Αναφορά στον άγγελο
Επιστολική νουβέλα
(Τυπώθηκε στα Ελληνικα γράμματα, το 2002)
Η προμέτρηση
Μου εμπιστεύτηκες εντολή ποιητή τον Μάρτιο του 1962.Την κατέθεσα τον Απρίλιο του 1999.Επί τριάντα επτά χρόνια ,δηλαδή επί διακόσιους τέσσερις μήνες,δηλαδή επί δεκατρείς πεντακόσιες ημέρες, τήρησα ή δεν τήρησα τα υπεσχημένα.Οφείλω,κατά την συμφωνία μας,μιά λογοδοσία.Η παρούσα εκτενής επιστολική αναφορά, ελπίζω να σε καλύπτει υπηρεσιακώς προς τους αρμοδίους.
Ανήκω στους τυχερούς που είχαν εξαρχής μιά καλή σχέση με τον άγγελό τους.Μήτε άργησα να σε ανακαλύψω (πιστεύοντας, όπως άλλοι, ότι δική μου ήταν η επίνοια, το μυαλό και οι ικανότητες), μήτε, όταν τελείωσαν οι μεταξύ μας παρτίδες διατήρησα εσφαλμένα την αίσθηση της ποίησης μέσα στις φλέβες μου.
Γιά την αναφορά μου, διάλεξα τον τύπο της επιστολής,όχι των μνημονίων, μήτε της έκθεσης πεπραγμένων, μήτε του απολογισμού. Επίσης λυπούμαι που δεν είμαι σήμερα σε θέση να επισυνάψω τον απαραίτητο κατάλογο των ποιημάτων μου, με σωστή ευρετηρίαση.Θα αρκεστείς σε όσα η μνήμη διατηρεί, ελπίζοντας πως σου είναι αρκετά.Θα εξηγήσω τους λόγους σε ιδιαίτερες παραγράφους.
Ζω σε περίοδο επιστολικής σύγχυσης.Ίσως διότι το σπουδαιότερο πράγμα που έγραψα, την εποχή που έλαβα την εντολή σου, ήταν το ρητό:
Θέλω να κάνω κάτι γιά να διατηρηθεί η ημερομηνία.
Νομίζω, φτάνουν δυό γραμμές.
Ξεκίνησα την εποχή όπου ίσχυε το τηλεγράφημα(χρήσιμο γιά επείγοντα περιστατικά και αποστολή ευχών) η επιστολή (που έμοιαζε κατά τύπο και υπογραμμό σε όλες τις επιστολές που γνωρίζουμε από την αρχαιότητα) και βεβαίως το διά ζώσηςμήνυμα,που εκτεινόταν από την διάδοση έως την παραγωγική συζήτηση.Στο δια ζώσηςθα έβαζα και την επαφή από το τηλέφωνο.Στην εφηβεία μου ήταν σπάνιο σχετικά μέσον,αργότερα κατέστη κυρίαρχο.Εμμέσως, επί μικρό μετεφηβικό διάστημα, έπαιρνα και έστελνα νέα με μπομπίνες μαγνητοφώνου και κασέτες.Έχω ακόμη μερικές στο αρχείο μου.Γνώριζα επίσης το τέλεξ, ενίοτε το χρησιμοποιούσα, αλλά ποτέ ως μέσον προσωπικής αλληλογραφίας.Γιά ακατανόητους συντομογραφικούς λόγους θυμάμαι τις εκφράσεις PLS(γιά το «παρακαλώ»), ASAP( «όσο ταχύτερα δύνασθε») και τις πάγιες, εφοπλιστικής προέλευσης,CIFκαι FOB.
Αργότερα,στα μέσα του 80,εμφανίστηκε η τηλεομοιοτυπία. Σπανίως είχε επιστολικό χαρακτήρα.Συνηθως έστελνες μεγάλα και μικρά τεμάχια λογοτεχνικής παραγωγής σε κάποιον μοντέρνο αποδέκτη ή στην εφημερίδα.Η ωριμότητα της ηλικίας με συνέλαβε πάνω στα e-mail, στά γραπτά μηνύματα της κινητής τηλεφωνίας και στο υπόλοιπο μάγμα των υπερορίων μέσων.Είναι αλήθεια ότι με το e-mailκαι τα γραπτά μηνύματα, διαθέτουμε πλέον επιστολικά εργαλεία μεγάλης ισχύος, που απλοποιούν την διαδικασία, καταργώντας τις αρχαίες πλήν γοητευτικές τελετουργίες του ταχυδρομείου, του γραμματοσήμου και των σχετικών καρδιωγμών ενώπιον κενού γραμματοκιβωτίου.
Ενώ η συνείδησή μου είναι τρέχουσα και κατάγεται από παλαιού ανθρώπου κατασκευή, δεν θα έλεγα το ίδιο γιά την ικανότητα παραγωγής γραπτών κειμένων.Άλλοι άνθρωποι απολαμβάνουν την παραγωγή ενός χειρογράφου, ενώ γιά μένα ήταν αείποτε μιά μορφή τιμωρίας,λόγου χάρη να γράψω εκατό φορές «δεν θα αντιμιλήσω στον διδάσκαλό μου».Μου ήταν επαχθές να αντιγράψω ακόμη και τρείς φορές μιά τετριμμένη πρόταση. Προτιμούσα να εκτεθώ ενώπιον πυκνοκατοικημένης σχολικής αυλής και να το παραδεχθώ δημοσία.Όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι,προτιμουσα να γράψω την τιμωρία ανά στήλη, εξαντλώντας πρώτα κατά κορυφήν όλα τα «δεν», ώστε να έχω ορατό ορίζοντα λήξης στις κόλλες του βασανιστηρίου. Συνέχιζα καταγράφοντας όλα τα «θα», τα «αντιμιλήσω», ώσπου να τελειώσει το μαρτύριο. Σπανίως κατανόησα τις δικαιολογίες κόπωσης των συνεργατών μου, εκτός από μία και μόνη περίπτωση: όταν έβλεπα γραμμένα διάφορα «άχ», «αμάν, τελειώνω», «ούφ» στο τέρμα ενος σχοινοτενούς χειρογράφου τους.Ομοίως καταλάβαινα απόλυτα την έκφραση «πόνος» στον κολοφώνα κάποιου αρχαίου κώδικα.
Λάτρευα την γραφή, αλλ΄όχι την διεκπεραίωση της. Σπανίως, δηλαδή γιά πέντε ή έξη ώρες στο σύνολο των τετρακοσίων χιλιάδων ωρών εγγραμμάτου βίου που έχω ήδη διανύσει, διάλεξα μελάνια και καλό χαρτί γιά να κατασκευάσω ένα καλογραμμένο κείμενο.Ήμουν οπαδός της τεχνολογίας πρίν αυτή υπάρξει, μιμητής και διαφημιστής της ακόμη κι όταν μάθαινα γι΄αυτήν από στηλάρια εφημερίδων.
Γι΄αυτό και θεωρώ σημαδιακή την 26η Νοεμβρίου του 1964, όταν δέχθηκα από τον πατέρα μου ως δώρο μιά υπέροχη μικρή γαλάζια γραφομηχανή.Υιοθέτησα αμέσως την παραγωγική της δύναμη,εξέμαθα τάχιστα τις αναποδιές της,έμαθα να χτυπάω με ειδικό τρόπο τα κολημμένα πλήκτρα και άλλαζα μελανοταινία χωρίς να λερώνομαι.Ακόμη και αυτό το μέσο με κούραζε.Όχι γιά τους ίδιους λόγους με το χειρόγραφο, αλλά γιά την βαρετή διαδικασία της καθαρογραφής μιάς δουλεμένης σελίδας.
Η ζωή μου είναι γεμάτη φίλους που διορθώνουν τα γραπτά τους συνεχώς.Οι σελίδες τους, την ευτυχή ώρα της δημιουργίας, πυκνώνουν με λοξογραφές, συντμήσεις,διαγραφές και επιλογές νέων λέξεων,δημιουργώντας έναν γοητευτικό ιστό.Ακόμη κι όταν περνούν το κείμενο σε κάποια μηχανή ,δεν τό΄χουν σημαντικό να διορθώνουν κι εκεί επάνω.
Αυτά ήταν απρόσιτα γιά την αρχαία και ατελή αντίληψη non-finitoπου διαθέτω.Βέβαιος ότι ο θάνατος με περιμένει μονίμως στη γωνία και υπό γωνίαν, ήθελα να του παραδώσω το σαρκίο με καθαρογραμμένες σελίδες.Γιά να αφήσω τις χαριτωμενιές, μόλις, γράφοντας μιά σελίδα, έκρινα ότι ατύχησα σε μία έκφραση ή λέξη, έβγαζα αβιαστως το συμπέρασμα ότι έπρεπε να την ξαναγράψω. Ολόκληρη τη σελίδα, όχι μόνον τα ημαρτημένα.
Κι έτσι, ενώ οι γύρωθεν λόγιοι εκτιμούσαν την γραφομηχανή κυρίως ως μία άνετη βάση, έναν κάναβο όπου ανέτως μπορούσαν να προσθέτουν χειρόγραφες διορθώσεις, γιά μένα ξανάρχισε το μαρτύριο της επανάληψης.Δακτυλογραφούσα ολόκληρη τη σελίδα μου, ακόμη κι άν έπρεπε να προσθέσω ή να αφαιρέσω μία κεραία.
Δεν θέλω να εκθέσω την απέχθειά μου στην επανάληψη.Δεν μπορώ να κάνω και διαφορετικά.Μπορώ να φέρω παραδείγματα. Έχω κάνει πάνω από είκοσι διαλέξεις γιά ζητήματα οινοφιλίας και γευσιγνωσίας. Παρατηρούσα τους κατά περιόδους συνεισηγητές: είχαν γραμμένη μιά σταθερή βάση πληροφοριών και προσέθεταν μερικά στοιχεία εντοπιότητας.Ακόμη κι άν ήταν να μιλήσω στην ίδια πόλη γιά το ίδιο ζήτημα σε διάστημα τεσσάρων ετών(οπότε οι παλαιοί μου ακροατές θα είχαν σίγουρα εκλείψει) έγραφα νέο κείμενο πάντοτε, και δεν διατηρούσα μήτε τις έξυπνες ατάκες που τους είχαν κάνει να μειδιάσουν. Κάποια εργώδη περίοδο του βίου, οπόταν και κρατούσα στηλες σε εφημερίδες και περιοδικά, είχα ραδιοφωνική εκπομπή και πυκνό δίκτυο διαλέξεων, δεν υπήρξε περίπτωση να επιλέξω θεματολόγιο που προσομοίαζε,γιά να γλυτώσω την αναζήτηση της ποικιλίας. Σιχαίνομαι την επανάληψη και θεωρώ τις ιδέες προς έκθεσιν ως το πιό κοινό και φτηνό αγαθό στον κόσμο του πνεύματος. Δεν κατάλαβα ποτέ μου την δυστοκία περί την σύλληψη ενός θέματος.
Γιατί; ιδέα δεν έχω. Μπορώ να δώσω μιά ένδειξη. Υπήρξα δασκαλοπαίδι. Οι δάσκαλοι επαναλαμβάνουν εκ των πραγμάτων συγκεκριμένη ύλη κάθε σχολική χρονιά. Θυμάμαι τους γονείς μου να σχολιάζουν την ευκολία ή τη δυσκολία μιάς τάξης από την οποια προϋπηρεσία διέθεταν σε αυτήν.Φαντάζομαι ότι είχα άγχος μήπως μείνω στάσιμος, ακριβώς από το ενδεχόμενο να ξανακούσω τα ίδια πράγματα άλλη μιά φορά.Γι άυτό και δεν αγάπησα ποτέ την κυριακάτικη λειτουργία.Βαρυόμουνα αφάνταστα.Έβαζα μερικούς χρονοδείκτες (το «στώμεν καλώς» , «τα σά εκ των σών») που βοηθούσαν την προώθηση ενός εσωτερικού χρονομέτρου.
Η αναμέτρηση με τις επαναλήψεις ομολογώ ότι περιορίστηκε όταν,το 1975 νοίκιασα μιά ηλεκτρική γραφομηχανή IBMμε μπαλάκι,που διέθετε και μηχανισμό διαγραφής μερικών ψηφίων και επανατύπωσης.Η παραγωγή μου αυξήθηκε αλματωδώς, το ίδιο και ο χρόνος παραμονής μου στο τραπέζι.Άρχισα δειλά να αντιγράφω μερικά γραπτά από το αρχείο μου,υπακούοντας στον άρρητο φόβο μήπως από κάποια κακοτυχία χαθούν τα πρωτότυπα.Η εξοικείωση με τον κόσμο των φωτοαντιγράφων δεν με βοήθησε πολύ διότι είχα μεγάλα κενά σε βιβλιογραφικές πηγές, επομένως όταν μου περίσσευαν χρήματα ,έκανα επενδύσεις σε φωτοαντίγραφα δυσπροσίτων άρθρων και βιβλίων.Τα χειρόγραφά μου παρέμεναν μοναδικά.Εντέλει αποξενώθηκα από ένα μεγάλο ποσοστό, αλλά γιά διαφορετικούς λόγους, όχι από πυρκαγιά ή πλημμύρες.Ωστόσο ονειρευόμουνα το σκάνερ πολλά χρόνια πρίν υπάρξει στις βιτρίνες.Σκαρφιζόμουν διάφορες δυνατότητες αντιγραφής, αρκεί να μή μεσολαβούσε το χεράκι μου, αλλά ανάμεσα στις δόκιμες εφαρμογές και στην επιθυμία μου να τις εφαρμόσω (μικροφίλμς, φωτογραφίες, πληρωμή δακτυλογράφου, υπαγόρευση σε γραμματέα,μετατροπή σε χαρακτήρες Άσκι,OCR)μεσολαβούσαν συνήθως άδειες τσέπες και άλλες ,πλέον επείγουσες δραστηριότητες.
Στα τέλη του 70 είδα πώς δούλευε η πρώτη φωτοσύνθεση. Κατάλαβα ότι ήταν ζήτημα χρόνου να υπάρξει εφαρμογή και δι ημάς τους ταπεινούς, όπως κάθε πρόοδος σε αγωνιστικό αυτοκίνητο αργά ή γρήγορα ενέσκηπτε και στα εμπορικά μοντέλα.Περίμενα λοιπόν καρτερικά το σημείο των καιρών.Ήταν και η τελευταία περίοδος που γέμισα τον ενδιάμεσο αιθέρα με πολλά χειρόγραφα γράμματα.
Γι΄αυτούς τους λόγους (και άλλους, τους ουσιώδεις, που δεν τρελάθηκα τόσο ωστε να αποκαλύψω στην αρχή ενός βιβλίου), όταν στην δεκαετία του ογδόντα ήρθε στην ζωή μου ο υπολογιστής, αισθάνθηκα όπως τότε που πρωτοείδα το Λονδίνο. Ήταν ο τόπος μου.Ξένος, ακατανόητος, με ιστορία που δεν με βάραινε προσωπικά,επομένως κατάλληλος γιά διαβίωση, έστω γιά επιβίωση.
Ακόμη και ο πρώτος, πρωτόγονος επεξεργαστής κειμένου που δούλεψα ποτέ, σε έναν Spectrum,και διέσωζε τα κείμενα σε κασετόφωνο ήχου, ήταν ταχύτερος και παραγωγικώτερος από την πρώτη φωτοσύνθεση που είδαν τα ματάκια μου.Αργότερα οι υπολογιστές μεγάλωσαν ,έγιναν δυνατοί και αστραπιαίοι.Από την περίοδο των 286 και εφεξής (η μοίρα δεν με μοίρανε να ανήκω στους χρήστες της Μάκιντος) τα κείμενα παράγονται στην ταχύτητα που θέλω, με την σειρά που επιθυμώ.Το κεφάλι μου άνοιξε προς τους ουρανούς ωσάν κατοχική λαχανίδα.Άνοστη, χειμωνιάτική, πλήν περιπόθητη και φαγώσιμη με αλάτι και λεμόνι.
Είχα πάντοτε πρόβλημα με την ποίηση,ως τεχνική καταγραφής της εννοώ.Η ποίηση στο χειρόγραφο δεν με ενέπνεε.Προτιμούσα την ψευδαίσθηση της τυπωμένης σελίδας, γι΄αυτό και διέπρεψα ως ποιητής την εποχή της γραφομηχανής.Με τον υπολογιστή, τα ποιήματα λιγόστεψαν, ώσπου εξέλιπαν πλήρως. Αλλά η αιτία ήταν το άνοιγμα της γραφής μου προς καθημερινούς και πεζολογικούς ορίζοντες.Και επανήλθε εντός μου η διάθεση γιά επιστολογραφία.
Αν εξαιρέσω μερικές ατυχείς στιγμές, εκτιμώ ότι η περίοδος των υπολογιστών στήθηκε αποκλειστικά γιά ανθρώπους του δικού μου φυράματος. Ο λόγος είναι σχετικά απλός.Δεν πολυπιστεύω στο ταλέντο, μήτε στην εργώδη προσπάθεια.Δεν πιστεύω ότι γεννηθήκαμε γιά να σκεφτόμαστε μέσω της γλώσσας.Επομένως, οι σκέψεις μου είναι ενίοτε γλωσσημένες, συχνότατα χρωματικές, άλλοτε είναι ρυθμοί, κάποτε προκαλούνται από μυρωδιές και αίσθηση αφής, χωρίς σώνει και καλά να μεταφράζονται σε τρέχοντα ελληνικά, ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, πραγματική ή φανταστική. Επιπλέον, μου έχει τύχει μερικές φορές να εμπνευστώ κάποιο κείμενο σε μορφή που δεν μοιάζει σε κάποια κατανοητή γλώσσα.Ίσως είναι κατάλοιπα από αυτό που φανταζόμουνα ότι ευαγγελιζόταν οι ντανταϊσμοί και οι σουρεαλισμοί της εφηβείας μου. Πιθανότατα είναι σπαράγματα βρεφικής ηλικίας.Όταν τρομάζω, φερ΄ειπείν,δεν φωνάζω «αμάν» ή «Παναγία μου», αλλά «Γιαμπλόφσκι!».Επί χρόνια αποκαλούσα τους φίλους μου «αφάκηδες» και αντί να κουνάω σχετλιαστικά το κεφάλι ενώπιον απατεωνίας, περιορίζομαι να την σχολιάσω λέγοντας απλώς την λέξη «μπαέκο».Θεωρώ δηλαδή την γλώσσα ως επείσακτο αγαθό μέσα σε ένα έλλογο όν που ανέτως μπορεί να εκβάλλει μυκηθμούς, ερευγμούς και κλαυθμούς αντί γιά σεταρισμένα κροκάτα σύμφωνα και φωνήεντα.
Σύμφωνοι, ακόμη ένας ατελής χαοτικός χαρακτήρας.Αλλά ο υπολογιστής, με την απειρία των παραθύρων όπου μπορείς να φορμάρεις πολλά είδη λόγου,κατασκευάστηκε ειδικά γιά το δικό μου είδος.Ενσωματώνομαι στη λογική και στην πειθαρχία της έτοιμης σελίδας.Γι΄αυτό και αγαπώ τις παραγγελίες, τα άρθρα που πρέπει να έχουν διακόσιες ή πεντακόσιες λέξεις, τις διαλέξεις που πρέπει να μή υπερβαίνουν τα δώδεκα λεπτά.Όχι, δεν αισθάνομαι ότι εντός μου υπάρχει μιά τεράστια αποθήκη λέξεων και εκφράσεων που βγαίνει ανάρχως ή οργανωμένα και οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση συμβάλλει στην πτώση και στην κατατονία της ποιητικής ιδέας.Περισσότερο αισθάνομαι κάτοχος ενός υπέροχου υδροδοτικού συστήματος(γιά την ακρίβεια, χρήστης μιάς βρύσης με στρόφιγγα που ανήκει σε αυτό το σύστημα) και πηγαίνω από καιρού εις καιρόν με ποτήρι, μπολάκι, πιατέλα, μουσλούκι, τσουμπλέκι ή δίωτο σκεύος και αποκτώ το νερό που επιθυμώ, ή χρειάζομαι. Όπου νερό,είναι οι λέξεις μου.Τα διάφορα σκεύη ,είναι το είδος της γραφής που επιλέγω.Αρκούν αυτά ως προμέτρηση.
