ΕΣΠΑΝΙΟΛΑ
Πρώτο μέρος: νουβέλα εναντίον του Πλατωνα
Πρώτο κεφάλαιο: τρια άψυχα πουλιά
Ο Νικήτας έβλεπε τα περιστέρια στην έρημο.
Λόφοι γυμνοί,κίτρινοι από την άμμο, με γκρίζες περιοχές από βράχια. Ο καύσωνας παραμόρφωνε στο βάθος τις πτυχές του εδάφους κι άφηνε στην βάση του ορίζοντα ρίγες από φώς που σάλευαν όπως οι ακτίνες του ήλιου σε ρηχό γαλάζιο βυθό.Ο Νικήτας είχε την παλάμη πάνω από τα μάτια,προσέχοντας με ένταση κάθε λεπτομέρεια του τοπίου.Ενώ δεν φυσούσε, υπηρχε η βοή ενός ανέμου που σκορπούσε με βία στον ουρανό.Κατάλαβε ότι ερχόταν πίσω του ο Λίβων, όχι από κάποιον ήχο, αλλά από μιά αφόρητη δυσωδία.Η λεγεώνα του έκλεινε δέκα μέρες καρφωμένη στους αμμόλοφους, και η μερίδα του νερού ήταν ένα κανάτι ημερησίως.Δύσκολα μπορούσαν να βρέξουν ακόμη και τα μάτια τους,έτσι που διψούσαν μόνιμα. Ηρεμα είπε, χωρίς να γυρίσει «έχεις να αναφέρεις;». Ο συνάδελφος, ήρθε ήρεμα δίπλα του, λαχανιασμένος και κάθιδρος,φορώντας μόνον ένα λερό μάλλινο περίζωμα.Του είπε απλά : «έφτασαν».Ο Νικήτας τον κοίταξε. «Δείξε μου».
Κατέβηκαν το λοφάκι,ανέβηκαν έναν ζυγό, ξάπλωσαν στην κορυφή μιάς πλαγιάς.Τα περιστέρια χτυπούσαν τα φτερά τους χαμηλά απέναντι.Στα δέκα μίλια προς την ανατολή, ένα σύννεφο σκόνης πύκνωνε και υψωνότανκατακόρυφα σε μεγάλο ύψος, κι έπειτα έφευγε προς νότο ορμητικά, παρασυρμένο από τον άνεμο. Ο ανιχνευτής είπε: «Είναι ο στρατός τους.Δεν είναι μόνον έφιπποι.Δεν ξέρω άν κινούνται. Μάλλον στήνουν στρατόπεδο».
Ο Νικήτας μέτρησε με τα δάχτυλα ανοιχτά την περιοχή, από την υψωμένη σκόνη έως τον βορρά, όπου ήξερε πως ήταν το δικό του στρατόπεδο.Έξη παλάμες και ένας αντίχειρας τεντωμένος, δηλαδήπάνω από εκατό μοίρες από τη θέση τους. Οι δυό τους κατέβηκαν ανάποδα την πλαγιά, περπάτησαν μισή ώρα, βρήκαν τα άλογα και τις στολές τους.Πρίν ντυθούν και καβαλήσουν, κατούρησαν παρέα.Έπειτα, κάλπασαν προς τον στρατηγό.Εξω από το στρατόπεδο,πέζεψαν.Ο Νικήτας μέτρησε πάλι με τις παλάμες και χάραξε σχήματα στο χώμα. Κατέληξε στην απόσταση που χώριζε τους Ρωμαίους από τους Άραβες και την ανέφερε στον βοηθό του γιά να την θυμάται επίσης.
Μπροστά στη σκηνή του στρατηγού ήταν ο Γεωμέτρης του επιτελείου, στο τραπεζάκι του κι έκανε λογαριασμούς. Χαιρέτησαν,έκαναν την αναφορά τους και πήγαν να ετοιμάσουν το φαγητό τους.Πρίν φτάσουν στη σκηνή τους,ένας μανδάτορας είχε ήδη κρεμάσει πάνω στον μουσαμάένα κόκκινο τετράγωνο ξύλο, υπόδειξη να μη ανάψουνε φωτιά και να τηρήσουνε σιγή. Επιφυλακή.Έβρεξαν από ένα παξιμάδι και έφαγαν.
