είναι πολύ δύσκολο να γίνει η εξέλιξη κατανοητή και αποδεκτή από μία ανθρώπινη γενιά)
18 
Τελικά, κυβερνουν από αιώνες τον βίο μας «τα άλαλα και τα μπάλαλα». Αλλα κυβερνουν μόνον ό,τι κυβερνιέται.
 19
Δεν είναι δυνατόν να αλλαξει η ψύχα ενός ψωμιού που  έχει ήδη φουρνιστεί.
 20
 Οι παλιές ιδέες αντέχουν επειδή η βρωμιά κατω από το χαλι παραδόξως κρύβει μια δυνατότητα να ζήσεις χωρίς να σκέφτεσαι, πράγμα ανακουφιστικό για την ζωή των δούλων.
 21
Η επέτειος γινόταν μέσω των μύθων,μιά  τελετή που κανένας δεν έπιανε τις επαφές της με το όποιο «σήμερα». Οι μυστικοί θίασοι , τα μυστήρια και οι επικλήσεις στον Ιακχο ,στον βάκχο και στο «ίωμεν εις Αθήνας» έχουν την ίδια μηδαμινή εγκεφαλικη δασοκάλυψη, όπως ο Επιτάφιος, ο λαμπριάτικος ψάλτης, το «εμείς έτσι τα βρήκαμε».
 22
Στην ουσία, τίποτε που βρέθηκε δεν έχει ζωή πολλων δεκαετιών.Δεν υπάρχει μνήμη που να αντέχει την αμνησία του Χρόνου.Υπάρχουν όμως τόποι που ψευδώς παραπέμπουν στην έννοια του αμετάθετου χώρου.
 23
Μια ματιά στο «αξέχαστο χτές» των λαϊκών δοξασιών. Τέσσερα παραδείγματα: Επι μεγαλέξαντρου. Επι τουρκοκρατίας. Επι Κατοχής. Επι Ανδρέα.
 24
Ο πειστικότερος ψεύτης ήλιος φωτίζει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
25 
Κάποιοι τελείως γκαγκάου, ενδεχομένως αναθαρρημένοι από την γερμανογαλλική προσέγγιση, νομίζουν πως πουθενά δεν υπάρχουν τα Βαλκάνια και η Εγγύς Ανατολή…
26 
Τι φρονώ, ως προσωρινός άρχων του μυαλού μου;
 27
Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που λατρεύουν και γεμίζουν τον ελεύθερό τους χρόνο.
 28
Η κυρία Ρεπούση, τα κατάφερε. Ο κύριος Μπουτάρης, τα κατάφερε. Ποιοι δεν τα κατάφεραν;
 29
Τα ου φωνητά. Οι λαϊκές δοξασίες ως μέτρο λατρείας και μίσους.
 30
Δηλαδή υπάρχουν μόνον Μπρέχτ και εργαστήριο αρχαίου θεάτρου (μη γαμήσω)στην κάτω Μαγκουφάνα και κωλάδικο σπλήνιασμα μιάς ρεζίλως καψούρας;
31 
Υπάρχει προηγουμενο και λεγεται «γαλλικόν βλακόπνευμα».
 32
Όχι στην βλαπτική, ανακριβή αναπαράσταση,ναι στις πειστικες λεπτομέρειες που οδηγουν σε δημιουργικες σκέψεις και πράξεις.
33 
Πολιτισμος του συνειρμικου λόγου, ο μόνος πολιτισμός.
 34
Από το φόλκ, στο πόπ ή από την λαογραφία στην ανθρωπολογία.
 35
Κάτω η στερεότυπη θησαυροφιλια της αρχαιολογίας!
 36
Τα ευρωπαϊκά προγράμματα έχουν πανάκριβο μάνατζμεντ και δημόσιες σχέσεις. Δύσκολα αυτους τους μανατζαραίους θα τους προσελαμβανε ένας παλαιός έμπορος.
 37
Το δημόσιο δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί αληθές. Δεν υποστηρίζεται από το κράτος.Εξαγοράζεται.
 38
Υπάρχει ένας «κήπος των ηρώων» στο Μεσολογγι!
 39
Στις επετείους, εχθροί και φίλοι, πάντα μαζί. Γιατί αύριο θα είναι, μαθηματικως, φίλοι και εχθροι.
 40
Δεν αντέχεται η λησμονιά.


Auto da fe

$
0
0


Τρεις μέρες διαρκεί ο Παράδεισος
όσες ακριβώς και η κόλαση
όταν το σκαφος αράζει
και το σκαφανδρο διαλυεται.

Μετά έρχεται η ανάσταση
κι ακολουθεί μιά περίοδος
σβηστής πυγολαμπίδας
στο κατάψυχρο σύμπαν

που την διακόπτει στιγμιαία
το πέρασμα ενός κομήτη
ένας υποφωτισμένος πλανήτης
το φλασάκι ενός δορυφόρου.

Αυτο που δεν αντέχεται
και να το έχετε στα υπόψη
ειναι οι τρεις εκείνες μέρες
που διαρκεί ο Θάνατος.

Σε σπάνιες περιπτώσεις
ειδικα εάν είσαι θεότητα
η Λάζαρος, προσφέρεται
μιά άκεφη επιστροφή.

Ακόμη κι αν ένας ήλιος
με ταχύτητα του φωτος
ανάψει την ουρά σου
άλλους θα φωτίσεις.




Εκείνη

$
0
0




Ανέβηκε στο τρόλαιη σταις έξι
και τέταρτο. Δεν μετακίνησε
το βλέμμα από την μεσαία έξοδο.

Αν ήτο Ελληνίς, εγώ γεννήθηκα
στις όχθες του Ιαξάρτη
πράγμα που δεν συνέβη.

Το πρόσωπό της έβλεπε βορρά,
άρα την πρόσεχα από νοτιοδυτικά.

Εφόρει τζόκεϊ βελούδινο απλό
γόβες ξανθές ανακόντα οκτάρες
παντελονι άνω αστραγάλων
(επίσης μαύρο ως το καλσόν)
επενδύτη τραχέος πιλήματος
με κουφόπιετα στην πλατη
που έκλεινε επάνω με φιόγκο
σατενέ. Τσάντα ταμπά
με πολλά φερμουάρ
και καφετιά σακούλα εμπορίου.

Κατέβηκε κι εχάθη προς ένα στάρμπακ
σάρκας υπόνοια μόνον στα σφυρά
που το καλσόν ζορίστηκε να φορεθεί
δεν ξέρω το γιατί.

Γρήγορο σάρκας ντύσιμο
που το ίνδαλμά του
εικοσιέξη διάβηκε λεπτά και ήλθε

να μείνει μες στην ποίησιν αυτήν.
Viewing all 29 articles
Browse latest View live