Η ανίχνευση
Όταν συναντηθήκαμε και μου πρότεινες την ποίηση, θα θυμάσαι ότι δεν αποτελούσε πρώτη επιλογή μου.Είχα, μετά από χρόνια αποκαταστήσει μιά πρώτη επαφή μαζί σου.Αυτό συνέβη το 1960,αρχές της πρώτης Γυμνασίου, όταν κάποιος επιτηρητής με συνέλαβε να ατακτώ μέσα στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου (και Ελένης, Ipresume).Αντι να μου αστράψει το πατροπαράδοτο χαστούκι ή να με καρφώσει στον θεολόγο, προτίμησε κάτι θηριωδέστερο: με ανάγκασε να υποσχεθώ ότι Δευτέρα πρωί, θα πάω ο ίδιος στον θεολόγο και θα του εξομολογηθώ την αμαρτία μου.Τυπική διεργασία ομαδόπουλου, κυκλάμινων και ετέρων ανορθωτικών του μετεμφυλιακού βίου.Πέρασα ένα φρικτό βράδι.Ούτως ή άλλως ήμουν φλώρος (γι΄αυτό και οι μετέπειτα ακρασίες μου είχαν φλεγμονικό και βαρβαρώδη χαρακτήρα),οπότε σκεφτόμουν το αυστηρό πρόσωπο του καθηγητή μου,την ενδεχόμενη αποβολή και τα ρέστα, ως τυπικό προθάλαμο της Δευτέρας Παρουσίας.Την Δευτέρα κίνησα προς το πεπρωμένο μου, αποφασισμένος να παρουσιαστώ ως ουτιδανός, χαμερπής, κόκκινος ώς τα αφτιά και τραυλός άχρι αφωνίας,προκειμένου να επισύρω τις δέουσες ελαφρύνσεις.Μπήκα στην αυλή του Γυμνασίου και ρώτησα που θα βρώ τον θεολόγο του Γυμνασίου Γιαννιτσών. «Στον Γιδά!» μου απάντησαν οι συμμαθητές μου.Τον είχαν στείλει άναυλα σε διαθεσιμότητα επειδή είχε καταγγείλει ηθικού τύπου ατασθαλίες του Γυμνασιάρχη, και ώσπου να συμπληρωθεί η σχετική ένορκη διοικητική εξέταση,τον άδειασαν από την αυλή.Στο σούσουρο και στο σκάνδαλο που ξέσπασε,οι αταξίες μου μέσα στον ναό κατά τον εκκλησιασμό ήταν άνευ νοήματος.
Είχα ήδη αρκετά στοιχεία της σκανδαλώδους σου εύνοιας.Και αρκετές ενδείξεις ότι υπήρχες. Διότι, δεν ντρέπομαι πλέον να ομολογήσω, ότι πολλές παιδικές μου στιγμές,αναγνώριζα τις ευμένειες και τις δυσμένειες του βίου ως προϊόν συντυχιών και συμπτώσεων και όχι ως επέμβαση ενός φύλακα αγγέλου.Όταν οι ενδείξεις περίσσεψαν, άρχισα να βεβαιώνομαι γιά την παρουσία σου. Μόλις σιγουρεύτηκα απολύτως, επιζήτησα κατ΄ευθείαν επαφή.
Ποιές ήταν αυτές οι ενδείξεις; η δύναμη της προσευχής μου.Σε καμιά περίπτωση η εργασιομανία, η επιμέλεια, η προσοχή και η φροντίδα δεν επαρκούσαν γιά να τα βγάλω πέρα. Είχα ανάγκη από υπερφυσική στήριξη,και την είχα.Αρκούσε να προσευχηθώ θερμά γιά κάποιο ζήτημα και η πραγματικότητα που αντιμετώπιζα σκληρή και από γρανίτη, γινόταν ελαστική, κολλώδης και μου επέτρεπε να διολισθήσω.
Εάν περνώντας ένα σοκάκι ,έβλεπα μπροστά μου έναν μεγαλύτερης ηλικίας βασανιστή μου,και δεν άντεχα άλλο ξύλο, αυτομάτως από την άλλη άκρη του δρόμου ερχόταν κάποιος παπάς ή δάσκαλος ή συσταζούμενος, τέλος πάντων ,που απέτρεπε τον εμπαιγμό.Αν δεν ήξερα μάθημα ,η ένταση της άγνοιάς μου εμπόδιζε τον δάσκαλονα με σηκώσει.Αντιστρόφως, οι τιμωρίες της ζωής έπεφταν επάνω μου κατά απρόσμενο τρόπο και τις δεχόμουν αδιαμαρτύρητα, όσο αισθανόμουν ότι εσύμε τιμωρούσες.
Όταν άρχισα να επιθυμώ την θηλυκή παρουσία και να επιζητώ επαφές και κουβεντούλες,όντας ακόμη στην Πέμπτη Δημοτικού,πάλι κατάλαβα την εύνοιά σου.Ομολογώ ότι είμασταν μιά ομάδα ζωηρών αγοριών,που έτρεχε πίσω από τα κορίτσια με παραφορά,αλλά τόσοι και τόσοι με την ίδια πρόθεση σπατάλησαν την ζέση τους αλλοιώς.Όταν η λεπτή και καστανή ύπαρξη που την έλεγαν Ατακτούλαμου έδειξε πίσω από τη ληγούστρα ενός κήπου το αιδοίο της και με άφησε να το θωπεύσω ,ήμουν σίγουρος ότι ήσουν κοντά μου.Σίγουρος και γιά τη χρονιά.1960.
Τώρα, γιά να ακριβολογώ,δεν σε αισθανόμουν ως ζωντανή παρουσία.Είχα την εντύπωση ότι βρισκόσουν μετέωρος μεταξύ της γής και των αιθέρων, αλλά σε συγκεκριμένο ύψος.Μικρός νόμιζα ότι ήσουν πολύ ψηλά. Αλλά εάν αναλογιστώ το πρώτο όνειρο όπου σε είδα (έστω, μόνον το χέρι σου) ήσουν ακριβώς πάνω από το παντοπωλείον ο Πόντος,που βρισκόταν μπροστά στα λουτρά του Καϊάφα,αλλά σε σκέπαζε εν μέρει η προβολή του παλιού σχολείου από πίσω.Θυμάμαι το σχολείο πρίν το γκρεμίσουν και ήταν διώροφο.Έστω οκτώ μέτρα.Λοιπόν ήσουν μεταξύ έξη και οκτώ μέτρων πάνω από τον χωματόδρομο.Αυτό ήταν το υλικό σου μέτρο.Έτσι ,όταν έμεινα σε πολυκατοικία, στον τρίτο όροφο, είχα δίκιο που όποτε σε αναζητούσα κοίταζα το πάτωμα.Με βάση αυτήν την μετρολογία,με παράστεκες από τον δεύτερο όροφο.
Μετά την κάλυψη που μου προσέφερες με τον θεολόγο,άρχισα να σου απευθύνω τον λόγο.Σου ζητούσα πράγματα και μου επέβαλες συγκεκριμένες δουλείες και δεσμεύσεις.Μπήκα λοιπόν στον πειθαναγκασμό.επειδή βαρυόμουνα τις προσευχές, γρήγορα τις αντικατέστησα με παρατεταμένο κράτημα της αναπνοής μου πρίν κοιμηθώ.Αντέδρασες ευμενώς. Μπορεί να σου έστελνα λόγια, αλλά μου απαντούσες και με άλλους τρόπους.
Στις αρχές του 1961,άκουσα μιά πολύ εμφατική εντολή σου.Την ακολούθησα.
Η απαγγελία
‘Ολα αυτά τα ψυχωτικά ,τα είχα λόγω του ακατάσχετου τραυλισμού μου.Μπορεί να ζούσα μιά κανονική ζωή, αλλά η κατάσταση με τον εξωτερικό κόσμο ήταν αφόρητη.Τα ονόματά μου ήταν Κεκές, Πανούκλας, Χολέρας,Πα-πα-πά-νος.Ευγνωμονούσα όποιον είχε την καλωσύνη να με αποκαλεί βραδύγλωσσο.Το θεωρούσα πιό επιστημονικό.Λοιπόν, ο Κεκές, ακούγοντάς σε,ζήτησε από την καθηγήτριά του να απαγγείλει ένα ποίημα στην επέτειο της 25ης Μαρτίου.Οι συμμαθητές μου δάκρυσαν από τα γέλια. Τα κορίτσια ,πιό συμμαζεμένα,έσκυψαν το κεφαλάκι πρίν πνιγούν στο χάχανο.Αλλά εγώ τόλμησα και ανέλαβα Βαλαωρίτη. Ο βράχος και το κύμα.
Μου είχες πεί ότι εάν τα κατάφερνα,θα γινόμουνα και ο ίδιος ποιητής μέσα σε έναν χρόνο.Δεν ήξερα πολλά γιά τους ποιητές, πάρεξ πως ήταν με ανεμίζοντα μαλλιά και με ονειροπόλο βλέμμα,θυμόμουνα και μιά φράση του Σπύρου Μελά που περιγράφοντας τον Σικελιανό του απέδιδε την φράση «φέρτε μας πωρικά!πολλά,ωραία πωρικά!»,επομένως δεν θα γινόμουνα μανάβης στην ζωή μου, αφού οι ποιητές ζητούν οπωρικά, δεν τα παράγουν.Ο πατέρας μου το έλεγε αλλοιώς. Ο Πάνος έχει θέληση και θα ξεπεράσει το πρόβλημά του.Ο Πάνος είχε άγγελο,αλλά ο πατέρας μου δεν ήταν μεταφυσικός τύπος.
Ασκήθηκα στον Βαλαωρίτη,με ζωντανό το παράδειγμα του Δημοσθένη που έβαζε χαλίκια στο στόμα γιά να ξεμπερδέψει τη γλώσσα του. Όταν έβαλα κι εγώ χαλίκια (θυμάμαι ακριβώς πού τα βρήκα,πώς τα έπλυνα και πώς τα έχωσα στο στόμα μου μιλώντας), ήταν η πρώτη φορά που άκουσα άγγελο να γελάει.Το γέλιο σου δεν ήταν φυσικά ανθρώπινο. Ήταν πάντως αμέριμνο.Με τα χαλίκια κατάφερα απλώς να επιβραδύνω την ομιλία και αναγκαστικά να χοντρήνω τον τόνο της, αλλά το τραύλισμα αμείωτο.Οδηγήθηκα λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ο Δημοσθένης είχε μάλλον γυναικωτή φωνή που προκαλούσε το γέλιο, πράγμα που ενισχύθηκε αργότερα με ιστορικές ενδείξεις.Έφτυσα τα χαλίκια και αφοσιώθηκα στον ρυθμό.
‘Οταν σε καμιά εβδομάδα, μπόρεσα και διάβασα το ποίημα χωρίς κόμπιασμα, συλλαβή-συλλαβή,ρυθμικά,κάθησα και τό΄μαθα απ΄εξω.Κάτοχος πλέον της ποσότητας, ζήτησα επειγόντως την ποιότητα. Ήξερα τα γούστα των μεγάλων.Κανένας δεν μιλούσε επαινετικά γιά τον Αυλωνίτη παρ΄όλο που το καταδιασκέδαζαν,αλλά όλοι έδιναν ρέστα γιά τη φωνή του Θάνου Κωτσόπουλου.Κανένας ζέν-πρεμιέ της εποχής δεν σέβονταν το λειτούργημά του εάν δεν ανασήκωνε τα φρύδια βαθαίνοντας τη φωνή του.Άρχισα λοιπόν τα τσαλίμια. Ανεβοκατέβαζα τις κλίμακες, έδινα στις ατάκες του κύματοςέναν καταχθόνιο χαρακτήρα, ενώ ο βράχοςλαλούσε ωσάν τον Θεόδωρο Μορίδη. Ήσουν γενικά ευχαριστημένος.Όταν δοκίμασα παραμονή της απαγγελίας γενική πρόβα μπροστά στους γονείς μου και δάκρυσαν, ήξερα ότι κατείχα το όπλο που θα με ελευθέρωνε.Και μπορούσα να πυροβολήσω.
Απόμεινε το δυσκολώτερο.Η έκθεση.Όταν ανέβηκα στο βάθρο αντιμετώπισα εφτακόσια παιδιά , πολλά με τους γονείς τους, που ήξεραν το πρόβλημά μου.Ένα χαμερπές, πυκνό, λαχανιαστό γέλιο απλώθηκε στην αυλή.Είδα με τρόπο τους καθηγητές που πάσχιζαν να κρατήσουν ένα σοβαρό πρόσωπο.Ήμουν πλέον έτοιμος,φαύλο ηχείο, να θυσιαστώ χάριν του ποιητή που θα γινόμουνα.Εδώ, έπρεπε να θαυματουργήσεις.
Όταν τελείωσα την απαγγελία,οι επτακοσιοι της αυλής μετά συνοδών σάστισαν. Πολλοί δάκρυσαν.Το χειροκρότημα ήταν έντονο,με επιφωνήματα.Είχα κατακτήσει το πρώτο μου κοινό.Όχι με την ομορφιά μου, μήτε με την σοφία μου.Με τα λόγια.Ωραία λόγια,λαμπρώς ειπωμένα.
Κατέβηκα από το βάθρο και συνέχιζα να τραυλίζω ευτυχισμένος.
H τελετουργία
Δεν ξέρω πώς ρύθμισες την εσωτερική μου καρδιά (υπάρχει και η άλλη, η έξωθεν, που την οργανώνουν τα πετεινά του ουρανού) αλλά έκτοτε, από Μάρτιο σε Μάρτιο,κι ενώ η Ελλάς υφίστατο υπηρεσιακή κυβέρνηση Δόβα, εκλογές, βία και νοθεία, ανένδοτο αγώνα, ενώ ο κόσμος ζούσε υπό τους ήχους του ρόκ και του μαλακού μπλούζ, Μπράδερς φόρ,Πόλ Άνκα, Νήλ Σεντάκα, ακούγοντας τον νέο Κένεντι και χτίζοντας τείχη στο Βερολίνο, το γραφειάκι μου γέμιζε κείμενα, που δεν ήταν εκθέσεις, δεν ήταν σκοπούμενα, δεν ζητούσαν το «μπράβο Πανούλη» για να ανθίσουν.Κείμενα πεζά, σκίτσα «μοντέρνα», ανάλογα με τα λοξά πόδια στα έπιπλα του τότε ντιζάιν.Έκανα το πρώτο ταξίδι στο «εξωτερικό», στην Πόλη και συνάντησα μέσα σε ένα μπουλούκι προσκυνητών,τον πατριάρχη Αθηναγόρα.Παραθερίσαμε στην Αιδηψό,στην Σκιάθο και στο Πήλιο.Αγόρασα ένα σωρό βιβλία,τα διάβασα με την προσήλωση του υπόσπονδου,επιδιώκοντας μυστικές εμπειρίες.Ήταν όμορφα.Ήμουν δεκατριών ετών, ερωτευμένος με την Βούλα,και με μια άλλη Βούλα.Μου έδινες πλουσιοπάροχα την άνεση ενός ποιητικού προπονητηρίου. Μου ετοίμαζες τον δρόμο για τον στίβο της γραφής, χαλαρώνοντας τον έξωθεν έλεγχο,περιμένοντας την στιγμή του αγώνα. Ήταν μια εποχή στον ατελή μου βίο ,που εκτιμώ ως μορφή ασυλίας.Εκεί απέκτησα μερικές συνήθειες, από υστερικές έως αρχοντικές, που δεν με εγκατέλειψαν έκτοτε.
Στον κλειστό μου περίγυρο για την ώρα, προκαλούσα εκείνον τον θαυμασμό που είναι ανάμικτος με οίκτο,δηλαδή κάπως ως ζωγράφος χωρίς χέρια, ως τερατικό παιδί-ελέφαντας που παίζει έξοχα φλάουτο.Άλλη μια απόδειξη ότι εσύ προκάλεσες την κύκλωθεν ευμένεια.
Η συμφωνία
Τον Μάρτιο του 1962 ήμουν έτοιμος για τον βηματισμό της ποίησης.Έπαιρνα πληροφορίες κυρίως από την δεκαπενθήμερη Νέα Εστία και από την ανθολογία Περάνθη.Στη βιβλιοθήκη μου, εκτός από την έκδοση Βαλέτατου Παπαδιαμάντη, υπήρχαν τα περισσότερα μικρά βιβλία της Εστίας,και ένα σύννεφο από Μυριβήλη, Βενέζη, Καρκαβίτσα,μια Ελληνική Μυθολογία, η εγκυκλοπαίδεια Ηλίου,αλλά είχα και πρόσβαση στον Πυρσόκαι στον Ελευθερουδάκη,δεκάδες βιβλία που ξεχώριζα από την αρματωσιά του πατέρα μου .
Ένα μίγμα από εκπαιδευτικά εγχειρίδια περί Σχολείου εργασίας, Εξαρχόπουλο, Ψυχολογίες του παιδός, Σουηδική Γυμναστική, στρατιωτικά εγχειρίδια –«το δυώνυμον πεζικόν-πυροβολικόν»,μεθόδους υπολογισμού βολής,μεθόδους ιχνογραφίας, Ταγκόπουλο,Πέτρο Πικρό( «σά θα γίνουμε άνθρωποι»), Σκούρα («από πού ερχόμαστε»), εκδόσεις -προσφορές μεσοπολεμικών εφημερίδων,Θέατρο του Ξενόπουλου με έγχρωμη φωτογραφία της Κοτοπούλη,και βεβαίως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.
Κρατούσα τότε ένα πράσινο μπίκ,που με διέκρινε από τους υπόλοιπους που δεν τολμούσαν να το χρησιμοποιήσουν.Θυμάμαι έντονα το σχήμα του.’Ηταν βράδι και μου είπες Γράψε ένα ποίημα.
Ήμουν απόλυτος. Σου εξήγησα ότι το ποίημα, εφ΄όσον το έγραφα,θα ήταν άθλιο.Μου έλειπε κάθε γνώση, δεν είχα καμία διάθεση να πλέκω ομοιοκαταληξίες,δεν αισθανόμουνα άφωνο αηδόνι, μάλλον φωνακλάς βραχνοκόκκορας.Μου εξήγησες ότι σημασία έχει η καταγραφή πάσης προσπάθειας επί χάρτου και η χρήσιμη εμπειρία που θα προέκυπτε.Σου απάντησα ότι θεωρούσα ποίηση μεν, απρόσιτη δε,κάθε στίχο που πλησίαζε τον Παλαμά και τον Γρυπάρη.Αυτά που θεωρούσα δικά μου ήταν τα αποσπάσματα που είχα διαβάσει από το Μυθιστόρηματου Σεφέρη, από του Προσανατολισμούςτου Ελύτη.Θαύμαζα και λάτρευα τους στίχους του Βιζυηνού (από το τρελάδικο) και το ποιηματάκι του Μπάμπη Νίντα («η μητέρα μου δεν ημπορεί να με θωπεύσει»).
Είχα μεγάλη προσήλωση στα ελάχιστα μεσαιωνικά αποσπάσματα (έως τα χρόνια του Σαχλίκη) και μου άρεζε ο τρόπος του Ρώτα και του Βάρναλη.Θεωρούσα τον Καβάφη εκτός συναγωνισμού αλλά δεχόμουν τον Μπάρα ,τον Χριστόπουλο ,τον Καρασούτσα, τον Βασιλειάδη.Ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσω σοβαρά οποιαδήποτε ιδιωματικήτεχνουργία(γι αυτό και αδίκησα την Κρητική Σχολή, χωρίς να αναστηλώσω κάποτε την δικαιοσύνη),ενώ από τον Σικελιανό άντεχα μόνον τον στίχο περί Ατζεσιβάνο.
Επομένως, σου είπα,εάν επέμενες επι της ποιήσεως (ισχυρά συνηγορούσα υπέρ της ενασχόλησής μου με την Ιστορία, την Ζωγραφική, την Γεωγραφία και την Διηγηματογραφία) θα έπρεπε να θεωρήσεις δεδομένο ότι δεν σκόπευα να διαπρέψω ως μαθητής των δημοτικιστών , των εθνικών και λυρικών στόχων.Θα ήμουν ικανός να τεχνουργήσω όπως ο Βιζυηνός,σε πεζό και ποίηση; τότε μάλιστα. Αλλιώς (αισχύνομαι που το θυμάμαι) σου ζήτησα να εγκαταλείψεις την προσπάθεια και να με αφήσεις στον ζώντα βίο μου ασύδοτο.