Το στρατόπεδο ήταν στημένο σύμφωνα με τις τρέχουσες προδιαγραφές, όπως αναθεωρήθηκαν από τους διοικητές του μετώπου της Γερμανίας, πρίν μερικούς αιώνες. Έτσι, σύμφωνα με τον κανονισμό, οι στρατιώτες είχαν τελειοποιήσει με πολύν ιδρώτα τις αντιπλημμυρικές τάφρους και είχαν αλείψει με πίσσα τις εκτεθειμένες ξύλινες κατασκευές, γιάνα μή σαπίσουν από τις βροχές.Υπήρχαν παντού κερωμένα πανιά και διαθέσιμο λίπος γιά να συντηρούνται τα όπλα, αλλά δυστυχώς γιά όλους, οι τακτικές προδιαγραφές γιά στρατόπεδα στην έρημο είχαν εξαφανιστεί από τον καιρό που οι Πέρσες, σε κάποια αρχαία επιδρομή τους, είχαν καταστρέψει τα αρχεία της επιμελητείας Αντιοχείας.’Ετσι δεν υπήρχαν δεξαμενές νερού,γιατρός και φάρμακα γιά τους καύσωνες και λινοί μανδύες.Αλλά ο στρατηγός δεν είχε σκοπό, παραμονές εφόδου και υπό ήπιο συναγερμό να διορθώσει την κατάσταση.Είχε άλλες προτεραιότητες.Άφησε τους αξιωματικούς του να απλώσουν τον χάρτη και να προετοιμάσουν τις εισηγήσεις τους.Μέσα στο μυαλό του έθαλλεμιά εικόνα.Περπατούσε σε ένα πράσινο λιβάδι της Απουλίας και ενόσω πλησίαζε στο τέρμα του δρόμου, οι ξερές αμυγδαλιές που αντάμωνε αριστερά και δεξιά του, εβγαζαν μάτια, άνθιζαν και μπουμπούκιαζαν. Στο τέλος του ονείρου του, περπατούσε σε ένα κάτασπρο χαλί από πεσμένα άνθη.Δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς μυρίζει μιά αμυγδαλιά. Την δαμασκηνιά την θυμόταν.Κι ένα άλλο ανθισμένο κλαδί αγαπούσε,μα δεν έβλεπε, της κοκκυκίας, που είχε το χρώμα του νερωμένου αίματος.Τον ξάφνιαζε που το όνειρό του είχε και ήχο, από περιστέρια που φτερούγιζαν.Αυτές τις εικόνες τις άφηνε να απλωθούνμέσα του, όποτε του ερχόταν ,τελευταία πολύ συχνά, η εικόνα των αμέτρητων σφαγμένων στρατιωτών που αντάμωσε μιά μέρα μετά που αποβιβάστηκαν στην Παλαιστίνη,εδώ και δυό χρόνια, προσπαθώντας να σταθεροποιήσουν το μέτωπο του ποταμού Ιερομίακα, εκεί όπου χάθηκε το άνθος των Ρωμαίων, και μάλιστα με στρατηγό τον αδελφό του αυτοκράτορα.Δεν ήθελε να αναθυμάται άλλο τους νεκρούς με τις πορφυρές και πράσινες χλαμύδες, παρατημένους με ολόκληρη την αρματωσιά τους στο χώμα, επειδή οι Αραβες περιφρονούσαν τα ρωμαϊκά όπλα και δεν τα σκύλευαν ποτέ.Αμέτρητες σταχτιές μούμιες, ντυμένες περίτεχνα.