Δεν απάντησες επ΄ολίγον.Υπέθετα ότι έκανες τους λογαριασμούς σου.Και μετά, μου ζήτησες τρία πράγματα. Πρώτον, άσχετα με τις επιθυμίες και τους στόχους μου, έπρεπε να ασκηθώ σε όλα τα είδη ποίησης.Δεύτερον,να ετοιμάζομαι ,εφ όσον επέμενα στις αιτιάσεις μου,για μεγάλο,πιθανόν αργόσυρτο,σίγουρα βασανιστικό, ίσως πέραν του βίου μου, διάστημα μη αναγνώρισης, χωρίς μάντιδα δάφνην.Θα έθετα εαυτόν εκτός αποθεώσεως και επαίνων.Θα αντιμετώπιζα δυσπιστία, κατηγορίες για πεζολογία, άρνηση ακόμη και της παραμικρής αξίας των ποιημάτων μου. Τρίτον, ότι έπρεπε να βασιστώ σε εσωτερικά κριτήρια και δεν έπρεπε να μπλεχτώ με αντικειμενισμούς.
Χωρίς συζήτηση, συμφώνησα.Σου ζήτησα διευκρινήσεις για το κριτήριο.Η άποψή σου ήταν απλή: θα είχα μέσα μου,απλούς, αυστηρούς κανόνες ,φυτεμένους στον εγκέφαλο,που θα με βοηθούσαν να διακρίνω αυτομάτως το καλό και το κακό,όχι από κάποια ηθική έννοια, αλλά εάν ο κατενώπιον στίχος είχε στυλ και τεχνική ή όχι.Τα υπόλοιπα θα ήταν και θα παρέμεναν φρέσκος καθαρός αέρας.Η γραφή, μου εξήγησες,είναι αυτόχθων και ανεξάρτητη αρχή.Ενόσω την επιχειρείς,να θυμάσαι ότι «γράφεις» και με τις κινήσεις του σώματος, ότι σκέφτεσαι και με χρώματα, ότι τα ελληνικά δεν είναι η μόνη σου αρματωσιά.Οι ήχοι είναι η πάσα σου αρματωσιά.Η ποίηση είναι απόλυτο κριτήριο εξωστρέφειας.Είναι ό,τι περιέχεται στο αέτωμα ενός αρχαίου ναού, ό,τι περιέχεται στο εσωτερικό ενός τρούλου.
Αυτή ήταν η συμφωνία και οι επιμέρους όροι της.Άνοιξα το τεφτέρι μου,διάλεξα μια δεξιά σελίδα και ξεκίνησα.
Η αρχή των πραγμάτων
Η τάξη θα πέσει/είναι γραφτό/ποτέ μου δεν πίστεψα/σε ορισμό/μα τώρα πιστεύω:/να ΄την ,πέφτει/παιρνει μαζί της/ όσους την πιστεψαν/ μα όχι εμένα.
Γιατί όχι εμένα;/συλλογιέμαι./Έχει βάση/το καθετί που σκέφτομαι/ ή μήπως γελιέμαι;
Ακολουθούν έξη,εφτά σελίδες.Τίτλος: το βήτα ένα (ήταν το τμήμα της δευτέρας Γυμνασίου όπου ανήκα).Ακόμη και σήμερα που το αντιγράφω από μνήμης, κατακλύζομαι από έντονη ντροπή και κοκκινίζω έως τα αφτιά.Αν είναι δυνατόν, να ξεκινάω με τέτοιο δείγμα τον ποιητικό βίο! Είχες απόλυτο δίκιο.Με τέτοια αρχή,θα υπάρξει ίσως περίπτωση να φτάσω σε ένα ποίημα της προκοπής αργά τα μεσάνυχτα της πρωτοχρονιάς του έτους 3200 μ.Χ.Βέβαια,παρακολουθώντας αργότερα την καθημερινή ζωή,πρόσεξα ότι οι τάξεις όπου βρέθηκα, κατέπεσαν οι περισσότερες.Και το νηπιαγωγείο στον Αη Γιώργη,και το σχολείο του Καϊάφα,και το Γυμνάσιο, αλλά ακόμη και το Πέμπτο της Θεσσαλονίκης έχει τα χάλια του.Αλλά δεν υποστηρίζω ότι υπήρξα προφητικός! και εάν έγραφα οι άνθρωποι πεθαίνουν, πάλι αληθινός θα έβγαινα.
Την διαδικασία αυτής της πρώτης γραφής έχω και αλλαχού περιγράψει.Στην ουσία έσπαζα την τάξη μιάς γραπτής σειράς, εκεί όπου έκρινα ότι έπρεπε να πάρω ανάσα.Βέβαια οι στίχοι προκαλούνται, δημιουργούνται και διατάσσονται με ολότελα διαφορετική διαδικασία, αλλά για την ώρα αισθανόμουνα πρωτάκι σε Νορβηγικό σχολείο.Τι Νορβηγικό,μάλλον Χεττιτικό. Εάν είχαν σχολεία., εννοείται.
24 Μαρτίου 1962 έγινε λοιπόν το πρώτο βήμα.Βέβαια ουτε κουβέντα να επεκτείνω την έκθεσηπρος τρίτους .Εφ ΄όσον μου είπες ότι θα εξελισσόμουνα σε ποιητή, έκρινα σκόπιμο να αποσιωπήσω την σχετική διαδικασία.Με τον καιρό, τα πεζά, τα ημερολογιακά, τα κριτικά και τα αυτοκριτικά σημειώματα υποχωρούσαν στα τεφτέρια μου. Έμπαινε στον χώρο μια άτσαλη βαρβαρωμένη στιχική που ήλπιζα κάποτε να αποκτήσει ύφος και άρωμα στιχουργίας.Έτσι περασε το 1962 ,η κρίση στην Κούβα, ο ανταγωνισμός στο Διάστημα, τα τρέχοντα και παιδικά ζητήματα, πάρτι, βιβλία, μουσική, ποδόσφαιρο, ο Φάνης, ο Βασίλης, ο Στέφανος, ο Γιάννης.Δεκαοχτώ εκκρεμείς μήνες,έως τον μακάριο Σεπτέμβριο του 1963, όταν οι ενδορφίνες πλημμύρισαν το είναι μου και ο εσωτερικός μου κόσμος γνώρισε την ναρκοληψία.
Ο μικρός Σαμάνος
Όταν είδες πως τηρούσα τις συμφωνίες μας και αναδυόμουνα από την παιδικότητα προς την εφηβεία και τα πάθη της,κίνησες πάλι,άγγελε και φύλακά μου,την πορεία προς ένα σκαλί ακόμη.Ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα της άσημης ζωής μου το 1963 ήταν μια βαρειά αρρώστεια του πατέρα μου,που παρ ολίγο να με αφήσει ορφανό.Αυτός ο σταθερός, ήπιος άνθρωπος μου εξομολογήθηκε αργότερα ότι όταν ο καρδιολόγος του έβαλε μια ένεση μορφίνης για να γλυτώσει τον πόνο της πνευμονικής εμβολής, του άρεσε τόσο πολύ, ώστε καμώθηκε την επομένη ότι πονάει το ίδιο πολύ, για να δεχθεί και άλλη μορφίνη στο αίμα του.Το ίδιο καλοκαίρι, στο Μπαξέ Τσιφλίκι ,γνώρισα μια Δήμητρα και έδωσα το πρώτο μου φιλί ως μέλος μιάς συστοιχίας αισθημάτων που οι μεγαλύτεροι αποκαλούσαν ζευγαράκι.
Ήταν κι αυτό μια εκτροπή της πάγιας,ασφαλούς διαδικασίας.Από την επαρχιακή μου ερωτική ζωή, ζωή σκύμνου, είχε προηγηθεί προ τριετίας η πυρετική αναζήτηση του γυναικείου σώματος. Είχα στριμώξει δυό κορίτσια, είχα νοιώσει τα μέλη τους ευπρόσιτα ενώπιον της στύσης μου, είχα χαϊδέψει μέλη , είχα προχωρήσει σε τολμηρές κινήσεις,αλλά φιλί; όχι φιλί. Το πρώτο φιλί ήταν βραδυνό, στην θάλασσα, στην βόλτα, είχε αγκαλίτσα, ρομαντισμό, αλλά ψεύδομαι ασύστολα με τα παραπάνω. Σχετίζονται με την σημερινήμου κατάσταση, όχι με την πρόσληψή τους εκείνο το καλοκαίρι.Κρύβω εντέχνως την αγωνία μήπως μύριζε ο ιδρώτας μου, την δειλία και την σαστισμάρα του πότε θα της πώ ότι την αγαπώ;και βέβαια όλα τα επακόλουθα μιάς τραγικής νύχτας.
Πάντως, γυρνώντας στα Γιαννιτσά,στο μεγάλο πάρκο, με τον Φάνη,αφού διηγηθήκαμε ο καθένας τις περιπέτειές του το καλοκαίρι,πήρα και κάπνισα το πρώτο μου τσιγάρο.Ακολούθησαν τα δύο τρίτα ενός άλλου, την άλλη μέρα τέσσερα και ούτω καθεξής.Σε τρείς μέρες, στις 13 Σεπτεμβρίου ,ήμουν πλέον ένας μικρός σαμάνος, ένας μικρός καπνιστής.
Όχι, δεν θα διεκτραγωδήσω τον βήχα, την ναυτία, την γενική απέχθεια.Ακόμη και η προσκόμιση γλαυκός εις Αθήναςέχει περισσότερο νόημα από την προσκόμιση της εμπειρίας από το πρώτο τσιγάρο.Αλλά έχω την άνεση να υμνήσω την ζάλη.
Η ναρκωτική εμπειρία του τσιγάρου,ο απόλυτος τρόμος και η ηδονή του ,είναι η ζάλη που επέρχεται μετά την δεύτερη ή τρίτη ρουφηξιά του καπνού, και μάλιστα τον πρώτο ίσως μήνα της ζωής του καπνιστή.Είναι μία μορφή λιποθυμίας.Το αίμα γεμίζει ή αδειάζει το κεφάλι (δύσκολο να πείς τί ακριβώς γίνεται) και οι αισθήσεις μένουν πεισματικά αυτές που ξέρεις, μόνον που συνοδεύονται από θόρυβο,από τον θόρυβο ενός εσωτερικού ρεύματος που παρασέρνει τα πάντα.Επιπλέον ο γύρω κόσμος χάνει προσωρινά μερικά κλίκ φωτεινότητας.
Φαίνεται ότι αυτή η εμπειρία ελευθέρωσε κάποια αγγεία ή στένεψε άλλα.Σε κάθε περίπτωση, η έμπνευση,αυτή που μου υποσχόσουν τότε,ανάβλυσε από την ύπαρξή μου.Το κεφάλι μου γέμισε ιδέες, το στομάχι μου γέμισε στίχους, το χέρι μου ήταν έτοιμο να τους καταγράψει.Το σώμα μου, μετα ταύτα, έχασε την ύλη του και άρχισα ταχύτατα πλονζέ πλάνα της νύχτας και της πόλης. Μπήκα σε υπνοδωμάτια γυναικών, μάσησα χαρούπια με τους φτωχούς της παλιάς αγοράς, μύρισα την χυμένη βενζίνη από μιά γυναίκα που την χρησιμοποιούσε γιά να καθαρίσει το πέτο του άντρα της,δίψασα και χόρτασα κάθε ρήμα, κάθε οστούν της πραγματικότητας.Γυρνώντας σπίτι,με κόκκινο μπίκ,έγραψα την ημερομηνία,την ώρα και άρχισα να γράφω.Δεκατρία ποιήματα τη πρώτη μέρα.Άλλα τόσα τις επόμενες. Έως το τέλος Σεπτεμβρίου είχα τελειώσει πολύφυλλο κατάστιχο.Σημείωνα ακριβώς ποιά ώρα και ποιό λεπτό άρχιζα και τέλειωνα κάθε ποίημα,σημείωνα κάτω από την ημερομηνία μονολεκτικά συμβάντα γιά να έχω κάποιο σημείο αναφοράς.Μαζί με την ποιητική σκευή,ξεκινούσα και το αρχείο μου.Διότι αυτά,ήταν ποιήματα.Επηρεασμένα από πρόσφατα διαβάσματα, σύμφωνοι,ατελή και πρωτόλεια, συμφωνότατοι, αλλά ήταν ποιήματα.Δεν ήταν σχεδιάσματα, πεζοτράγουδα, λυρικές εκλεπτύνσεις, αυτοχειριασμοί,δεν είχαν πουθενά τη λέξη «μοναξιά», την λέξη «προσπάθεια».
ΑΥΤΟ ΤΟ ΡΟΥΧΟ
Αυτό το ρούχο που ξαναφοράω σήμερα
μετά δυό τεράστιες εφηβικές ημέρες
δεν μ΄ομορφαίνει, μήτε το αντίθετο.
Είναι αδιάφορο.Κι έτσι δεν φαίνομαι νέος
μήτε παλιότερος,γιατί τα δεκαπέντε χρόνια μου
είναι σα νά΄λεγες δεκάξη,δεκαοχτώ ή δεκατέσσερα.
Τα ρούχα δεν μας κάνουνε εμάς, γιατί
όλοι ίδιοι είμαστε, σχεδόν όλοι το ίδιο.
Αυτό το ρούχο όμως που ξαναφοράω σήμερα
μου θύμισε πράξεις που ξέχασα
ουρανούς που χάθηκαν μές στην ντροπή του σύννεφου
κι αυτό είναι κάτι που αλλάζει.
Το υπόμνημα των σφαλμάτων του ποιήματος,που το σκέφτηκα τότε,δεν το αλλάζω μήτε σήμερα.Έβρισκα καλή την εφηβικότητα (ο προσδιορισμός τεράστιεςείναι ακριβής: εάν δεν ήταν εφηβικέςοι μέρες δέν θα ήταν τεράστιες).Η τελεία επίσης,μετά το αδιάφορο,καλή.Επιπλέον διέθετε μία αιτιώδη βάση αναστροφής του ήθους,μετά τον όγδοο στίχο.Προβλήματα: δεν είχε αρχή, μήτε ευπρεπή κατάληξη.Είχε όμως σωστούς χρόνους,καλές ανάσες.Ο ενδέκατος στίχος αξιοθρήνητος,σύμφωνος πάντως με την τρέχουσα λυρικότητα των σίξτις.Από την ακολουθία αριθμών 15 έως 18, έλειπε το δεκαεπτά,αναιτίως,κατά πρώτη ανάγνωση, αφού εάν έγραφα δεκαεπτά, αντί δεκαοχτώ, ίδια θα ήταν η χασμωδία και δεν θα άλλαζε ο ρυθμός της πρότασης.Αλλά βέβαια καλά έκανα και έβαλα το δεκαοχτώ, διότι εμφιλοχωρούσαν στον μαγικό αριθμό διάφορα: από υβρίδιον ενηλικίωσης (όπως την βιώναμε στο αμερικάνικο σινεμά) έως υβρίδιον δεκαοχτούρας, πτηνού που ελάτρευα και αγαπούσε ο παπούς μου ο μπαρμπαγιάννης.
Θυμάμαι, εκείνο το βράδι,ήσουν γενικά ευχαριστημένος και μου εξήγησες τον λόγο: έμπαινα σε εργώδη προσπάθεια.Πρώτος στόχος ήταν ακριβώς αυτός,η ένταξη στο σύστημα. Τα ποιήματά μου έπρεπε να είναι προσωμοιώσεις ποιημάτων,αφού δεν είχα ακόμη τα εφόδια γιά προσωπική γραφή.Λοιπόν, δεν μου γκρίνιαξες καθόλου γιά την λέξη «ρούχο», αφόρητα συμβατική κατά την συμφωνία μας.Μετά από ένα χρόνο θα με τάραζες:
ρούχο; ποιό ρούχο; μπλουτζίν, ρετσίνα,κασμιροφανέλα, μπλούζα κολεγίου, γάντια,τί ακριβώς; «το ρούχο» σημαίνει μήπως ότι φοράς μόνον έναν μανδύα ή μιά κελεμπία; ή Σεπτέμβρη μήνα κάθεσαι με το βρακί; και από πότε ένα βρακί μας ομορφαίνει; προφανές ότι πρόκειται γιά κάποιο ρούχο της μόστρας,γιά τη βόλτα, πουκάμισο ή πουλόβερ.Γιατί λοιπόν όχι «αυτό το πουλόβερ που φοράω πάλι σήμερα;» μήπως επειδή «δεν είναι ποιητικό; μα ολόκληρος ο στίχος σου δεν παράγει ποιητικότητα. Ο στίχος φταίει, και η ποιητική ιδέα.Δεν θα μεταδώσεις ποτέ την αίσθηση της ερημιάς,άν γράψεις «η αίσθηση της ερημιάς».Απλά φοβάσαι, δεν ξέρεις,τρέμεις μήπως και δραπετεύσεις προς τον λειμώνα των πραγμάτων που θα έρθουν.
Απόμεινα λοιπόν,με δεκατρία ποιήματα αρχείου στην πλάτη,να ανυπομονώ γιά την αύριον.Διότι,περιττό να τονίσω, στο σπίτι δεν κάπνιζα. Μόνο που είχα άλλου είδους μορφίνη,την ώρα της συγγραφής: την έξαψη.
Ασφαλής δείκτης ότι κάτι πάει να γίνει πάνω στο γράψιμο,είναι η έξαψη του προσώπου,το τρέμουλο στα χέρια,η αναστάτωση του θυμικού.Φαντάζομαι ότι αυτό αισθάνονται οι συμποιητές και το βαφτίζουν «έμπνευση», εκτός εάν εννοούν κάποιου τύπου υπερεκχείλιση του ταλέντου.Η έξαψη έρχεται σε αραιά διαστήματα στον ποιητικό βίο,όπως σπάνια είναι εξάλλου και η επαναφορά της ζάλης από το τσιγάρο σε κάποιον θεριακλή.Αλλά ευτυχώς με δίδαξες πώς, ως μικρός σαμάνος, να επαναλαμβάνω την ζάλη του τσιγάρου.Όταν δεν καπνίζω τις πρωινές ώρες,και το τελευταίο τσιγάρο της νύχτας απέχει παραπάνω από δεκαπέντε ώρες από το τσιγάρο του άλλου απογεύματος,μιά ελαφρά ζάλη, αναμνηστική της απόλυτης πρώτης, έρχεται στον εγκέφαλο γιά λίγα δευτερόλεπτα. Υπό προϋποθέσεις το ίδιο μπορεί να συμβεί και με την έξαψη.Βέβαια αυτά δεν σε κάνουν ποιητή,κι αυτός είναι ο λόγος που καθιστώ δημόσιο το ιδιωτικό επί του θέματος.Διότι τόσο η ζάλη, όσο και η έξαψη είναι μικρά μόνον στοιχεία του αρρήτου ποιητικού βίου.
Η στατιστική ακμή
Από τότε,κι έως τα Χριστούγεννα του 1964,επί δεκαπέντε μήνες, έγραψα οκτακόσια ποιήματα.Κατ΄ευφημισμόν τα περισσότερα. Μεσολάβησαν καταπληκτικά βιβλία,η αγορά και κατάποση του Αξιον Εστί, η συνδρομή στο περιοδικό Εποχές,η ανακάλυψη του σουρεαλισμού,αντιγραφές δουλικές και λογοκλοπές μεγάλων ποιητών.Μεσολάβησε δηλαδή μιά πρώτη μαθητεία,γιά την οποία μόνον χαρά αισθάνομαι, παρά τις παλινδρομήσεις.Επειδή εξακολουθούσα να κρατάω κρυφή την γραφή, δεν μπορούσα να ξέρω άν προχωρούσα ή άν απλώς είχα τέτοια εντύπωση.Γιά μερικούς στίχους ήμουν σίγουρος.Τόσο σίγουρος όσο και σήμερα. Αλλά η τελική σύνθεση, αργούσε να ωριμάσει.Έπρεπε να περιμένω να φτάσω τριάντα ετών γιά να παραδεχτώ σε ένα ποίημα μιάν αρτιότητα. Αλλά υπήρχε πρόοδος, και την ανακάλυπτα. Χωρίς τη γνώμη και την φωνή σου.Στις 14 Νοεμβρίου αυτής της χρονιάς [1964]χωρίς να ανακατέψω στατιστικές και προσπάθειες,έφτασα εδώ:
XΡONIKO
Ήταν δυό παιδιά
-μή μ΄αναγκάζετε να δώσω
ψεύτικη ταυτότητα- ήταν
δυό όμοια χρωματιστά ζωηρά παιδιά
μικ΄ρα σαν ήλιοι κρεμασμένοι
στις βελόνες των πεύκων
όταν τελειώσει η βροχή
Πάνω στον μεταλλικό δρόμο
έσκιζαν το διάστημα οι βιομήχανοι
μέσα σε πουλιά από αλουμίνιο
που πρόσεχαν μόνο τα φτερά τους.