Ο στρατηγός ήταν πενήντα ετών και τον έλεγαν Αιμιλιανό. Υπηρετούσε τριανταδύο χρόνια στο στράτευμα,στρατολογημένος αρχικά στην Καρχηδόνα, ακολούθησε τον Ηράκλειο στην πορεία του προς τον θρόνο, κέρδισε τους βαθμούς του στα πεδία των μαχών με τους Πέρσες και ήταν παρών στους μεγάλους θριάμβους της επιστροφής του Σταυρού στην Ιερουσαλήμ. Υπήρξε μία εποχή, πρίν είκοσι χρόνια, που οι Ρωμαίοι ζούσαν χωρίς τον βραχνά της Περσίας και του Χοσρόη, και ο Αιμιλιανός δέχτηκε μιά τιμητική θέση ως διοικητής των Βαλεαρίδων.Αλλά όταν ξεκίνησε η ράτζια των Αράβων, ο αυτοκράτορας τον κάλεσε και πάλι στην υπηρεσία.
Δεν ήταν εύκολο να φτάσει στην περιοχή, να περιμένει εβδομάδες και μήνες τον στρατό του, να οργανώσει μιά επιμελητεία και να συγκεντρώσει μερικούς ειδικούς από τις γύρω πόλεις, κυρίως από την Αλεξάνδρεια.Μερικές φορές είχε την αίσθηση ότι κυκλοφορεί μέσα σε ένα κακό όνειρο. Ο τόπος ήταν παρατημένος, οι κάτοικοι που δεν μπόρεσαν να φύγουν δεν ήταν πολλοί και δεν εμπιστευόταν τους Ρωμαίους.
Ο πόλεμος με τους Άραβες δεν έμοιαζε με κανέναν πόλεμο που είχε έως τότε αναλαβει το ιμπέριουμ.Οι ρωμαϊκοί στρατοί ξόδευαν το ιππικό τους σε αψιμαχίες φθοράς και έχασαν όλες τις εκ παρατάξεως μάχες.Οι τελευταίες τρείς αξιόμαχες λεγεώνες βρισκόταν τώρα στην Παλαιστίνη, με εντολή να καλύψουν την Αίγυπτο εκτός των συνόρων της,αποφεύγοντας την αποφασιστική μάχη έως ότου παρασύρουν τους Αραβες πίσω από τα Ρηνοκούλουρα,στο Πηλούσιο και στην Τάνιδα και να τους παγιδέψουν στους μεγάλους βάλτους του Δέλτα,όπου καθώς ήλπιζαν,οι τοξότες και οι ευέλικτοι ,σκληροτράχηλοι τριάριοι,θα συγκρατούσαν το έξαλλο, γενναίο ιππικό των αντιπάλων.Ο Αιμιλιανός ήξερε ότι η 6ηλεγεώνα απείχε τρείς ώρες ,προς το βουνό. Ο στρατηγός Μαρδάς,που στρατηγούσε σε ένα παράξενο μάζωμα από χριστιανούς Άραβες, εξωμότες Ιουδαίους και ακοντιστές Σύριους,και το ονόμαζαν επίσης λεγεώνα,τους πλησίαζε από τα νοτιοανατολικά.Ο Αιμιλιανός άργησε να τους ακολουθήσει. Είχε λάβει πληροφορίες ότι αραβικό φουσάτο προχωρούσε προς την Συρία ,στην καρδιά της, στο Χαλέπι και στην Δαμασκό και καθώς δεν είχε ιδέα γιά την κατάσταση των φρουρών της Απάμειας,σκέφτηκε να σταθεί ως εμπόδιο σε μιά τέτοια προέλαση, εκτιμώντας ότι άν η πληροφορία ήταν αληθινή, το κράτος θα έχανε τις πύλες της Κιλικίας χωρίς καμία άμυνα, κρατώντας τον καλύτερο στρατό της στην Αίγυπτο που δεν θα κινδύνευε.Είχε τρομάξει από τις ειδήσεις που ήρθαν πρίν μερικές εβδομάδες από την Κύπρο.Χαμηλές, στενές βάρκες με λοξά πανιά, είχαν λεηλατήσει τις ακτές του νησιού,ακριβώς εκεί που πίστευε ότι ναυλοχούσε ο μεγάλος ρωμαϊκός στόλος, το τελευταίο οχυρό των ελπίδων του,η προσμονή αστακών,διαταγών και εφεδρειών, με αυτή την σειρά προτεραιότητας.