Δίπλα, ζητιάνοι χαμογελώντας
ξεχνούσαν καπέλα γεμάτα δεκάρες.
Ήταν δυό παιδιά-δε λέω ψέμματα
πήγαν και ενόχλησαν ένα γέρο ζητιάνο
έκλαψαν γιά όλη εκείνη τη λάμψη
κι εκείνος άνοιξε τα χέρια του
Πάνω στα σιδερένια παράθυρα
φαινόταν πλήθος εικόνες βυζαντινές-
όμως ήταν εύποροι άνθρωποι
με δέρμα, χέρια ,στήθος και μυαλό-
Πάνω σε ατσάλινα σύρματα
κρώζαν πελαργοί γεμάτοι ηλεκτρισμό
Ήταν δυό μικρά παιδιά γαλάζια
-το ένα φορούσε γιαλάκια-
έκλαψαν γιά τον πατέρα τους
που κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει
πώς πέρασαν τόσα χρόνια
εκεί, στην πλατεία της Ουάσινγκτον
Μάλιστα.Δυό παιδιά.Ένας γέρος.Εικόνες μεταλλικές.Απάνθρωπος περίγυρος. Ένα ατελές Μπλέιντ Ράνερπρίν την ώρα του. Όλο το κομμάτι εμπνευσμένο κατ΄ευθείαν από το άκρως μελαγχολικό και ελκυστικό μουσικό κομμάτι με τον τίτλο WashingtonSquare.Oβιομήχανοικαι οιζητιάνοι εκ της μεταπολεμικής νεοελληνικής διχαστικής ιδεοληψίας.Άρωμα Νικηφόρου Βρεττάκου και υπόνοια Σαχτούρη, του οποίου διάβασα το έργο με σχετική απλοχωριά το καλοκαίρι.Δεν με συγκίνησε τόσο ο Τρελός λαγόςκαι ο Στρατιώτης ποιητής, όσο ο Πέτροςκαι η Αποκρηά.Τα δυό παιδάκια που το ένα φορούσε γιαλάκια ήταν η εκδοχή ενός δεκαεξάχρονου γιά το φορώ γιαλιά από πέτρα /και με λένε Πέτρο.Επιπλέον , όγκοι Ελύτη, Εμπειρίκου,Εγγονόπουλου και Παπαδίτσα έκαναν την παραμονή μου στον χώρο της μαθητείας απαραίτητη,πέραν πάσης προσδοκίας. Τον Σεφέρη λάτρευα και κατάκλεβα από τον Οκτώβριο του 1962 (όταν απέκτησα την τρίτη έκδοση των ποιημάτων του) ενώ τον Καβάφη εντατικά από τον Αύγουστο του 1963, από την μικρή δίτομη έκδοση με την μελάνη σέπια.Καφετί το πρώτο εξώφυλλο,γαλαζωπό το άλλο.
Ποιήματα εκτοτε αγάπησα πολλά, αλλά κανένα δεν κέρδισε την προσήλωση που έδειξα στον Πέτρο και στον Φληβά τον Φοίνικα.
Χωρίς αιτιολογία.Το ένα χρησιμοποιούσε τις λέξεις «τενεκέδες» και «καννιβαλισμός» ,στο άλλο ερωτοτροπούσε ο μοντερνισμός με την αρχαιότητα.Δεν ήθελα τίποτε άλλο.
Τίποτε άλλο; πάλι ψεύδομαι. Ήθελα πρωτίστως να ξαφνιάζομαι με τα δικά μου κατ΄ αρχήν ποιήματα.Των άλλων δεν τα ζήλευα: αισθανόμουνα απόλυτα το Θεμιστόκλειο ουκ εά με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον.Τον άνθρωπο δεν τον έπιανε ύπνος όχι βέβαια από ζήλεια όπως πιστεύουν οι μεταξύ μας γερμανοθρεμμένοι, αλλά διότι έπλαθε επιτελικά σχέδια υπέρβασης του τροπαίου του Μιλτιάδη από τα άγρια μεσάνυχτα.Η έλλειψη ύπνου με ταυτόχρονη διατήρηση της παραγωγικότητας πάντοτε σάστιζε τους υπναράδες.Ο Ναπολέοντας έγινε θρύλος από αυτό, όσο γιά τον Ιουστινιανό,φαίνεται, από προσεκτική ανάγνωση των Ανεκδότων ότι ο Προκόπιος δεν είχε να του καταμαρτυρήσει κάτι σοβαρώτερο.Σίγουρα ο ύπνος είναι φίλος της ζωής αλλά εχθρός της ποίησης.
Ήμουνα, με αυτά και με άλλα, ένας παραγωγικός συνθέτης στίχων, ένας πλέκτης λέξεων.Υποψήφιος ποιητής και μάλιστα με λογία προέλευση.Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα τροβαδούρος, καλλικέλαδος, με τους ρυθμούς μέσα μου να διονυσιάζουν. Θεωρούσα τις ριμάδες προσωρινές ευκολίες.Το μόνο που ήθελα, όποτε διάβαζα δεκαπεντασύλλαβο ήταν να τον διασύρω,να τον σπάσω σε άλλα ημιστίχια,όχι εκείνο το νανουριστικό οκτώ-επτά συλλαβές.Με τους εντεκασύλλαβους και μερικές φορές με τους δωδεκασύλλαβους στίχους είχα καλύτερη σχέση.Σονέτα-μεγάλη υπόθεση.Το κάστρο της Ωριάς-πολύ ωραίο.Ακόμη ακόμη
τ΄άστρη και το φεγγαράκι πάν σ΄ένα στινο σουκάκι
απογυμνωμένο στακάτο δεκαεξασύλλαβο που αντέχει ακόμη και στην μεταγραφή του ως δημοτικό έπος.Δεν μπορούσα παρά να γονυπετήσω στην αρδαμερινή μορφή του,την τραγουδιστή:
τ΄΄αστρη και-ώχ αμάν αμάν (μάικω)
τ΄άστρη και το φεγγαράκι
τ΄άστρη και -τ΄άστρη και το φεγγαράκι
πάν σ΄ένα- πάν σ΄ένα στινό σουκάκι
Μιλάμε γιά προπετή καταπάτηση τόνων, εννοιών,ρυθμών και τακτικών, αλλά εντέλει μόνον έτσι συλλήβδην άστρη και φεγγαράκικατέληγαν στην στενωπό.Αλλοιώς δεν χωρούσαν.Γιά μένα αυτά τα μακεδονίτικα ρυθμικά σείσματα οδηγούσαν κατ΄ευθείαν στον Τυρταίο και στην ψυχική ανάταση.Ποτέ μου δεν είδα μαντήλες να σουσουρεύουνε στους σχετικούς χορούς.Τις θεωρούσα χαντζάρια.
Δηλαδή,να τα ειπώ τώρα στρωτά,μαζί με την προκοπή των στίχων μου,έπλαθα έναν φαντασιώδη, ολότελα προσωπικό, δηλαδή ψεύτικο, εικονικό χώρο όπου δεν φιλοξενούνταν μόνον οι ονειροπολήσεις μου αλλά και η ίδια η πραγματικότητα,που έτσι έκρυβε την πασα αλήθεια.Ποτέ μου δεν δίστασα σε κάποια μελωδία αρεστή στο βιαστικό αφτί μου να προσθέσω λογάκια.Η ποιητική ιδέα γιά την ώρα δεν έβγαζε ποιήματα, αλλά σίγουρα ακολουθούσε την παρατήρηση του Ψελλού γιά τα τεκταινόμενα στην συμπεριφορά ενός βασιλιά του:υπεκρίνετο δε όμως εί τικαθήκον τω σχήματι νενομοθέτητο άνωθεν,και των ακολάστως βιούντων κατωλιγώρει παντάπασιν.
Με ενάμισο ποίημα ημερησίως κατά μέσον όρο,αισθαινόμουν την στατιστική ευωχία, αλλά υποτίθεται πως σήμερα, καταθέτοντας την εντολή θα έπρεπε να έχω πλάσει πενήντα χιλιάδες ποιήματα, δηλαδή τουλάχιστον μισό εκατομμύριο στίχους.Και πού είναι αυτοί; αναλογούν σε δεκαπέντε χιλιάδες συμβατικές σελίδες παραγωγής, αδιαβάθμητες.Τήρησα αυτόν τον κανόνα; τις έγραψα ή όχι αυτές τις σελίδες;
Λοιπόν,μπορεί να έγραψα και περισσότερες, αλλά το ποσοστό των στίχων εντός τους δεν υπερβαίνει,με τις ύπερθεν προδιαγραφές ένα γλίσχρο 2%.Τα υπόλοιπα είναι πεζογραφικό και μή λογοτεχνικό φορτιο.Σαν την πολιτιστική πελατεία της Ευρώπης.Είναι το 2% του πληθυσμού της.Οι υπόλοιποι είναι φίλαθλοι ,τηλεορασάκηδες ή απλώς βασανισμένοι άνθρωποι. Καμία σχέση με τους γραφιάδες και την τυχερή τους φάρα.
Τυχερή; βεβαιότατα. Εσύ,που ασχολήθηκες μόνον μαζί μου,δεν είσαι σε θέση να ξέρεις τι τραβάει ο άνθρωπος που δέν μπορεί να εκφραστεί με ευχέρεια. Δεν ξέρεις τι καημός είναι να δουλεύεις,να κάνεις οικογένεια και να κοιμάσαι, καταναλώνοντας απλώς αυτό που σου ετοιμάζουν άλλοι.Στην καλύτερη περίπτωση προσηλώνεσαι σε κάποιον που δημιουργεί παραπλήσια προϊόντα προς αυτά που νομίζεις ότι θα κατασκεύαζες εάν οι συνθήκες ήταν αλλοιώς. Αλλά υπάρχουν ώρες που πρέπει να γεμίσουν με χορταρικά, με γυμναστικές, με τα βάσανα των άλλων.
Ενώ οι γραφιάδες...Ο ύμνος μας είναι βέβαια γραμμένος εδώ και οκτώ αιώνες,τον έχει γράψει ο Θεόδωρος Πρόδρομος, όταν, παίζοντας ,ως Πτωχοπρόδρομος, σατιρίζει τον γραμματικό, διά πολιτικών στίχων.Βέβαια ,γιά μένα δεν υπάρχει καμία σάτιρα.Ήταν σάτιρα γιά τον δυτικόφρονα, κουφιοκεφαλάκη αυτοκράτορα που δημιούργησε το Μυριοκέφαλον και μερικές γιόστρες ανάμεσα στους τρούλους.Ακόμη ένας Έλλην κατ΄απονομήν που ονειρευόταν, με την πρώτη κακοτυχία, βόλτες στην Παραγουάη,όπως έκανε η μετεμφυλιακή μας χώρα.Και μάλιστα ο Θεόδωρος Πρόδρομος ακρίτως θεωρήθηκε όναρ από τους απελθόντες στιβαρούς φιλολόγους.Ο ίδιος να είναι Πτωχοπρόδρομος; αδύνατον. Αφού παραθέτει στοιχεία από την μοναστική ζωή, φαίνεται να γνωρίζει πολλών ανθρώπων πραγματικότητες. Άρα είναι πολλοί ποιητές,συνενωμένοι από ερανιστές υπό ενιαία γραμματολογική βάση.Τέτοια παράνοια.
Οι γραφιάδες αποτελούμε μιά ακρογωνιαία βάση της αγραμματωσύνης.Στηριζόμαστε σε αυτήν.Στα υπόλοιπα, ευτυχώς που υπάρχει η λησμονιά και η ακεφιά των πληθυσμών που μας ανέχονται.
Η νύφη
Αποκτώντας γραφομηχανή και μπαίνοντας στο έτος 1965,συνέβησαν καθοριστικά γεγονότα στην ζωή μου.Δημοσίευσα πρώτη φορά.Μετακομίσαμε στη Θεσσαλονίκη.Πήγα έναν μήνα στην Αγγλία.Απόκτησα φίλους που έγραφαν.Και μειώθηκε η ποιητική μου παραγωγή δραστικά.Όχι βέβαια ακόμη σε επίπεδα λογικά, αλλά μειώθηκε.Όχι πλέον πενήντα ποιήσεις μηνιαίως.Τώρα,δέκα και με το ζόρι.Και με φθίνουσα πρόοδο.Έως το πρώτο μου βιβλίο,του 1969,που συνέπεσε με την ενηλικίωση.
Εάν η πρώτη περίοδος ήταν αφανής και κρυπτική, η δεύτερη ήταν ακριβέστατα προφανής και με εξωστρέφεια.Ό, τι έγραφα,το κοινοποιούσα αμέσως στο περιβάλλον μου. Αναλόγως των εποχών,διάβαζα ενώπιον του Δημήτρη Βασιλείου, του Σπύρου Ζερβού, του Γιάννη Γιαννούλη και του Βασίλη Βρέζα, στην παρέα των συμμαθητών του Πέμπτου. Παρομοίως,μπροστά την παρέα των ποιητών: Δημήτρης Καλοκύρης, Γιώργος Χουλιάρας που συνυπήρχαν με τον Βασίλη Ηλιόπουλο,την Τάνια Μνηματίδου και τον Χρήστο Βουδούρη με την βραδυνή συνηθως συντροφιά του αρχαιολόγου Μύρωνα Μιχαηλίδη.
Οι συναντήσεις αυτές εποίκιλαν,από τυπικά λογοτεχνικά τέια έως πρόχειρες απαγγελίες ενόσω στρώναμε στην γραβάτα έξω από το Ριβάζ περιμένοντας τα κορίτσια γιά να πάμε στο κλάμπ.Από νωρίς είχαμε εγκαταλείψει τον λιμένα της μετριοφροσύνης: στην ουσία είχαμε πάψει να θεωρούμε λάθος το να μη καταλήγουμε πουθενα,έγραφα σε ένα ημίπεζο του 67,την Κρύπτη του παραχαράκτη θείου.
Και τότε, μπήκαν στο τοπίο οι άλλοι.
Με νύφη την ποίηση,οι μερακλήδες μνηστήρες ήταν πολλοί.Αυτό δεν μου το είχες προφητεύσει, ώ άρχοντα των προσιόντων.Με είχες ζαβλακώσει με μονήρεις δρόμους, με καμίνι της δημιουργίας, με ταπεινόφρονα μαθητεία,άρα ανέμενα η συντεχνία να αποτελείται από κάποιον αόρατο περιώνυμο δερβίση-ποιητή που θα έλεγε κάθε τόσο «πωρικά,φέρτε μου πωρικά» ενώ γύρω θα εργάζονταν, υποτακτικά καλφόπουλα, μικρά μειονεκτούντα ποντικάκια , ωσαν αυτά που έκαναν δύσκολη τη ζωή του Όλιβερ Τουίστ.Αντί χαμαιζήλων συνδούλων,με περίμεναν εκρηκτικές προσωπικότητες, οραματικές, περισσότερο διαβασμένες, πιό ταλαντούχες, με δυναμική κόντρα επί των αντιπάλων, γύπες επί αμετροεπών ποιημάτων, κήνσορες όχι μόνο του κακού στίχου αλλά και μιάς ηθικής στραβοτιμονιάς.Η κοινωνία των νέων ποιητών,στην οποία εντάχτηκα και γι’ αυτόν τόν λόγο ελάτρευα, δεν είχε βέβαια τις μνημειώδεις αντιπαλότητες και τον υπερεχθαίροντα φόβο, φθόνο και ψόγο που συνάντησα αργότερα μεταξύ των ηθοποιών, των δημοσιογράφων, των μουσικών, των τραγουδιστών, των συνθετών, των πολιτικών, των αρχαιολόγων, των εμπόρων, των ζητιάνων και των υπαλλήλων μεγάλων οργανισμών (τήρησα κάπως μιά μορφή φθινούσης επετηρίδος) αλλά είχε κι αυτή τα κλειδιά της.Οι νόμοι της διάκρισηςίσχυαν κι εδώ με τον ανάλογα προσαρμοσμένο κώδικα από έξη σημεία:
πρώτον: η διάκριση έπρεπε να δείχνει αποκύημα φυσικής επιλογής.Οι γέροντες που δεν είχαν το μέγεθος ενός Σεφέρη,υφίσταντο διασυρμό.Καλά να πάθουν, διότι εάν έγραφανσαν τον Σεφέρη θα τους απεδίδετο η δέουσα λατρεία.
δεύτερον: οι απόντες διώκονται, οι παρόντες επαινούνται. Ακόμη κι άν είναι κακογράφοι του κερατά, φίδια της φωλεάς, τους αρμόζει ένα «καλημέρα σας τί κάνετε;»
τρίτον: οι άγνωστοι διαθέτουν επιπλέον κίνητρο ταφής, οι γνωστοί ίσως γίνουν αργότερα κολλητοί.Αναλόγως λαμβάνουμε το κατάλληλο φτυάρι.
τέταρτον. Οι γνωστοί χωρίζονται στους αδελφούς, με τους οποίους μοιραστήκαμε την ίδια γκόμενα,ενίοτε ομού,στους φιλτάτους,που διαπιστεύτηκαν με χειραψία και κοινό καφέ και στους αορίστως γνωστούς που μυρίζαμε το χνώτο τους αλλά μιλούσαμε σε αόριστα πηγαδάκια.
πέμπτον: οι άγγελοι και οι Άγγλοι είχαν ομοιότητες, πλήν της λεκτικής: εμπιστευόταν ενίοτε την ποίηση και την οίηση σε προδήλως βλάκες.Λοιπόν,κριτήριο καταβαράθρωσης δεν ήταν να είσαι σμερδαλέος, μυξιάρης, μητροκτόνος και πατραλοίας.Ηταν να έχεις τρέμουσα και ασύστατη έμπνευση,περιορισμένη δυνατότητα κατάληψης χώρου, να μη μπορείς να εκφράσεις πειστικά την διάθεσή σου να σου «φέρουν πωρικά».
έκτον και κατακλείς: καλή η δόξα και η τιμή, πλήν όλα τα δάκρυα εξαγοράζονται.Προείχε η δημιουργία ενός κόσμου άστατου,με επαναστατικές ταμπέλες και άκρως συντηρητικά αποτελέσματα.
Ομολογώ ότι κάνοντας και χάνοντας φίλους ,μήτε εκείνοι, μήτε η αφεντιά μου ορρωδήσαμε ποτέ υποτασσόμενοι στην λογική αυτού του κώδικα.Ομολογώ επίσης ότι οι άλλοι ομαδοποιημένοι (που σήμερα τους αποκαλούμε νοσταλγικά «λογοτεχνικές παρέες») έκαναν πάν το δυνατόν να δικαιώσουν τον κώδικά μας,όπως φαντάζομαι και ημείς τους δικούς τους.
Κάποια ημέρα που προσεκόμισα γραπτό προς δημοσίευση σε υπεύθυνο περιοδικού,έπεσα σε μιά συζήτηση με εξηντάρη λογοτέχνη που ζητούσε την δημιουργία οικοπεδικού συνεταιρισμού λογοτεχνών,γιά την δημιουργία μιάς λογοτεχνούπολης.Δηλαδή οι παντόφλες των κατοίκων της θα είχαν,φαντάζομαι λογότυπα εκδοτικών οίκων, αντί οδοσήμων θα υπήρχαν ρητά, ενώ οι σκουπιδιάρηδες θα μάζευαν το πρωί,ημιτελείς ή βρώμικους στίχους.Πώς να μη το προφτάσω στην παρέα μου γιά να καγχάσουμε μαζί;
Η παρέα μας ήταν υπέρ της μη παραστατικής ζωγραφικής, υπέρ της γενιάς του τριάντα,αγνοούσε τη γενιά της ήττας,διέθετε γενικώς δημοκρατικά φρονήματα υπό την ευρύχωρη έννοια, και ήθελε απλώς να προκαλεί.Αυτό προείχε.Λοιπόν, απαγγελία Μαγιακόσφκι ενώπιον χωροφύλακα, ήταν θεμιτός στόχος. Η θεσμική υπεράσπιση της Δημοκρατίας ήταν γιά τους τετριμμένους.
Αλλά η νύφη είχε υπερβολικά πολλούς μνηστήρες.Και η νύφη είχε γονιούς.Τον Θαυμασμό και την Φήμη.Στόχος ήταν να πείσουμε τα μελλοντικά πεθερικά μας ότι αξίζαμε τον κόπο. Έπρεπε να στραφούμε στους οικογενειακούς τους φίλους.Τους επώνυμους ποιητές.
Η διαφορά ανάμεσα στον καταθέτη ονειρικού έργου και στον ίδιο ως πρόσωπο,μερικές φορές βγάζει μάτι, μερικές φορές δεν υπάρχει. Με προσεκτική ματιά,ένα πρόσωπο που παράγει υπερεκτιμημένη ποίηση ,διαθέτει εν σπορείω όλες τις σχετικές προδιαγραφές. Το ίδιο και με κάποιον ασήμαντο επιφανειακά που σε τρελαίνει με την στιβαρότητα της γραφής του.Παντως εκείνην την περίοδο,θα ήθελα και θα θέλαμε οι περισσότεροι ήρωες του πνεύματος που θαυμάζαμε να έχουν σώματα και κεφαλές άλλων αντιπροσώπων του ανθρωπίνου είδους.
Εκεί,στο κρίσιμο σημείο, με βοήθησες πάλι.Δεν υπήρχε περίπτωση να συνάψω νόμιμο γάμο με την νύμφη της Ποιήσεως.Είχαν σειρά προτεραιότητος, βαφτισμένη από εμένα τον ίδιο, όλοι σχεδόν οι ποιητές που εκτιμούσα.Αλλά οι ελπίδες, μου σφύριξες τεχνηέντως,υπήρχαν αμείωτες στον βαθμό που θα θυμοσοφούσα επί του αστάτου χαρακτήρος των θηλυκών υπάρξεων, άρα και της Ποίησης.Δεν έβλεπα πανέμορφους αζάπηδες να τους σέρνουν από τη μύτη κακομούτσουνες, υστερικές και ηλίθιες καπάτσες; δεν έβλεπα από τον τρέχοντα βίο ότι οι νοικοκυρές ,ερωτευμένες με τον κουβαλητή του σπιτιού, φλέρταραν με πλασιέ και πιτσαδόρους; λοιπόν,εάν ήθελα την ποίηση, μόνον με μοιχεία.Με ρεσάλτο.Γιά στιγμιαία ηδονή. Προσωρινή.Να μή διαταράσσει την πυραμίδα. Να ανανεώνει τον σεξισμό μέσα στο αμετακίνητο σπιτικό. Συμπέρασμα.Επρεπε να μεταβληθώ σε καταδρομέα.Ένα καλό ποίημα, ίσον μία επιτυχής αποστολή. Στο υπόλοιπο διάστημα, μπορούσα να φυτεύω κρεμμυδάκια, ή να ακκίζομαι σε άλλες αρμοδιότητες.
Εντέλει , πήρα την νύφη αργότερα.Όπως το είπες.Το 1978 με την «Ωδή στα πουλιά». Το 1988, με την «Καραβέλα». Το 1993 με τον «Καπερνέκα».Μπήκα στον χώρο της ως μεθύστακας,ως άρρωστος, ως Κιγκινάτος.Ξεγελάστηκε και πέρασε μαζί μου ερωτύλες και άσεμνες δεκάλεπτες διαλλείψεις.Μετά γυρνούσε στον άντρα της, τον Ποιητή της ψυχής της.Όλοι ευτυχισμένοι.
Hάλλη ζωή
Δεν ήμουν ακόμη σε θέση να ψελλίζω απόψεις περί ποιητικής. Μου ήταν αρκετά αυτά που υπήρχαν στα κείμενα του Παπανούτσου, του Λορεντζάτου, του Σεφέρη και των άλλων.Δηλαδή δεν μου ήταν απλώς αρκετά: μόνον τον Σεφέρη καταλάβαινα πλήρως, κι ίσως αυτή να είναι η ερμηνεία της επιτυχίας του στην ημιμαθή γενεά που εκπροσωπούσα.Από το 1969 κι έως το 1977,δυό χρονιές που σημαδεύονται με την έκδοση δύο βιβλίων μου, πέρασα την έξεργο και ποθητή νεότητα σε απολύτως άλλα κανάλια.
Με απασχολούσαν εντόνως η αρχιτεκτονική, η ιστορία, η μουσική και οι άνθρωποι.Η φωνή σου ,άγγελε,δεν ακούστηκε όταν στις πρώτες ανταλλαγές σημειωμάτων με την πρώτη γυναίκα μου, την είδες με τα μάτια σου να γράφει : φρόντισε τα θεμέλιά μας, ξεχνώντας ότι γεννήθηκες ποιητής.
Πέρα από την αρνητική χροιά που διέβλεπα,είχα και μιά επισήμανση πρωτοφανή.Είχα γεννηθείποιητής, έστω και κατά την μή έγκριτη άποψη μιάς μελετηρής εικοσιδυάχρονης.Επομένως, η έκθεση, η έξαψη, το θέατρο μετρούσαν περισσότερο ,ήταν ακλόνητη βιτρίνα.Εφ΄όσον ήμουνα σε παρέα ποιητών και έγραφα, ανήκα και σε γονιδιακά καθοριζόμενο είδος.Πάλεψα πολλά χρόνια γιά να το αρνηθώ. Έκαμα ό,τι περνούσε από το χέρι μου γιά να ξεχάσω πως ήμουν ποιητής.Δηλαδή, γνωρίζοντας πως δεν ήμουν ποιητής, προσπάθησα να ελαφρώσω το βάρος της γής από έναν δήθεν ποιητή.
Περιοδείες στη ύπαιθρο,βίος φοιτητικός και ταραχώδης (αλλά πάντοτε συμβατικός),επαγγέλματα, φτώχειες,ταξίδια, παιχνίδια, πολλά τσιγάρα, άπειροι καφέδες, αλκοόλ.Επιπλέον πόνος, τρόμος, ελάχιστες εκροές ενδορφίνης.Άρχισα να αλλάζω περιβάλλοντα και φίλους.Στην περίοδο αυτή δεχόμουνα ποιητικούς κυματισμούς ανά αραιές περιόδους,σχετικά πυκνούς. Αλλά η παραγωγή ποιημάτων κατέβηκε στα πέντε το μήνα.Γενικώς μιλάμε.
Απεναντίας, στιχούργησα σε μεγάλες ποσότητες. Δοκίμασα να γράψω και τραγούδια.Κυρίως έγραψα κείμενα ερευνητικά, εκθέσεις, περιηγήσεις, όχι στοχασμούς.Απορροφήθηκα από την έρευνα και σπανίως σκεφτόμουνα την ποίηση.
Ήταν εξάλλου καιρός.Ώς πότε θα με απασχολούσαν τα προσωπικά μου προβλήματα γιά να τα κάνω έμμετρα, ώς πότε θα άδειαζα ένα φαύλο δοχείο δειλινό,ώς πότε; ώσπου να γινόμουνα μετείκασμα των λυρικών που σιχαινόμουνα;Αρχισε να μπαίνει στον εγκέφαλό μου μιά διαδοχή εικόνων από τοπία, παράξενους ανθρώπους που ποτέ δεν σκέφτηκα ότι μπορεί να υπάρχουν πέραν των βιβλίων.Έμπαινε επίσης τεράστιος χαρτοπολτός από ιστορία, μικρά άρθρα, δημοσιεύματα και μελέτες.Επιπλέον, ένα από τα καλά της αρχιτεκτονικής, κρατούσα συνεχώς τα χέρια μου απασχολημένα. Αποτυπώσεις, σχέδια κατοικιών και εργοστασίων, αρχαιολογικές ανασκαφές, μετρήσεις και επιμετρήσεις, προϋπολογισμοί και υπόλοιπα χαρτοβασίλεια, απαιτούσαν μαζί και μία σχετική σχεδιαστική ευχέρεια. Από τότε άρχισα πάλι να σκιτσάρω , όχι μόνον γιά τις σπουδές ή το επάγγελμα.
Δεν χρειάζεται παραπάνω ανάλυση, αλλά όπου ακμάζει ο αριστερόχειρας, δηλαδή ο ζωγράφος και ο αρχιτέκτονας, ο δεξιόχειρας ποιητής δεν έχει καμιά δουλειά.Διατηρώντας πάντοτε τον τραυλισμό μου, αλλά ασκώντας συστηματικά μιάν αμφιχειρία (γιά το φαγητό,την ζωγραφική και το σχέδιο το αριστερό χέρι, γιά το γράψιμο το δεξί) ήμουνα σε θέση να αισθάνομαι τους λοβούς του εγκεφάλου μου να υφίστανται μυρμηκισμούς όποτε χαλούσα την αρχαία τους τάξη.Σύντομα ήξερα ότι εάν αισθανόμουνα χαζός ενώπιον προβλήματος, είχα επιλέξει λάθος λοβό.
Την ώρα που έπαιζα τον νεαρό και τον καμπόσο, με τριβέλιζε πάντως η σκόπευση του ποιητού βίου.Εμπαιναν πολλά πράγματα αναμίξ στο ομογενειακό μου κατάστημα. Ένα φεγγάρι, ως γραμματικός πανέξυπνου πλήν αγραμμάτου ευπόρου (σπανίως είναι διαφορετικοί) τρόμαξα βλέποντάς τον να συλλαβίζει την εφημερίδα.Ο αναλφαβητισμός δεν τον εμπόδισε μήτε να προκόψει, μήτε να έχει πολύ μυαλό, όχι μόνον στα εμπόρια. Άλλη μιά ένδειξη ότι συγχέοντας την γλώσσα με την μάθηση, αφήνουμε πολύ χώρο στο μελλοντικό κράτος των ποντικιών.
Πέρασα και μερικές περιόδους, όπου η συγγραφή ήταν απαγορευμένη, απλώς και μόνον εξαιτίας του χρόνου που έλειπε. Μαθημένος να τα τελειώνω όλα την τελευταία στιγμή, κατάλαβα ότι υπάρχουν και επιχειρήσεις που θέλουν τον καιρό τους.Μεταξύ μας, αυτές είναι μία στο εκατομμύριο.Όσες και να ήταν, μου έτυχαν μιά ή δυό.Δεν έγραψα γραμμή , επί μερικές εβδομάδες. Κόντεψα να σκάσω.
Η ποίηση, ως θεραπεύτρια και φαρμακολύτρια θεότης, δεν ήταν μέσα στις προδιαγραφές που συζητήσαμε.Τότε σε ερώτησα και πάλι δεν πήρα απάντηση. Ήμουν περίπου βέβαιος ότι στην δεκαετία του εβδομήντα, κουρασμένος από τις ατασθαλίες μου, κόντεψες να με παρατήσεις.
Ξαφνικά ,μου επέβαλες να μελετήσω μία συστοιχία σκέψεων που υπό κανονικές συνθήκες ήταν αδύνατο να διαπράξω, να εκτελέσω και να αντιληφθώ.Θέμα τους,η μεγάλη αντίθεση στην παραγωγή ποίησης και μουσικής.
Πρόσεξε, ποιητάκο: πρόσεξε τους μουσικους. Πώς σου φαίνονται; μιά χαρά άνθρωποι. Πώς φέρονται; ως νεραϊδοπαρμένοι. Έχουν κάτι το οραματικό, το ασύστατο,δέν μετρούν τα πράγματα με τον δικό σου τρόπο. Ποιός είναι ο δικός σου τρόπος; ο λόγιος.Διά των λέξεων πάντοτε.Αυτοί δεν μεταφράζουν σε ομιλουμένη γλώσσα την εσωτερική τους εθάδα ιαχή.Και πληγώνονται πολύ πιό εύκολα από την έλλειψη αναγνώρισης, από τις εσωτερικές τους κακοτεχνίες που φροντίζουν να κρύβουν.Σου φαίνονται λοιπόν λαφροκάνταροι; δίχως άλλο. Ακόμη και οι πολιτικές τους απόψεις, επειδή ίσως νομίζουν πως η γλώσσα είναι σύνθεση από ήχους, έχουν κάτι το περαστικό.Όχι μόνο, όχι μόνο. Κι όταν μοιάζουν με των άλλων ανθρώπων ,είναι πιό συμβατικές.Ζηλεύεις τους μουσικούς. Βεβαίως τους ζηλεύεις.Ήθελες να ξέρεις να παίζεις πιάνο ή κιθάρα.Όργανα που θα σου επέτρεπαν να επιπέσεις κυκλοδίωκτα σε ένα απροστάτευτο κοινό.Και ζηλεύεις που έχουν αποκαταστήσει, είτε υπηρετούν τους ανατολίτες δρόμους, είτε τις δυτικότροπες στροφές στροφάλως τους,μιά ορισμένη εθιμοτυπία, καλύτερη από του δικού σου συναφιού. Ακούγοντας μουσική,σου παρέχεται ιλαροτραγικά συγκεκριμένη συγκίνηση, άνετος στύση, επιτρέπονται άπειρες αναπλαστικές σκέψεις,ακόμη και η βαρεμάρα ενώπιον του κενού. Διότι, συγκεντρωνόμαστε σε ένα δωμάτιο, σε μία αίθουσα συναυλιών και προσηλωνόμαστε το κενό.Δεν βλέπουμε τίποτις. Το θέαμα που προσπαθούν να μας περάσουν,ως μέρος της δικής τους έκθεσης, είναι ακατανόητο χωρίς τους ήχους.Μουσικούς πρωτοείδαν σίγουρα οι εξωγήινοι όταν ήρθαν στον γαλάζιο πλανήτη και αποφάσισαν ότι δεν χρειάζεται να αποικίσουν έναν κόσμο αγλωσσίας.Διότι παντού στο σύμπαν (εάν ξεφύγεις από το στερέωμα το ορατό από τον πλανήτη μας) υπάρχει μόνον καθαρός, ρέων και διηνεκής Λόγος.Τίποτε άλλο, γιατί αυτό είναι ήδη πολύ. Λόγος.Το ουράνιο στερέωμα είναι ένα πλάσμα συλλογικής καταληψίας και φαντασίας των ανθρώπων που συστέλλεται και διαστέλλεται αναλόγως των μέσων που διαθέτουμε να το προσεγγίσουμε.Κανένα ζωντανό της γης δεν αντιλαμβάνεται τον ουρανό.Αν παρατηρήσεις προσεκτικά τους ελέφαντες, τις κατσαρίδες, τα μπαρμπούνια και τις κάργες, έχουν αντιδράσεις σε περιβάλλον δωματίου.Δεν φρικιούν, όπως εμείς, μπροστά την απεραντωσύνη, μήτε χρησιμοποιούν τη νύχτα γιά να αλλάξουν το δέρμα της ημέρας.Κι όταν στέλνουμε συσκευές και ανθρώπους στη Σελήνη, αύριο στον Άρη,απλώς προκαλούμε ξεχείλωμα του στερεώματος στο σημείο όπου επεμβαίνουμε.Απόδειξη γιά όλα αυτά,ποέτα φίλιε,είναι η ίδια η συνείδησή σας.Τώρα γράφεις.Έχεις στο μυαλό σου κάποια ενιαία αντίληψη του κόσμου ,ενόσω γράφεις; Δεν έχεις. Μετράς ψηφία και προτάσεις σε περιβάλλον γραφείου που εσύ κατασκεύασες γιά να μη τρελαθείς γράφοντας μέσα στο απόλυτο κενό αισθήσεων,άχρονος και απροσμέτρητος.Εάν ήσουν άλογο όν, θα είχες πλήρη την αίσθηση ότι αποτελείσαι από Λόγο.Θα σε κυριαρχούσε ο Λόγος. Γι΄αυτό και δε θα χρειαζόταν να τον ανακαλύψεις γράφοντας, μιλώντας και ακούγοντας.Μόνον τούς βασικούς του κόσμου κωδίκελλους θα χρησιμοποιούσες.Υλακές, χασμουρητά,ήχους πόνου.
Επομένως βιογραφώντας τον εαυτό σου ή τον Δημοσθένη, δεν υπάρχει διαφορά.Εξωτερικά δεν είστε τυφλοί,εσωτερικά είστε αόμματοι.Όχι, το Σύμπαν δεν καταλαμβάνεται διά των αισθήσεων.Το σύμπαν παραμένει Λόγος. Ο Λόγος παράγει τα πάντα.Τα περί χώρου και χρόνου άκουέ τα χαμογελαστός, διότι αμφότερα υπάρχουν όσο υπάρχεις.Ποιητή,το μόνο που διαρκεί και χωροθετείται ,είναι η ίδια η ζωή των ανθρώπων. Ο Θάνατος –τον λέτε αιώνιο από καθαρή παρεξήγηση εννοιών.Ο θάνατος είναι ακριβής ορισμός γιά τον μηδενικό χώρο και χρόνο.Η ελάχιστη χρονική στιγμή που μπορείς να φανταστείς ή να δημιουργήσεις,περιέχει όλους συλλήβδην τους θανάτους που μπορείς να σκεφτείς. Ο θάνατος έχει σχέση με τον Λόγο, όχι με τον χρόνο.Υπάρχει,αλλά είναι ακαριαίος,υπομείων, στιγμιαίος.
Σε πρώτη φάση,ενώ μου υπέβαλες την εισήγησή σου,δάκρυσα από ευγνωμοσύνη, διότι με αυτήν την θεωρία, την ατσαλα περασμένη από κουτσομπολιό γιά μουσικούς προς ένα είδος προκλασικής φιλοσοφίας,είδα την προσπάθειά σου να μου αφαιρέσεις ένα καταθλιπτικό υπόστρωμα απόγνωσης που έβλεπες ότι έπεφτε, πυκνή ομίχλη, στην νεότητά μου.Αφού ο θάνατος δεν διαρκεί και η ζωή είναι φαντασίωση,με άφηνες να ενοχλώ το απέρατο και απέραντο δέρμα του απόλυτου Λόγου κι εγώ έτρεχα πίσω από διατριβές και έρωτες.Μετά, άρχισα να προσέχω όχι μόνον τα ζωντανά, αλλά και τα άψυχα.Δεν βρήκα διαφορές ανάμεσα στην ζωή ενός αρνιού κι ενός βράχου.Υπήρχε διαφορά έντασης και χρόνου.’Οντως, άν υπάρξει τρόπος να περιορίσεις την ζωή ενός βουνού ,όχι σε διαχρονία εκατομμυρίων ετών, αλλά σε μερικά λεπτά της ώρας, αρκετά ώστε να παρακολουθήσεις ένα είδος δεκάλεπτου ντοκιμαντέρ,θα δείς έκθαμβος όχι ένα ακίνητο,παγερό και αιώνιο βουνό, αλλά μιά κινούμενη μάζα που δημιουργήθηκε,σπαράζει,καταχωνιάζεται, σείεται, διαμορφώνεται, ντύνεται και ξεντύνεται ηφαίστεια και δάση.Η πορεία ενός αιωνίου βουνού, ειδωμένη σε δέκα λεπτά, θα έμοιαζε με την φυσική παρουσία ,στα ίδια λεπτά, ενός γυμνοσάλιαγκα.Όπως ένα φαινομενικά ακίνητο φυτό που εάν το σκοπεύσεις υπομονετικά δυό –τρείς μήνες και συντμήσεις τις εικόνες του,το βλέπεις να κινείται ταχύτερα απο χαπακωμένο αθλητή.
Δεν είχα καιρό να σου εκφράσω την μαγεία στην οποία περιήλθα.Θεώρησα ότι μου έθετες τα όρια γιά να προβώ σε αποκάλυψη.Μου φανέρωσες την αλήθεια, προκειμένου να την διαδώσω.Γι΄αυτό και στα σύνορα της νεότητος, κάθησα και έγραψα δυό κείμενα, την μυθολογικήκαι το αρχιτεκτονική και γλώσσα.Στο πρώτο με απασχολούσε το παράλογο,ότι δηλαδή σε ένα σύννεφο-σύμπαν καμωμένο από άστατες λέξεις, η λογική σειρά είναι παρωνυχίδα ,ενώ στο δεύτερο εξηγούσα τα περί ταχυτήτων. Το φαινομενικά ακίνητο,εάν του μικρύνουμε τον χρόνο παρατήρησης, κινείται μιά χαρά, ενώ το πασιφανώς κινούμενο, εάν τού χαρίσουμε αιώνια άνεση και διαστείλουμε την παρατήρησή του, θα είναι ακίνητο σαν τον πετρα.Τα κείμενα αυτά δεν μπόρεσα να τα συλλάβω, ακόμη κι όταν τελείωσαν.Περίπου τριάντα σελίδες το καθένα.Γραμμένα σε δύσβατη, τραυλή ιδιάζουσα καθαρεύουσα,χωρίς επιχειρήματα, χωρίς ευρύ γνωστικό πεδίο,έμοιαζαν απρόσιτα, ενώ ήταν απλώς άτεχνα.Άσε που το πρώτο υπάρχει ήδη ως ιδέα μέσα σε κείμενο του Μπόρχες και ο δεύτερος προβληματισμός περιέχεται πλήρης ήδη στους σοφιστές.Εγραψα και έχασα. Τα κείμενα μου έφυγαν από τα χέρια μέσα από ασύληπτες διαδικασίες. Και τότε, κατάλαβα ότι δεν με προόριζες γιά γκουρού, αλλά γιά ποιητή.Αυτές έπρεπε να είναι οι θεματικές μου γραμμές.Στους στίχους, στα στιχηρά, στα κοντάκια και στις ωδές που θα ετοίμαζα.Μόνον αυτό, και ήταν ήδη πάρα πολύ.