Τώρα, ο αραβικός στρατός βρισκόταν στην ανατολή, περνώντας από τον ζυγό της Νικόπολης και της παλαιάς Διόσπολης,αφήνοντάς του ελάχιστο χώρο, δίπλα στην θάλασσα, να κατέβει στα νότια.Η θάλασσα δεν ήταν ασφαλής. Επρεπε να δώσει μάχη η να διατάξει συντεταγμένη υποχώρηση προς το Δέλτα, επιχείρηση που εκτιμούσε ως καταστροφική. Έστειλε ήδη μηνύματα στην 6ηκαι στον Μαρδά, να συναντηθούνε το επόμενο μεσημέρι γύρω από το στρατόπεδό του, που ήταν παλιά εγκατάσταση, από την εποχή του Ιουστίνου και μερικώς, όχι εντελώς ερειπωμένο,απέχοντας από την Ασκαλώνα δεκάξη μίλια.
Τότε αποφάσισε να ανοίξει τις σφραγισμένες εντολές που είχε στον σάκο του με την εντολή να τις ανοίξει μόλις έφτανε στην Σαίδα του Δέλτα.Επρεπε να ξέρει.Ήταν παγιδευμένος.Έπρεπε να ξέρει.
Οι εντολές ήταν γραμμένες από τον ρεφενδάριο του παλατίου και σχετίζονταν με μυστικό σχέδιο εκκένωσης της Αλεξάνδρειας σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης ή καταστροφικής ήττας.Ο στόλος της Σαϊδας έπρεπε να αγκυροβολήσει αμυντικά μέσα στο λιμάνι, μεταξύ Φάρου και Καισαρείου με το μέτωπο να καλύπτει επαρκώς τις Αποστάσεις. Δύο κοόρτεις έπρεπε να μεταφέρουν τα κρατικά αρχεία,ενώ άλλοιπράκτορες ηταν εντεταλμένοι να διασώσουν λείψανα αγίων καιτους αρχιερείς, να μεταφέρουν το ταμείο και να συμπληρώσουν την μεταφορά των βιβλίων της βιβλιοθήκης, αυτών που δεν είχαν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη επί Ιουστινιανού, παρά το ότι διέθεταν φύλλο αποστολής και είχε εγκριθεί η μεταφορά τους.Αν μήτε αυτό ήταν δυνατό, οι εντολές υποδείκνυαν ασφαλείς κρύπτες γιά όλα αυτά σε μοναστήρια της Νιτρίας.Σε κάθε περίπτωση, όταν ο στόλος θα απέπλεε, ο στρατός θα ακολουθούσε τον παραθαλάσσιο δρόμο και θα κατέληγε στη Κυρήνη, όπου θα υπήρχε φροντίδα γιά την απεμπλοκή του.Ο Αιμιλιανός ήξερε ότι αυτές οι εντολές δεν ήταν διαθέσιμες μήτε στην 6ηλεγεώνα, μήτε στον Μαρδά.Ηξερε επίσης ότι όλα αυτά ήταν ανοησίες της πρωτεύουσας, γραμμένες μήνες ή και χρόνια πρίν,ξεπερασμένες,ή περιείχαν κάποιο ξόρκι ,ενωτικό του στρατού,που θα δούλευε υπέρ των Ρωμαίων, ακόμη κι αν αυτοί που το διάβαζαν,δεν καταλάβαιναν τη σημασία του.Δεν υπήρχε στόλος να παίζει τον θαλάσσιο σκαντζόχοιρο και τα μοναστήρια της Νιτρίας ήταν καταφύγια αιρετικών και φυγάδων που τους έπρεπε καταστροφή και δήωση, όχι φύλαξη τιμαλφών στα κελάρια τους.Αλλά βέβαια, φοβόταν τη μοίρα του, όχι τόσο την ανθρώπινη, όσο την υπηρεσιακή.