Η ποίηση ως υπόμνηση
Με αυτά και με άλλα,απρόσιτα στην παρούσα στιγμή, δεν απορώ που η IBMτην οποία νοίκιασα γιά να γράψω μιά πολυσέλιδη διατριβή, χρησιμοποιήθηκε γιά να γράψω ποιήματα. Ήταν ακριβώς το υλικό που εν πολλοίς περιέλαβα στο Προσπέκτους.Τα ήδη δημοσιευμένα σε περιοδικά,κυρίως στην δεύτερη περίοδο του Τράμ,μπορούσαν να περιμένουν τον φιλόλογο του μέλλοντος ή κάποια εν καιρώ άπαντα,υπό τον γενικό τίτλο τα άτακτα.΄Εγραψα ποιήματα πολιτικάκαι πατριδογνωστικά.Ηξερα πλέον τον τρόπο.Μορφή υπομνήματος,χαλαροί ρυθμοί, βοήθεια στον υποψήφιο μελλοντικό απαγγέλοντα με κοντρες μεταξύ μονών και ζυγών στίχων.Είναι ασύλληπτο πόσο συμβατικώτερα είναι τα ποιήματα με «ελεύθερο» στίχο, συμβατικώτερα των ομοιοκαταλήκτων.Η ομοιοκαταληξία είναι υπνωτική (ακόμη κι όταν την ασκείς τολμηρά, έχει στόχο να ξυπνήσει έναν που κοιμάται). Μετά την δεκαετία του είκοσι, όταν οι ελεύθερες συνθέσεις, ακόμη δέσμιες σε ιάμβους και τροχαίους, δεν έκρυβαν την καταγωγή τους από το πεζοτράγουδο,διαμορφώθηκε από τους εκατοντάδες ταπεινούς και μή εξεχόντως ικανούς ποιητές ένα συγκεκριμένο, ιδιώνυμο ήθοςγραφής,που μετά την γέννησή μου ήταν ο απόλυτος κανόνας. Επομένως, οι νέοι υποψήφιοι ποιητές είχαν πλέον μπούσουλα.Ποιός ήταν αυτός; νέος κατάλογος.
Ο τίτλος δίλεξος.Με ονομαστική και γενική. «Προσπάθεια μοναξιάς». «Απόπειρα αυτάρκειας».Αυτό συνέβαινε διότι ο συγγράψας, δεν είχε θέμα στο μυαλό του αρχίζοντας το ποίημα (θεμιτόν) ,στο τέλος της γραφής του το διάβαζε (επίσης θεμιτόν), έκανε μιά σούμα, μιά περίληψη του ζητήματος όπου στιχούργησε (αθέμιτον σε μία κοινωνία όπου τα σχολεία δεν διαδάσκουν τεχνική των περιλήψεων)και κατέληγε ότι το ποίημα που μόλις έγραψε , δοκίμαζε να προβάλει κάτι, με συγκεκριμένη τεχνογνωσία. Προσπάθεια μοναξιάς. Απόπειρα αυτάρκειας.Τίτλος. Μπορεί να ερμηνευθεί και ως σημείωση ψυχοθεραπευτική, μετά την συνεδρία: «σήμερα ο ασθενής έπαιξε τον μπέμπη.Αναζήτηση αθωότητας.»
Ακολουθούσε το σώμα του ποιήματος.Χωρισμένο, μάλλον αυστηρά σε τρία μέρη.Στον πρώτο στίχο, στην διαπλοκή και στο φινάλε.Όλοι ,μάστορες και άσχετοι ,ξέρουν σε βάθος την σημασία του πρώτου στίχου, της πρώτης εντύπωσης που τείνει να κυριαρχήσει στα επόμενα. Αυτός ο πρώτος στίχος συσσωρεύει και ολόκληρη την «έμπνευση». Σπάνιοι και δακτυλοδεικτούμενοι είναι οι ποιητές που τους έρχεται ένας στίχος ως «ποιητική ιδέα» και σκέφτονται να τον ενσωματώσουν μέσα στον ιστό της συνολικής ποιητικής κατασκευής τους.Συνήθως μπαίνει στην αρχή.Στο σώμα του ποιήματος υπάρχουν συνήθως επεξηγήσεις του πρώτου στίχου (κατά τον τσάμικο χορό, όπου ο πρώτος ίπταται φαντασμαγορικά ενώ ο αμήχανος δεύτερος κρατάει το μαντήλι κι έχει τον νού του μήπως ο πρώτος σκάσει σαν καρπούζι) ενώ ακολουθούν περιγραφές και επεξηγήσεις.Τα ποιήματα που στον δεύτερο στίχο συμπληρώνουν και επεξηγούν τα νοήματα του πρώτου, στατιστικά είναι πάμπολλα, σε αριθμό που θα μπορούσε να αποτελέσει αξίωμα.Οι περιγραφές και οι επεξηγήσεις έχουν είτε την μορφή παρατακτικού καταλόγου (συνήθως περιγραφές μικρών ενόχων συνηθειών, κυρίως καπνίσματος, αλλά και απαριθμήσεις μελών του σώματος, αισθημάτων ) είτε ανακυκλώνουν το πάγιο αίτημα παραγωγής του ποιήματος που συνοπτικά περιλαμβάνεται στην φράση «μα γιατί δεν με αγαπάτε;».Τέλος, αναλόγως της αξιωσύνης και της κλεπταποδοχής, το φινάλε διαθέτει υψηλότερο γλωσσικό φρόνημα, ενίοτε ξαφνιάζει,συχνότατα είναι ατυχές.
Γνώριζα και γνωρίζω αυτόν τον ιστό.Αυτό δεν πάει να πεί ότι ο γνώστης είναι και σώστης. Συχνότατα που συνέβη να πραγματοποιήσω ακριβώς αυτό που έτρεμα μήπως πραγματοποιηθεί, όχι ακριβώς ως υποτελής μιάς realpolitik ,αλλά ως μαγεμένος επόπτης μιάς εξομοίωσης.Το έχουμε βιώσει όλοι. Είμαστε εξαρχής αντίθετοι με μία κατάσταση, κι όταν οι συντυχίες μας φέρνουν μέσα της,την υπηρετούμε.Όσο πιό ανασφαλείς είμαστε, τόσο απομακρυνόμαστε από τα όποια πρότυπά μας. Γιά έναν άνθρωπο που του ήταν αδύνατο να πιστοποιήσει ,με εσωτερικά κριτήρια ή από έξωθεν καλή μαρτυρία την ποιητικότητά του, προείχε να πλάσει στίχους που κατ΄άρχήν έμοιαζαν με όλων τους άλλων.
Το μόνο που προσκόμισα εις την τέχνηνεκείνη την εποχή, ήταν μερικές εμμονές,που θα περιγράψω αργότερα.Γιατί οι δικές μου εμμονές δεν ήταν ,όπως συνέβαινε σε μερικούς πρωτοκλασάτους, αντικείμενο προς επεξεργασία. Στο δικό μου μυαλό δεν υπάρχει ευστροφία, αναγωγή σε πρότυπα, τάση προς συμβολισμό και παρόμοια. Εγώ δε λειτουργώ με μνήμη, λειτουργώ με σκάνερ, με ανιχνευτή.Ίσως εξαιτίας της τρομώδους λειτουργίας των λοβών μου, πρώτα θυμάμαικαι έπειτα λειτουργώ.Δεν σκέφτομαι. Θυμάμαι,ανακαλώ στη μνήμη.Διότι οτιδήποτε έχω αποθηκεύσει, είναι εικόνα, συγκεκριμένη και ορισμένη.Αυτό είναι μοναδικό κίνητρο μνήμης,επιτρέπει την διαγώνια ανάγνωση, επιτρέπει την αποθήκευση τεραστίων ποσοτήτων εικαστικής μνήμης, αυξάνει την παρατηρητικότητα κι επιπλέον βοηθά τους συνειρμούς,αλλά είναι άκρως ακατάλληλο όργανο γιά πρωτογενή παραγωγή σκεπτικού, αλλά και γνωστικού υλικού.
Έστω ότι επιθυμώ να μιλήσω γιά το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη «Πέτρος».Προκειμένου να μιλήσω γι΄αυτό, πρέπει να το θυμηθώ.Το πρωτοδιάβασα στα Συμπληρώματα στην Ανθολογία του Ηρακλή Αποστολίδη.Καλοκαίρι 1964.Αμέσως θυμάμαι τμήμα από τον πρόλογο: «Έναν στίχο!έναν στίχο!». Θυμάμαι τι του έσουρναν επειδή τεμάχιζε τα ποιήματα, κόβοντάς τα με αγκύλες,ακόμη και έναν στίχο σε μία αράδα τον έκοβε με μία ή δύο αγκύλες.Ο Πέτροςαναπαύεται σε μία σελίδα αριστερή,προς το κέντρο ,ελαφρά προς τα επάνω.Το έχω φωτογραφίσει στο μυαλό μου. Δέν είναι δυνατόν να ανακαλέσω τον στίχο κι ο μενεξές μεταμορφώθη σε κηδεία, εάν δεν δώ ολόκληρο το ποίημα και να ζουμάρω αναλόγως: τέλος πρώτης στροφής.Δεν υπάρχει μέσα μου η λέξη κηδείαμε διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία από του Συμπληρώματος στην Ανθολογία.Ακολουθούν πάντοτε,όλα τα σχετικά αρχεία,που τα ανοίγω ή όχι, αλλά πάντοτε τα ανακαλώ.Η μανία μου του 1966 με τα Νέα Ελληνικά,το περιοδικό του Ρένου, η πρώτη συνάντηση που είχα μαζί του στον Κάκτοτου Χατζόπουλου, ένα ποίημα οπου τον μνημονεύω, γραμμένο πρωί της 21ης Απριλίου 1967, μιά ανταλλαγή απόψεων που είχα με ένα εγγόνι του Ηρακλή, αργότερα. Όλες οι πληροφορίες προστίθενται, καμία δεν αυτοκαταργείται, δεν θέλω να καταργήσω καμία, δημιουργείται ένας τύλος από μπερδεμένα θέματα που δεν μου δημιουργούν άλλη αίσθηση πάρεξ μία και μοναδική: να πεθάνω να τελειώνουμε.Μαζί, όλα τα γειτονικά αρχεία: Ο Άγιος Πέτρος, ο Πέτρος του Κβό Βάντις και του Χιτώνος,ο θείος μου ο Πέτρος, ο Πέτρος Σαλίβερος που κάναμε παρέα στην Αγγλία, ο Μέγας Πέτρος (με επίμονο τον αστερίσκο μέσα μου: είναι σφάλμα η έκφραση Αγία Πετρούπολη,το σωστό, άν και πανάσχημο,είναι Αγιοπετρούπολη, η πόλη του Αγίου Πέτρου), όλοι οι Πήτερ, γνωστοί και άγνωστοι, ο Πήτερ Πάν,και μετά από κάποιο μπέρδεμα ,peepshows,ματάκηδες διάφοροι, εικόνες από φίλμς, εικόνες από Ολλανδία, Παρίσι, ο Γκούντμαν να τραγουδάει ξέχειλος με τζήν σε μιά πασαρέλα με ξέκωλα του Σικάγο στους BluesBrothers,εκδοχή του 2000.
Δηλαδή ,γιά να μείνω ρομαντικά και χαλαρά πάνω σε έναν ξένο στίχο,αναγκάζομαι να βγάλω από το μυαλό μου ολόκληρη αυτήν την μπερδεμένη μεσηνέζα, που μου θυμίζει έντονα την εικονογράφηση μιάς τούφας με τρίχες που βγάζει κάποιος από έναν υπόνομο σε μία περίληψη του εγκλήματος της οδού Μόργκπου πρωτοδιάβασα σε μία Εκλογήτης Ελένης Βλάχου,κάποτε βαθειά στα φίφτις.Η εικόνα νομίζω στα δεξιά επάνω της σελίδας.Κι όταν σκέφτομαι Πετρούπολη, δεν υπάρχει Ερμιτάζ στις εικόνες μου αλλά το σήμα της Thamesproductions.
Kάθε σελίδα που έχω διαβάσει, κάθε φιλί που μου έχουν δώσει (διότι αυτά που έδωσα δέν τα αποθηκεύω) βρίσκεται μέσα σε τέτοιο κουβάρι.Είναι κουβάρι εάν δοκιμάσεις να το περιγράψεις.Εάν το δείς ως μιά φωτογραφία δεν είναι παρά μιά εικόνα από την οποία προσέχεις μόνον αυτό που σε ενδιαφέρει. Και έτσι ακριβώς λειτουργώ.Έχω διαβάσει βιπεράκι διακοσίων σελίδων και το έχω καταλάβει πλήρως σε πενήντα λεπτά.Αστυνομικό, εννοείται.Κοιτάζω τώρα στα στατιστικά αυτού του κειμένου που γράφω στο Word.Έχω ήδη χτυπήσει 69137 φορές τα πλήκτρα,έχω ήδη γράψει 9940 λέξεις, κι έχω σταθεί πάνω στο κείμενο συνολικά έξη ώρες μέσα σε δύο μέρες.Επειδή δεν χτυπάω λέξεις, δεν σκέφτομαι τίποτε, απλώς νετάρω σε εκατοντάδες φανταστικές φωτογραφίες που αναδύονται από τον εγκέφαλο και τις σχολιάζω,ούτε κάν με λόγια.Με την εντύπωση.
Σε αυτήν την διαδικασία δεν παίζει ρόλο η εκτέλεση του έργου, αλλά το φόρτωμα κάθε εικόνας.Κι αυτό παίρνει αφόρητα πολύ χρόνο.Το κείμενο αυτό ήθελα να είμαι σε θέση να το γράψω μόλις τέσσερις μήνες μετά που ξεκίνησα την ποιητική μου οδόκαι έχω, ευτυχώς ,την απόδειξη: μερικές χειρόγραφες σελίδες,όταν είχα γράψει μόλις 13 ποιήματα,τον Οκτώβριο του 1962 κι όμως ήδη τα έχω σχολιάσει, με κριτικές παρατηρήσεις, έχω συντάξει ευρετήριο λέξεων και πίνακα λέξεων κάθε ποιήματος.Μακράν εμού οι υπόλοιπες φιλοδοξίες. Πρόκειται,εικάζω ,γιά μιά παρανοϊκή και στρεβλή αντιμετώπιση του θανάτου. Αγαπήστε με ζωντανό.Εάν αυτό δε γίνεται, μη μ΄αφήνετε να πεθάνω. Εάν ούτε αυτό δε γίνεται,να με θυμάστε.
Αυτό κράτησε πολύ,αλλά όχι αρκετά.Έπρεπε να περάσω στην άλλη όχθη.
Το άλλοθι της τρέλας
Παντοδύναμος από έρωτα και πάθη,δεν ξέρω πως συνέβη και έγραψα ένα ποίημα, Νοέμβριο του 1978 στο Γιόρκ, που παραδόξως προσέγγισε αγνώστους μεταξύ τους ανθρώπους και μετά από δεκάξη χρόνια προσπάθειες, είχα επιτέλους την αίσθηση ότι πλησίαζα κάποιο λιμάνι, εάν όχι βέβαια την διάσημη Ιθάκη ή τα περιώνυμα Κύθηρα, τουλάχιστον την μικρή σκάλα στις Μαριές της Θάσου.Ήταν το ποίημα Ωδή στα πουλιά.
Σκάστε πουλιά, η αγάπη μου κοιμάται
σ΄ένα στρώμα βαρύ από υγρασία
το παράθυρο δεν κλείνει,η πόρτα μάγκωσε
και σύ δε με θυμάσαι πιά.
Θά΄ρθει καιρός σε κάποια ταβέρνα
που θα μεθύσουμε πάλι μαζί
Θα νοιώσω τότε στενόν τον καβάλο
και τον θάνατο να σ΄άγγίζει
γλυκά.Μα εσύ δε με θυμάσαι πιά
οργιάζοντας κάπου στο προσκέφαλο
ενώ αγωνίζομαι να κοιμηθώ
μέσα στο στόμα μιάς άλλης κυράς.
Έι, θά΄ναι όμορφα τέτοιες μέρες
στη δυτική Χαλκιδική. Σκάστε πουλιά,
η,πως τη λένε, ροχαλίζει απάνθρωπα
και να δακρύσω δεν μπορώ.
Τέλεια.Το ποίημα αυτό μελοποιήθηκε τουλάχιστον πέντε φορές, έγινε (η έκφραση Σκάστε πουλιά)υπό ειδικές συνθήκες παροιμιώδης,μου προσέφερε θαυμασίους επαίνους και εσύ το πρόσεξες και μου χαμογέλασες.Γιά μένα ήταν ολόκληρο μιά σπουδή ανάμεσα στην κόντρα του τίτλου με τον πρώτο στίχο.Αλλά γιά πολλούς, ο υπομνηματισμός, κρυπτικά λάγνος, μιάς πασιφανώς δύσκολης φάσης μιάς κοινής ζωής, τους επέτρεπε να συμμετέχουν στο συμπόσιο χωρίς πολλές βαρυστομαχιές.
Η πραγματική διήγηση,από έναν πεζογράφο πλέον,δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον.Εκείνον τον καιρό αγαπούσα μιά κυρία, συμβίωνα με μία άλλη και προσπαθούσα να χωρίσω με μία τρίτη κυρία.Μία συγκεκριμένη ημέρα ,με παράτησαν εν χορώ.Με αγανάκτηση και έκρηξη θυμού η συμβία, με επιστολή απαλλακτική η ηγερία,με επιστολή καταπελτική η νυμφία.Πήγα-ήρθα τρείς μέρες μεταξύ Παρισίων, Λονδίνου και Χίτσιν(ενός ασήμου χωριδίου έξω από το Λιούτον) προσπαθώντας να γλυκάνω μορφές, να εξηγήσω τα ανεξήγητα.Οι προσπάθειές μου απέτυχαν και κατάκοπος έφτασα βραδάκι στο Γιόρκ, όπου η πρώτη μου είχε κάνει την κατοικία θερινή,η δεύτερη με είχε κάνει ρόμπα στους φίλους μου των Αθηνών, ενώ η τρίτη με είχε κανονικά χαντακώσει στη Θεσσαλονίκεια γενέτειρα.Εγώ είχα δηλώσει απιστία, μιά κατηγορία που έκτοτε με συνοδεύει.Κανονικά, ήταν περίπτωση όπου δεν γράφεις. Απαγορεύεται.Απλώς στραγγίζεις ό,τι δυνατό ποτό κυκλοφορεί, διαλέγεις ένα ποταμάκι έξω από το Σέλμπι και βουτάς με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα,αλλά ήμουν ποιητής και αήθης,χαιρόμουν όταν οι έφηβοι συνάδελφοι με χαρακτήριζαν αμοραλιστή.Κάθησα στην γραφομηχανή και διεκτραγώδησα τα πουλιά.Κανένας δεν κοιμόταν πουθενά κοντα μου.Δεν υπήρχε πραγματικότητα να διηγηθώ ,επομένως την ύμνησα.Ήταν ακριβώς ένα ποίημα κατασκευασμένο από στοιχεία της περιόδου πρίν εκείνες με πάρουνε χαμπάρι.Δραπετεύοντας από την ζωή, υπήρχε γύρω μου καθαρός και στρωμένος λειμών λέξεων. Τον επισκέφθηκα και έδρεψα τους σχετικούς ναρκίσσους.
Στον ύπνο επάνω, μου εξήγησες γιατί ήμουν πλέον κατά τη γνώμη σου ποιητής ενός αστέρος.Επειδή πρώτη φορά ξέχασα την αδέκαστη Ιστορία και μυθολόγησα από τα ίδια στοιχεία, μπολιάζοντας με κόνδυλο δαμασκηνιάς μιά μηλίτσα στα μήλα φορτωμένη.Οι άνθρωποι δεν βρίσκονται μέσα στην ποίηση. Η ποίηση είναι απάνθρωπη.Μερικές φορές, ακούγοντας τον φίλο μου τον Μπίλη, που είναι ο πιό αυστηρός κριτής του έργου μου, να φρυάζει ενάντια στον τρόπο των ποιητών, να ξεφτελίζουν και να διασύρουν τους ανθρώπους, μη σεβόμενοι φιλία και με πλήρη κλινική αγένεια,τον θεωρώ υπερβολικό, αλλά στο βάθος παραδέχομαι ότι έχει δίκιο.Όταν οργανώνεις όλα τα μπούνκερ και τα χαρακώματα του ντουνιά, όταν προσκομίζεις τόνους υπερίτη, όταν ναρκοθετείς περιφέρειες και νομούς με νάρκες χωρίς διάγραμμα σε χάρτη, δεν πρέπει να κάνεις τον λυπημένο όταν στο πεδίο που εσύ έστησες συμβαίνουν πόλεμοι,μάχες και φρικτές απώλειες. Οι άνθρωποι δεν θέλουν πολύ κοντά τους την ποίηση, επειδή δικαίως την φοβούνται.Δεν υπάρχει άλλη κατευθείαν γραμμή και επαφή με τον Λόγο.Πουθενά. Στην εκπαίδευση, οι ακκισμοί των διδασκάλων, μόνο με τους ακκισμούς των μαθητών τους μπορούν να συγκριθούν. Στην πεζογραφία, οι αναγνώστες αρχίζουν και τελειώνουν το βιβλίο τους ευχαριστημένοι ή προβληματισμένοι, αλλά σίγουρα ζωντανοί. Μόνον η ανάγνωση ή η απαγγελία ενός ποιήματος ενδέχεται να σου αλλάξει τον βίο ή να σου προσφέρει ένα εγκεφαλικό.Φαίνεται τόσο παιδική ,τόσο εύθραυστη και αθώα που την προσεγγίζεις καλοκάγαθος και αμέριμνος,με μόνη πιθανή αγωνία σου μήπως σου διασπάσει την προσοχή κάποιος αφοσιωμένος στον κιθαρισμό ή στον αρπισμό του.(Η συνοδεία απαλής μουσικής στην απαγγελία είναι απαράδεκτη, αλλά και σωτήρια πολλών χαμένων περιπτώσεων).Ακριβώς, ο ποιητής λειτουργεί ως μύστης. Μη τρομάζετε, αναγνώστες της παρούσας επιμέτρησης προς φύλακα άγγελο.Και ο αλκοολικός παπάς, ιερουργεί και μεθίσταται την ώρα της θείας Ευχαριστίας.Λοιπόν κάθε σαχλοκούδουνο που στιχουργεί, έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να δεί τους επτά ουρανούς από εσάς που είστε γνώστες και πλάστες.
Χωρίς ανθρώπους λοιπόν, χωρίς επαφή με τα πράγματα, τι είδους τρέλα διαρρέει τον ποιητή; επειδή δεν υπάρχει πουθενά στον πλανήτη κανένας, μα κανένας ,ολομόναχος, απομονωμένος άνθρωπος που να είναι ταυτοχρόνως τρελός. Η όποια τρέλα υπάρχει μόνον συνεγγίζουσα την όποια λογική.Αλλά βέβαια, μία κοινωνία που θεωρεί κλέφτη όποιον δεν είναι ιδιοκτήτης και διαπλεκόμενο τον αχυράνθρωπο, είναι φυσικό να εμπιστεύεται ως λογικούς ,ελλόγους και εχέφρονες όλους τους παρανοϊκούς, τους καταθλιπτικούς και τους υποκριτές ενώ καταρρακώνει ως τρελούς τους αμύντορες της παιδικότητας.Τα παιδάκια είναι απλώς βίαια πλάσματα.
Εκείνην την εποχή, άγγελέ μου, σου επεσήμανα το μείζον πρόβλημα του ποιητή.Την μοναξιά.Είναι τρομερό να διατείνεσαι ότι γράφεις γιά τους άλλους, γιά το συρτάρι σου, γιά το κόμμα σου, γιά τον θεό σου και εντούτοις να μή εισπράττεις μήτε την ηχώ από την φωνή σου.Κι αυτό γίνεται προφανές όταν συναντιούνται ποιητές.Εάν δεν πρόκειται περί αλαφροϊσκιωτων, είναι στα σίγουρα βωβοί χαρακτήρες, κομπαρσοι των εαυτών τους.Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι δεν έχω ακούσει μήτε μία συζήτηση της προκοπής γιά ζητήματα της δουλειάς, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο ανάμεσα στους ηθοποιούς, στους σκηνοθέτες και στους ζωγράφους.(Το σκηνοθέτεςμάλλον πρέπει να το πάρω πίσω,επειδή δεν συνάντησα δύο σκηνοθέτες στην ίδια παρέα).Ποτέ δηλαδή δεν άκουσα να λέγεται μεταξύ ποιητών χτές με παίδεψε η λέξη αυτοκίνητο, σε ένα ημιστίχιο και είδα κι έπαθα να γλυτώσω το τρακάρισμα.Μη τα συζητάς,να απαντά κάποιος άλλος. Δέκα μέρες δεν μπορώ να εντάξω το καρμπιρατέρ που με ενέπνευσε στο λυρικό δωδεκάστιχο που ετοιμάζω.Θέτω επίτηδες εξωγήινα παραδείγματα.Απεναντίας,τα μπαράκια και οι λόχμες είναι κατάφορτα από ημιμεθυσμένους που στιχουργούν πάνω σε χαρτοπετσέτες.Είναι που η ποίηση δεν είναι δρόμος επικοινωνίας και καταλλαγής, αλλά πύρ και νερό ανακατεμένα με όξος και χολή.Αυτά που φαίνονται επικοινωνιακά τερτίπια διά στίχων, είναι στην ουσία μεταγραφές από την τέχνη της ρητορικής,που ομοιάζει με την ποίηση μόνον στο ολιγόλεξον του συνθήματος και στην χαρακτηριστική ρυθμική του αγωγή.Αλλά δεν διαχειριζόμαστε τόσο αναλυτική γλώσσα που να διακρίνει τον μουσικό ρυθμό από τον ποιητικό ρυθμό, ίσως και από τον αρχιτεκτονικό ρυθμό.Τα περισσότερα φιλολογικά σχόλια πάνω στην ποίηση μου θυμίζουν εντόνως δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, ανάλογο με το αρχαιολογικό ρεπορτάζ με το οποίο είναι κατάφορτα τα σχετικά άρθρα: ο άγιος ίσταται ολομέτωπος,με την δεξιά προς ανίσχοντα ήλιον, ενώ οι πτυχώσεις του χιτώνος του παραπέμπουν σε ανάλογες παραστάσεις του νάρθηκος της Μπρετεβνίτσας,που έχουν αποδοθεί σε καλό εργαστήριο του δεκάτου τρίτου αιώνος.Έτσι και τα σχόλια περί ποιήσεως, εξειδικεύονται στο τί θέλει να μας πεί ο ποιητής, εάν το έχει πεί, γιατί δεν το έχει πεί και τί αισθανόμεθα που δεν θα το πεί.
Οι ποιητές μορφάζουν, δεν εξηγούν. Όπως ένα κτίσμα, που αποκτά την ερμηνεία του εν τη διαχρονία και όχι επειδή ο αρχιτέκτονάς του διαθέτει απόψεις και μέσα να τις εκφράσει. Ο αρχιτέκτων χορεύει.Δηλαδή μετέχει ενός χορού.Δουλειά του είναι να μετατρέψει το χορικό σε στάσιμο,ώστε οι στήκοντες να απολαύσουν την δική τους ακινησία.Είναι κρίμα που δεν ονομάζονται διαφορετικά στα ελληνικά, ώστε να καταλάβουν και οι ίδιοι ότι η λειτουργία τους δεν έχει καμία σχέση με το ποιείν.Ο Αγγλοσάξων poet ,είναι poetκαι δεν μπερδεύει την poetryμε την ποίηση, την μεταποίηση, την προσποίηση, την περιποίηση. Θεωρεί ότι βαφτίστηκε poetχάρη σε κάποια ελληνορωμαϊκή λεκτική πρόσχωση που τον αποφορτίζει.Εάν ο ποιητής στα ελληνικά λεγόταν σμίνθωψ,δηλαδή δεν υπήρχε μεταφράσιμη ετυμολογία της λέξης, θα υπήρχαν άλλα ποιήματα στην γλώσσα μας και οισμίνθοπες θα εκτιμούσαν διαφορετικά τις λέξεις τους.Αυτά αρκούν.
Hζωή και το έργο ενός σμίνθοπος
Η επόμενη οκταετία, άγγελέ μου,έως το 1986 (οπότε και επέπεσε επί των οφρύων μου παραγγελιοδόχος φάση και όλα γύρισαν αλλού) ήταν μία ελευθέρα σουρεαλισμου περίοδος.Δημοσίευσα τα περισσότερα δυνατά ποιήματα,μετείχα σε πολλές δημόσιες απαγγελίες,στιχούργησα και ίδρυσα δυνατό συρτάρι.Μετά το Προσπέκτους,ήρθε το Στην αγκαλιά της Ντεζιρέ,δημοσιεύσεις στον Χάρτη,συνεργασία με συνθέτες.Στο μεγαλύτερο διάστημα αυτής της περιόδου ήμουν και υπάλληλος της αρχαιολογικής υπηρεσίας.Στις δύο ποιητικές συλλογές έγραψε οπισθόφυλλα ο ακριβός μου Γιάννης Πάνου που πλέον μετέχει στην κοινωνία των ουρανών.
Τεχνικά, με απασχολούσε μόνον το ζήτημα του πληθυντικούκαι της συμβολικής μετωνυμίας.Οι παλαιοί ποιητικοί ήρωες με δυσκολία μπορούσαν να επιβληθούν στον άκρατο αρνητισμό μου.Ανακάλυψα την μετριότητα, και δεν είχα καμία διάθεση να την αποκρύψω.Ο πληθυντικός ως ενεργό ρητορικό μέσο προσέλκυσης της προσοχής,ή ως αναιτίως γενικευτικό πρόγραμμα,μου δημιουργούσε φρίκη. Η γραμματολογία είναι κατάφορτη από στίχους του στύλ «είμαστε μόνοι μπροστά στις εικόνες σου» εννοώντας «είμαι μόνος μπροστά στην εικόνα σου» (πληθυντικός μεγαλοπρεπείας και συνενοχής) ή ακόμη υπονοώντας «είμαι μόνος κρατώντας μιά φωτογραφία σου» ,δηλαδή στο βάθος «σε είδα στη φωτογραφία και σε θυμήθηκα» (μετάθεση τετριμμένου λεκτικού φορτίου στην χώρα των συμβόλων). Αυτός ο ποιητικός τρόπος,ακμάζει από τον μεσοπόλεμο και εφεξής,κυριαρχεί στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, διότι οι απλοί,ατάλαντοι ποιητές θέλουν να αισθάνονται διαφορετικοί και μανιάζουν ή ντρέπονται όποτε ανακαλύπτουν πως θέλουν από τους ανθρώπους τα ίδια πράγματα με τον εμπορευόμενο εξάδελφό τους.Θαρρείς και η ποίηση αποτελεί διαδικασία επιλογής προσωπικού.Έτσι, έφτασα να γράψω, πτωχαλαζών,προ εικοσαετίας, ότι ο στίχος «ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά» ,γιά μένα ερμηνεύεται «η δεξίωσή μας είναι βαρετή, όλο γρηές».Η νοοτροπία αυτή δεν οφείλεται σε κάποια αριστερή συνείδηση ενός τσαντίλα που δεν γουστάρει την μεγαλοαστική ποίηση, αλλά από την τεκμηριωμένη αντίληψη ότι ο υπογράφων διαθέτει λεκτικό φορτίο κατάλληλο γιά ηλεκτροτεχνίτες και σπεκουλαδόρους προκειμένου να στιχουργήσει. Συμβολική μετωνυμία.Η άλλη ασθένεια που με κατέθλιβε.Δεν αγαπώ τις λέξεις επί τη βάσει κάποιας αισθητικής, αλλά επειδή τις ανακάλυψα αργά, και αποφάσισα (με πόνο ψυχής, είναι αλήθεια) ότι δεν θα με απασχολούσε η ζωγραφική. Επομένως, όλες οι λέξεις του ντουνιά είναι προσιτές στην εσθλαβωμένη μου έμπνευση.Γιά έναν προσήλυτο της ελληνικής παιδείας, το ότι εκφέρει, όπως εκφέρει τα ελληνικά του, είναι ήδη μεγάλη επιτυχία και ενδεχομένως δόξα. Πολλές φορές, εκφραζόμενος εν θερμώ, πάγωνα κάπως την παραφορά μου, διότι φοβόμουνα πως θα συνέχιζα στα ρώσικα ή στα γερμανικά.Και μιλάμε γιά γλώσσες που αγνοώ. Αυτή η διολίσθηση σε ακατάστατο γλωσσικό αισθητήριο εξάλλου, με οδήγησε ,σε κάποια τηλεοπτική ερώτηση περί έμπνευσης, να χαριτολογήσω (αναφέροντάς σε γιά πρώτη φορά)
Επί πολλά χρόνια έγραφα γιά να ευχαριστήσω τον Μαρωνίτη, τον Σαββίδη και άλλους ανθρώπους που εκτιμούσα.Μετά,άρχισα να ακούω τις προτροπές του αγγέλου μου. Ο άγγελός μου υπαγόρευε τα πάντα, αλλά δεν καταλάβαινα γρύ, επειδή μου τα έλεγε στα γερμανικά,μιά γλώσα που αγνοώ.Σήμερα είμαι ευτυχής. Γράφω γιά διαφορετικούς λόγους, αλλά κυρίως, καταλαβαίνω απολύτως τι μου λέει ο άγγελος. Διότι εντέλει, έμαθα εγώ γερμανικά στον άγγελό μου.
Έχοντας ως όπλο τον κυνισμό (αξία στην οποία πιστεύω αμεταθέτως), έπειθα άνευ λόγου, τους ομότεχνους και τους κριτικούς ότι κυνοπρακτώδιότι είμαι φοβερά ευαίσθητος.Τους διαβεβαίωνα και μάλιστα εγγράφως, ότι είμαι αμοραλιστής και αήθης.Μάταιος κόπος. Θεωρούσαν ότι χαϊδεύομαι.Αυτή η αντίθεση εντέλει μετετράπη σε ανοησία εκ μέρους μου, επειδή τις προάλλες, εκφωνώντας ένα κυνικό λογύδριο σε μία άκρως συγκινημένη συντροφία (γιά να την καταψύξω και να την φέρω στα συγκαλά της) φεύγοντας μ έπιασε καρδιωγμός και έντονο μούδιασμα στο αριστερό χέρι. Δηλαδή η καρδιά μου πεταριζει κανονικώτατα και δεν αποτελώ την γήινη μετεμψύχωση κάποιου παχυδέρμου.Αλλά τώρα, χωρίς τα δώρα της ποίησης, δεν παίζει και κάποιον ρόλο η νέα μου λειτουργία, ως μεσοκόπου συναισθηματία.Στο διάστημα που λειτουργούσα ως ποιητής, είχα ως πρότυπο κάθε Αλάριχο της ιστορίας.
Γιά όλα αυτά δεν μετανοώ,εκτός από ένα χαρακτηριστικό σύνδρομο που αείποτε ελάτρευα, πλήν οψέποτε απεδείχθη έωλο: το κυνήγι του τελευταίου τρένου.Ήμουν ένας μανιακός της πρωτοπορίας,της τελευταίας λέξης της μόδας, του τελευταίου μοντέλου οιουδήποτε μηχανήματος.Ο στόχος ήταν πάντοτε απλός και στρωτός. Ήθελα να αφήνω αξέχαστες εντυπώσεις, θετικές εάν ήταν δυνατόν, αλλά και με τις αρνητικές δεν είχα πρόβλημα.Όταν στη θέση των φίλων μου απόμεινε το εκτύπωμα του παρελθόντος τους, ήταν πολύ αργά γιά να αλλάξω την εικόνα. Έχασα πολλές πολύτιμες ημέρες ψάχνοντας και προκαλώντας τον κατάλληλο σκανδαλισμό.
Στο βάθος, το μόνο που με συγκινούσε ήταν να πλάθω ποιήματα από τριμμένα ρήματα.Λέξεις που δεν είχαν προσημανθεί ως υλικό κατάλληλο γιά λυρισμό και μυσταγωγίες.Χωρίς ουσιαστικά και ρήματα με αόριστο ή γενικό περιεχόμενο. Εναντίον της λέξης «υπόσταση», της λέξης «υπέρβαση». Η ποιητική φλόγα να με φώτιζε όχι από δάδες και πανθεϊστικά κάτοπτρα, όχι από μεταλαμπαδεύσεις και ιερούς βωμούς, αλλά από τα σπασμένα γιαλιά σε σκουπιδότοπο.Να μύριζε δηλαδή.Βενζίνη γιά καθάρισμα πέτου,βενζίνη αναπτήρα, καμμένα λάδια αυτοκινήτου, όχι λεβάντα, δυόσμο και βασιλικό, όχι φουζέρ και Ένβιτης Γκούτσι.Και βέβαια, με κανένα τρόπο να μή θύμιζε ζυμωτό ψωμί,αναμμένο τζάκι σε ορεινό καταφύγιο,βελέντζες όπου απιθώνεις μιάν εξαίσια ερωμένη και την ελαφρώνεις από όλα τα επώνυμα ρουχαλάκια των μπουτίκ.Βεβαίως ονειρευόμουνα την συγγραφή, όπως την έχουμε ζηλέψει από τα σχετικά φιλμάκια.Ο αρρενωπός και συνάμα τρυφερός Μπόμπ, κατοικεί σε ένα σαλέ μέσα στα δασωμένα βουνά και όποτε του λείψουνε τα ξύλα, ανεβαίνει στο τετρακίνητο και κόβει με το αλυσσοπρίονο τους καλύτερους μεσέδες και τις οξυές της περιοχής.Μέσα στο χιόνι. Επιστρέφοντας,παλεύει και με κανα δυό λύκους, νά΄χει έμπνευση, ενώ μέσα στο γραφείο του μοσχοβολάει καφές από τους πρόποδες του Κιλιμάντζαρο, μεταφύτευση από κολομβιανές ύφυγρες φυτείες. Χαρούμενος, ανοίγει το λάπτοπ και γράφει.Μετά, στέλνει την παραγωγή στην εκδότρια, που είναι νέα, οξυνούστατη, πανέμορφη,αγχωμένη ,αλλά μόνον στην σπάνια αγκαλιά του γνωρίζει εκείνους τους οργασμούς που την κρατάνε περίκλειστη όλο το υπόλοιπο διάστημα στην κάψα του Σάν Ντιέγκο ή της Κυψέλης.
Αντί γι΄αυτά τα εξωστρεφή, είχα μπροστά μου το προφανές: συνελάμβανα πολύ εύκολα, από τον πολτό του σήμερα, εκείνα τα θέματα που μπορούσαν να συσταλούν σε στίχους ή να διασταλούν ως νοβέλλαι.Στην μέση της πρότασης που κατέγραφα, με πλημμύριζε η αίσθηση και μετά η πραγμάτωση της επόμενης πρότασης.Φύλαγα πάντοτε μιά καλή κατακλείδα του κειμένου.Αλλά βέβαια, η ποίηση που μου αντιχάρισες, ήταν μιά μήτρα που απέβαλε πάν ό,τι πεζολογικό.Μόλις στρωνόμουνα να γράψω ένα διήγημα ή κάποιο σχόλιο, σταματούσα στην πρώτη του γραμμή, μόλις δεν περιείχε ικανή ποσότητα ποιητικής ιδέας.Εάν την περιείχε, μετέτρεπα αυθωρεί το πεζό σε ποίημα.Αυτό είχε δύο συνέπειες.Τα πρώτα μου πεζά έχουν μέσα τους μιά «ποιητική» κατασκευή, ενώ όλα μου τα ποιήματα έχουν έντονο φλέρτ με τον υποτομέα «υπομνήματα» της πεζογραφίας.Αλλά με έσωζε το nonfinitoκαι διατήρησα το επίτιτλον του ποιητή μερικά χρονάκια ακόμη.