Οι διαταγές αυτές έπρεπε να βρεθούν κάπως στην Αλεξάνδρεια, να τις ξεφορτωθεί, ναμη τις έχει χρεωμένες.Οι παλατιανοί δεν έδιναν σημασία στην απώλεια μιάς μάχης, αλλά άν ο Θεός είχε άλλα σχέδια γι΄αυτόν και γλύτωνε, τον περίμεναν του κόσμου οι φασαρίες στο επιτελείο, άν δεν προωθούσε τα έγγραφα προς υλοποίηση.Φώναξε τον γεωμέτρη του και του ανέθεσε την αποστολή.Τον έβαλε να παραλάβει τις εντολές, υπογράφοντας το σχετικό διαβιβαστικό και βάζοντας τους αξιωματικούς να διακόψουν την στρατηγική ανάλυση και να μαρτυρήσουν την ενέργειά του, υπογράφοντας το ίδιο χαρτί.
Εκείνο το βράδι κανένας στο ρωμαϊκό στρατόπεδο δεν κοιμήθηκε, εκτός από τους φρουρούς στις σκοπιές.Η είδηση ότι πλησιάζουν Αραβες είχε διαδοθεί, και η ποινή της σταύρωσης που περίμενε μιά κοιμισμένη σκοπιά, δεν μπορούσε να έχει κανένα αντίκρυσμα, αφού όλους τους περίμενε ο πιό γρήγορος και βίαιος θάνατος.Ας πέθαιναν λοιπόν χορτασμένοι από ύπνο.Οι στρατιώτες έσκαβαν τάφρους , δοκίμαζαν τα νευρά των βαλλιστρών και μετρούσαν τις διαθέσιμες σαϊτες.Η πειθαρχία είχε πέσει μέσα στις καρδιές τους σαν αγιάτρευτη αρρώστεια.Αν υπηρχε τρόπος να τους ρωτήσει γιά το πρακτέο, θα έπαιρνε απ΄όλους την απάντηση «στρατηγέ, βγάλε μας από την παγίδα και την πίεση» αλλά κανένας δεν θα του έλεγε τον τρόπο.Κανένας δεν πίστευε ότι θα γλυτώσει, επειδή ήταν στρατηγός ο φιλάνθρωπος και γλυκομίλητος Αιμιλιανός.Ο οποίος ξενυχτούσε με τους αξιωματικούς του γιά να ρυθμίσει τον θάνατο της επόμενης μέρας.
Ο χάρτης Ιδουμαίας, Ιουδαίας και Γής Φιλισταίων, σε τρία κομμάτια, έδειχνε εκατό τετραγωνικά μίλια έρημης γής, όπου οι δρόμοι και οι πόλεις ήταν τα μόνα σταθεράσημεία. Ο Αιμιλιανός ζήτησε την καθημερινή αναφορά απόντων, γιά να καταλάβει πόσους μάχιμους μπορούσε να παρατάξει. Η αναφορά ήταν γιά κλάμματα. Δύο χιλιάδες πεντακόσιοι δεκατέσσερις μάχιμοι, πεντακόσιοι εκτός υπηρεσίας,οργανικές θέσεις ακάλυπτες πάνω απότρείς χιλιάδες. Υπηρχαν πενήντα άλογα σε κακή κατάσταση και δέκα καμήλες.Η 6ηλεγεώνα ήταν επίσης μειωμένης σύνθεσης,τα ίδια με την 12η. Ο Μαρδάς ζήτημα να είχε χίλιους ατάκτους.Απεναντίας,μπορούσε κάποιος να βρεί στο στρατόπεδο εμπορεύματα και προϊόντα από όλον τον κόσμο,καθώς τετρακόσια αντίσκηνα εμπόρων, πλανοδίων, εταίρες, πορνοβοσκοί, διασκεδαστές και αγοράκια είχαν φροντίσει έξω από τις τάφρους, να δημιουργήσουν μιά υπέροχη αγορά ,όπου όλοι έβρισκαν απ όλα.Υπήρχαν άνθρωποι που ζητούσαν πραμάτειες γιά σχετικά μακρυνές πόλεις, όπως την Οστρακηνή και την Ηρωδιάδα.