Ποιητής, ποιητής!σύμφωνοι, σμίνθωψ.Μιά μέρα πήρα ένα κάρβουνο και σε ζωγράφισα σε στρατσόχαρτο. Ολόγυμνον, με φτερά αρπακτικού, με τρελαμένο βλέμμα και χαμόγελο σιγουριάς.Δεν πρόλαβα να τελειώσω και γέμισε ο δυτικός κόσμος παίδαρους που τους είχαν φυτρώσει φτερά πίσω από τα σακάκια τους.Σκηνοθέτες πήραν το εύρημα και το ξεφτέλισαν.Δεν ξέρω τι συνδικαλιστικό μεταξύ αγγέλων παίχτηκε εκείνο το διάστημα, αλλά ήταν εξίσου αξιοθρήνητο με τα αποτελέσματα.Πολύ αργά κατάλαβα την κατασκευή σου. Φυσικά και δεν είσαι ανθρωποειδές ή ανθρώπινος που απλώς φυτρώνουνε τα πούπουλα της ωμοπλάτης.Είσαι άσαρκος,όχι άυλος, ιπτάμενος, όχι πτερωτός,με δεξιότητες, όχι με αισθήσεις. Κυρίως είσαι όν που σκέφτεται χωρίς να γνωρίζει αλφαβήτες.Μιά μέρα,αφού κατάλαβα την φύση σου, μου έδειξες πώς κινείσαι,οδηγώντας ένα όνειρο.Μπορείς να κινηθείς όσο γρήγορα χρειάζεται (κι όχι όσο θέλεις) αλλά και να ακινητήσεις αυτομάτως σε οποιοδήποτε σημείο της γήινης στερεομετρίας, χωρίς να υπακούς σε νόμους ολίσθησης ,άνωσης ή βαρύτητας.Πολλώ δε μάλλον αδρανείας.Επομένως, οι οπτικές σου γωνίες είναι μεν τρέχουσες, αλλά ταυτόχρονα και παράξενες. Όπως ακριβώς και η οπτική της ποίησης.
Η φυλλοροή
Από το 1986, πέρασαν δεκατρία χρόνια ώσπου κατέθεσα την εντολή του ποιητή.Έζησα παράδοξες στιγμές, πολυκύμαντες, μετείχα σε μία κινηματογραφική ταινία, έπαιξα στο θέατρο,έκανα μεταφράσεις,ραδιόφωνο, τηλεόραση,τύπωσα βιβλία, έδωσα πάμπολλες διαλέξεις, αποσύρθηκα,ταξίδεψα,διαχειρίστηκα γεγονότα,αλλά κυρίως πλημμύρισα από την πεζή πρόταση.Ήταν κάπως σαν υπόγειο νερό που γεμίζει ένα κατώι.Ανίκητο.
Η κατασκευή της πεζογραφίας απαιτεί πάνω απ όλα την πλήρη απουσία αγγέλων από το ύπερθεν στερέωμα. Τους χρειάζεται ως Καβείρους, υπό το έδαφος.Είναι χθονία δύναμη, είναι νερό.Κάθομαι τώρα και μετράω.
Αρχείον της δεκαετίας του 60.Είκοσι εκατοστά πλάτος εν συνόλω.Του εβδομήντα,πενήντα εκατοστά,αλλά μαζί και πολλά σκίτσα. Του ογδόντα ένα μέτρο,αλλά και πολλά μή λογοτεχνικά. Του ενενήντα,τέσσερα μέτρα και εβδομήντα εκατοστά.
Αυτή η έκρηξη ποσότητας δεν προέκυψε από ιδιαίτερη εσωτερική ανάγκη.Προέκυψε από υποταγή στην αναλυτική σκέψη.Τέσσερις λεξούλες του 68, βυθισμένες σε ένα εξάστιχο, είναι πλέον τρείς χιλιάδες λέξεις του 98.Σε πρώτη ματιά θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι στα πρώτα χρόνια απλώς κατασκεύαζα ένα λεξικό ή μιά λίστα τίτλων,που ανέπτυξα αργότερα σε εγκυκλοπαίδεια. Αυτές οι στιβαγμένες κουβέντες ήταν μέσα μου και τις ανακάλυψα; ή μήπως υπήρχαν έξω και τις συλλαμβάνω;Χωρίς άλλη σκέψη, ισχύει το δεύτερο.Μπορεί να είμαι πυρίμαχος,αλλά όχι και υδρόφοβος.Έχω την αίσθηση του φίλτρου.Ζήτησα την ποίηση, αλλά εντέλει είμαι συγγραφέας.Δεν έχω καμία σχέση με την ζωή που δεν καταγράφεται.Χωρίς λέξεις είμαι ανεύθυνος.Επιπλέον φοβάμαι.Δεν χρειάζεται να συμπληρώσω άλλες δικαιολογίες, στην αίτησή μου.Και εάν ήμουν ποιητής, δεν είμαι πλέον.Το κατέγραψα, αμέσως μόλις το κατάλαβα, σε μία επιφυλλίδα σε εφημερίδα:
ΠΟΙΗΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΠΟΙΗΜΑ
Τριανταεφτά χρόνια μετά το πρώτο ποίημα που έγραψα, στις 24 Μαρτίου 1962, η θεά της ποίησης με εγκατέλειψε. Συγκεκριμένα, ανήμερα που άρχισαν οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ στη Σερβία,γεγονός σημαντικό αλλά άγνωστο εισέτι στον χώρο των πνευμάτων της λογοτεχνίας, κατάλαβα ότι δεν διέθετα πλέον ποιητική ιδέα..
Έχω ζήσει τον πόνο της απώλειας γονιού, παιδιού και φίλων. Χάνοντας την ποίηση, αισθάνθηκα μεγάλο κενό, φρικτήν ορφάνια αλλά σίγουρα δεν τρόμαξα, μήτε μ΄έπιασε νεκρόδειπνος διάθεση.Το μόνο εσωτερικό παραμιλητό που εμπιστεύτηκα, ήταν να κοινοποιήσω επειγόντως σε εχθρούς και φίλους, σε ακροατές και αναγνώστες,ότι η λογοτεχνική μου έκφραση δεν περιλαμβάνει πλέον την ύπαρξη ή την προσδοκία ενός ποιήματος. Υπήρξα ποιητής, όπως υπήρξα αρχιτέκτονας. Δεν είμαι πιά. Oορρός του λευκού χαρτιού, η αγωνία του πρώτου στίχου, ο ιδρώτας της τεχνικής ,η ανάμνηση ή η μνημοσύνη ποιημάτων άλλων ποιητών ,η συγκίνηση της πρώτης ανάγνωσης σε ερωμένη ή σε φίλο, θα απασχολούν τους παλαιούς μου συναδέλφους.΄Εχω αποξενωθεί. Η θεά της ποίησης μου αφαίρεσε την ικανότητα να γράφω ποιήματα, ευτυχώς όχι την ικανότητα να γοητεύομαι από ποιήματα, ως αναγνώστης όμως, όχι ως δημιουργός τους.
Κάνοντας επιμηθεϊκές στατιστικές βλέπω ότι ακολούθησα τον μέσο νεοέλληνα λυρικό βίο.Οχτώ στα δέκα ποιήματα που έγραψα, γράφτηκαν πριν κλείσω τα είκοσι.΄Ηταν οι αξέχαστες στιγμές της μαθητείας, όπου κατάκλεβα τους ποιητές που εθαύμαζα. Από τα ποιήματα που έγραψα, πολλές εκατοντάδες, πιστεύω ότι θα μείνουν στη μνήμη ελαχίστων επιγενομένων η «Ωδή στα πουλιά», η «Καραβέλα» και ο «Καπερνέκας». Αειντε να λανθάνουν, και να τ΄άνακαλύψει κάποιος αναγνώστης,άλλα δύο ή τρία. Άξιζε τον κόπο τόση προσπάθεια, τόσα δάκρυα, τόση αγωνία, τόση αφωνία; Φυσικά και άξιζε τον κόπο!
Η θεά μου πήρε το ποιητικό τάλαντο επειδή δεν το χειρίστηκα σωστά.Υπέκυψα εύκολα στον πειρασμό του πεζού λόγου.Αντί να υπομονεύομαι και να περιμένω την σεισμική όξυνση του ποιητή, κατέτρωγα σε πεζούς μικροσεισμούς και μετασεισμούς, ήτοι σε φραγκοδίφραγκα, όλην την ποιητική ένταση. Ως αποτέλεσμα, ο πεζός λόγος απέκτησε ευκρίνεια, οξύτητα, ειδικό ύφος και βάρος,μονομέρεια και φόρτο,αλλά τα ποιήματα δεν μπορούσαν πλέον να φέρουν κάτι περισσότερο από έναν καβαφίζοντα σχολιασμό,να είναι κάτι περισσότερο από έμμετρα υπομνήματα.
Στην αμφιχειρία μου, υπέταξα τον αριστερόχειρα ποιητή στον δεξιόχειρα συγγραφέα. Ξέχασα το βασικό: η θεά της ποίησης δίνει το δώρο της σε ξύπνιους και βλάκες,σε βαθύνοες και κουφιοκέφαλους,σε σεμνούς και επηρμένους, αρκεί να της είναι πιστοί.
Ποιητής χωρίς ποίημα, στρατηγός χωρίς στρατό, είμαι πλέον καταδικασμένος να τρέχω πίσω από το κοινό του πεζού λόγου,γνωρίζοντας την τεχνική,κυνικός και γαλήνιος.Κι όταν, παραθυρίζοντας στον υπολογιστή, του κόσμου τα πεζογραφήματα,η γραμματοσειρά δείχνει στην οθόνη ότι απογειώνεται, ότι θρυμματίζεται, ότι αποκτά το ήθος της ποίησης, πρέπει να θυμάμαι ότι πρόκειται στην ουσία γιά μαλλιά που συνεχίζουν να μεγαλώνουν μέσα στο φέρετρο ενός νεκρού, γιά έναν αντικατοπτρισμό στην έρημο, γιά μιά υπεροψία και μέθη.
Συγχώρεσέ με ,άγγελε φύλακα σώτερ,που σε αποκάλεσα θεά.Ήξερα πως είσαι άγγελος, αλλά στην επιφυλλίδα,έτσι όπως έστρωσα την σχετική πρόταση, η λέξηάγγελος θα ήταν αδόκιμη.
Τώρα,στα δύσκολα. Είπα την αλήθεια, αλλά δεν την έγραψα.Άφησα αδιευκρίνιστο το ζήτημα: μου πήρες πίσω την εντολή, ή την κατέθεσα από μόνος;Ή μου ζήτησες να το κάνω και υπάκουσα;Ή αρνήθηκα πεισματικά, ώσπου μετήλθες άλλα μέσα και μου την αποστέρησες;
Ίσως μπορεί να βοηθήσει η αίσθηση που είχα, όταν αισθάνθηκα ότι η ποιητική ιδέα με εγκατέλειπε.Μήπως κάθησα να γράψω κάποιο ποίημα και δεν μου βγήκε; μπα. Είδα απλώς ένα ποίημα που μόλις ολοκληρώθηκε στο μόνιτορ, δεν μου έλεγε τίποτε απολύτως.Δεν ήξερα τί είναι, δεν ήξερα γιατί το έγραψα, το σπουδαιότερο, δεν ήξερα άν είναι καλό ή κακό. Τεχνικά ήταν άρτιο, είχε όλα τα εχέγγυα να ξεγλυστρήσει την αυστηρή κριτική, να υγράνει τα μάτια μιάς κυρίας να δώσει σε έναν νέο άνθρωπο μιά πτυχή που αποκλείεται να είχε πάρει χαμπάρι. Αλλά δεν ήταν πλέον ποίημα. Η ουσία του ουδέποτε κατατέθηκε. Το σώμα του δεν ερεθίστηκε από τις ηλιακές εκρήξεις και κηλίδες του δικού μου συστήματος και δεν πήρε επάνω του ζωή. Ήμουν κάτοχος της ματιέρας, την μετέτρεπα σε προσωπική μανιέρα, αλλά δεν υπήρχε ποίημα.Τι ήταν; λέξεις και γλώσσα και έννοιες και πόνος και τέχνη και τεχνική και λοιπά ηχηρά παρόμοια. Ενώ η βάση του ήταν προφανώς και σωστά ο ήχος,η κορυφή του δεν άγγιζε τον λόγο.Δεν ήταν λόγος, άρα δεν ήταν ποίηση.Τότε ξεχρεώθηκα τις εμμονές μου.
Η αποκάλυψη
Από την ενδιάμεση καταστατική μαθητεία,εκτιμώ πως είμαι πλέον ένας κάλφας.Μπορώ και καταγράφω,σε πολύ μεγάλη ταχύτητα, όλες μου τις σκέψεις σε έλληνα λόγο.Μερικές φορές δεν χρειάζεται παρά να εφεύρω το θέμα μου. Άλλες φορές πλάθω το θέμα μου πετώντας στο χαρτί μιά τυχαία λέξη που ευθύς την σαρκώνω. Ώσπου να έρθει η πάρεση, η παραλυσία, τα εγκεφαλικά, τα αναπνευστικά, τα καρκινικά και τα εγκαρδιακά φαινόμενα που θα ακυρώσουν τις δεξιότητες, είμαι ένας τεχνίτης, ένας κάλφας, χειρώνακτας και γκρινιάρης,όπως όλοι οι καλοί τεχνίτες.Θα μου ζητάτε ένα είδος κειμένου και θα σας παραθέτω τέσσερα.Μπορώ να συγγράψω τα πάντα, όχι από παντογνωσία αλλά από άσκηση.Διότι έχω καταλάβει πως η συγγραφή έχει πρώτη ύλη τους ήχους, όπως και η ποίηση, αλλά απλώς τους διαχειρίζεται προς την μορφή μιάς ελαφρά κατανοητής γλώσσας πράγμα που η ποίηση δεν κάνει.Με την ίδια λογική, η επικοινωνία με τους ανθρώπους είναι πάλι ζήτημα ήχων που όμως μεταφέρουν δυνατά μηνύματα.Αυτό ισχύει και γιά την εικόνατης επικοινωνίας. Δοκιμάστε μπροστά στο κοινό να παραστήσετε οτιδήποτε και οποιονδήποτε.Θα το καταφέρετε μόνον όταν ο εσωτερικός σας πομπός εκπέμπει δυνατά το σήμα πιστέψτε με,ακούστε με!Θα σας ακούσουν,και μάλιστα με ευχαρίστηση.Είναι πράγματα μαγικά, δηλαδή εύκολα,που τα παρουσιάζουν ως δύσκολα οι γνώστες και οι σύμβουλοι.
Όντως, άγγελε.Δεν μου ζήτησες να κάνω τίποτε.Η ουσία σου δεν περιέχει αιτησιογράφο.Είσαι μέρος του λόγου. Είσαι απόσπασμά του, τεμάχιο,είσαι ο Λόγος.Και η ποίηση είναι ήχοι που τρέπονται σε τέχνη δια του Λόγου. Τέρποντες τον Λόγο ήχοι. Αυτό ήταν! Πουθενά δεν υπάρχει στο γενικό κατάστιχο των ποιητικών καιρών καταγραμμένη η γλώσσα και οι λέξεις.Υπάρχει ο Λόγος και υπάρχουν οι ήχοι. Με αυτά τελείται και η ποίηση.Επί έτη επτά και τριάκοντα δεν μου έλεγες τίποτε, δεν μου υπέβαλες προτάσεις, δεν σου μιλούσα και οι επικλήσεις μου ήταν μέρος της λατρείας ενός χρυσού μόσχου.Πάνω στο καμπύλο δέρμα της γαίας, όπως περίπου τροπαλίζονται τα νέφη ,διέρχονται σπηλιάδες από τον Λόγο. Εσύ, ο επιλεγόμενος άγγελος, είσαι μιά αστραπιαία εικόνα ενός περίπου ατμοσφαιρικού φαινομένου.Όλοι σε βλέπουν, όλοι σε λησμονούν. Γιά να σε καταλάβουν, σε ενδύουν με τα δικά τους πρόσωπα,με τον δικό τους ουρανό,με το δικό τους δαιμόνιο.Όπου περνάς,αφήνεις αδιόρατα σημάδια.Ο ζωγράφος σου καταθέτει την χημεία του και την μετατρέπεις σε ύλη υπό επίγνωση.Ο φιλόσοφος αναστενάζει και του μοιράζεις με το κουταλάκι σύμφωνα και φωνήενταπου θα γίνουν κάποτε μιά κατανοητή γλώσσα.Ο ερωτευμένος σου ανοίγει ένα τρυφερό χασάπικο ξένων μελών και αποσπασμάτων(που αποτελεί την μόνη του περιουσία) και τον προικίζεις με βαρειές μυρωδιές από την χλωρίδα του πλανήτη. Ο ποιητής; τι σου προσφέρει ο ποιητής; Τώρα απαντώ: ήχους.Και εσύ φωτίζεις τους ήχους αυτούς με μία εξαίσια σημασία,που είναι άρρητη και άφωνη,αλλά συντονίζει τη μοναξιά του.
Και οι λέξεις; η γλώσσα; οι πληροφορίες, οι γνώσεις, η αλλότρια και αντισυμβατική σύλληψη της πραγματικότητας;τί είναι αυτά που μας βασανίζουν συνεχώς, τα βελτιώνουμε, κλαίμε όταν χαθούν; ποιό είναι το νόημά τους;
Είναι το νόημα που τους δίνει ο μάγος της φυλής, ή έστω ο φύλαρχος. Αυτός ντύνεται και στολίζεται τα σύμβολα της εξουσίας, τα άπειρα ταλισμάν της εμπειρίας του,όπως ο ποιητής φορτώνεται όλες τις λέξεις που ξεχώρισε και τις φοράει επάνω του, κατά την ώρα που αισθάνεται πώς αρχίζει η δική σου ιερουργία.Δένει στα μαλλιά του ένα ματσάκι δύσβατα ρήματα,κρεμάει από τον σβέρκο του παλαιούς τεθλασμένους στίχους, πλένει τα μέλη του με μάγμα από την ύφυγρη ρηματική ψάμμο, περιζώνεται την γραμματική, θέτει την πιό σπουδαία του κατάκτηση, τον πρώτο στίχο της ημέρας ,ως πετράδι πάνω στον αφαλό του. Και μετά, βγαίνει έξω, στο αεράκι και εκβάλλει ήχους.Περιμένει οι ήχοι να μετατραπούν σε Λόγο. Γιά να βοηθήσει την τελετουργία, ασκείται ώστε οι ήχοι του να είναι ρυθμικοί, να έχουν αναστροφές, να τροχαϊζουν και να εκφέρονται αναπαιστικώς, αλλά εάν δεν κατεβείς από την μετοικεσία των νεφών,οι ήχοι παραμένουν ήχοι και ακόμη ένα αδόκιμο στιχούργημα μπαίνει στη γραμματολογία των καιρών. Φύλαρχος ή σμίνθωψ ή ποιητής. Δεν υπάρχει άλλη συνέχεια.
Χαίρε τώρα,λάβε την λογοδοσία τούτη,υπό μορφή αναφοράς, υπό τον τύπον μακράς δημοσίας επιστολής,και παρακαλώ να εγκύψεις και να δράσεις διά τα περαιτέρω. Σχεδίαζα, παρακινούμενος από άλλα, ασύμβατα γεγονότα του βίου, να εκμαιεύσω από την επιστολική μου ύλη μιά μορφή αντ΄αυτής,να δημιουργήσω ένα πλέγμα υποθηκών, λογοτεχνικής καταγγελίας, σοφών παραθεμάτων, εκ πλαγίων σαρκασμού και της σχετικής περί αυτά φιλολογίας. Δεν χρειάστηκε. Κράτησα τα αυτοκριτικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία υπό πλήρη έλεγχο.Δημιούργησα επίτηδες ελλείμματα στην ανάπτυξη των υποθεμάτων. Υπήρξα εν μέρει υπερόπτης, εν μέρει ψεύτης.Αλλά δεν αντέχω άλλο την διεκδίκηση των ουρανών.Αισθάνομαι προσήλυτος εκ βαρβάρων.Στον κόσμο όπου με τοποθέτησαν οι τύχες και τα ντόμινο των καιρών,έχουν ζήσει πολλοί ποιητές,όλοι καλύτεροί μου.Ενόσω διακονώ εργόχειρο, θυμάμαι με νοσταλγία την πτήση.