Ζήτησε τη γνώμη του επιτελείου γιά τον τρόπο της σύρραξης. Του είπαν απλά ότι η σωφροσύνη επέβαλε να στείλουν μιά γρήγορη ομάδα , μιά τούρμα, να παρασύρει τον αραβικό στρατό στα αμυντήριά τουςκαι μετά, να διασώσουν ό,τι μπορούσαν με τις βαλλίστρες του στρατοπέδου. Ηταν χρόνια πολλά που δεν είχε σταθεί λεγεώνα νικηφόρα απέναντι στους Αραβες.Τόξευαν έφιπποι, πετάγονταν από την άμμο ξαφνικά, επίφοβοι, με εγχειρίδια,άσε που οι πολεμιστές τους ήτανπερίφημα σιδερωμένοι, με πλεχτά σουσάνια που οι λεγεωνάριοι σπανίως διέθεταν.Μικρά φουσάτα, που ταξίδευαν μέρες πάνω στις καμήλες και στα άλογά τους, ενώ ακολουθούσε πάντοτε ένα στίφος σχεδόν άοπλων διαγουμιστών, που συχνά ζημίωναν περισσότερο τους οπλίτες,που δεν μπορούσαν να κουνηθούν από το βάρος της πανοπλίας και η ασπίδα τους ζύγιζε είκοσι λίτρες καθαρό, σκουριασμένο σίδερο.Οι άλλες δύο λεγεώνες έπρεπε να κάνουν το ίδιο. Απλώς ,να θέσουν την παράταξη του Μαρδά ανάμεσά τους, ως πιό αδύνατη.
Απίστευτα και ταυτόχρονα πειστικά σχέδια,δημιουργημένα από άσκεφτους, άχρηστους και επιβλαβείς συμβούλους, είναι πάντοτε τα πιό ισχυρά τεκμήρια πλήρους αποτυχίας, είτε πρόκειται γιά μιά μάχη, είτε γιά την επιλογή προσωπικού, είτε γιά το πρόγραμμα μιάς πολιτιστικής εξτραβαγκάνζας.Από τότε που άρχισαν να εκλείπουν οι πανίσχυρες, ολιγομελείς, αφοσιωμένες ομάδες χαροκόπων και τεμπέληδων,που μπορούσαν σε δέκα λεπτά να λύσουν ζητήματα δεκαετιών, ο κόσμος γνώριζε όλο και μεγαλύτερα διαστήματα άσκοπης, βλακώδους δραστηριότητας.Κι αυτό ξεκίνησε από μία φαινομενικώς άσχετη απόφαση ενός ηγεμόνα που καλώς δεν θυμάμαι το όνομά του, αλλά θα μπορούσα να ορκιστώ ότι γεννήθηκε στην ανατολική Μεσόγειο. Αυτός ήταν ο πρώτος που διάλεξε συμβούλους που είχαν την συμβουλή ως επάγγελμα κι όχι ως παίγνιο ενόσω έβγαζαν το ψωμί τους ως τσαγκάρηδες, δήμιοι ή ιερείς.Οι κατ΄επάγγελμα σύμβουλοι, γιά να το ειπώ στρωτά, είχαν έρωτα γιά την σκυταλοδρομία κι όχι γιά τον δόλιχο.Η διαβίβαση ευθυνών είναι το κλειδί.Μεταφέροντας δηλαδή ευθύνες, μεταφέρεις ένα κλειδί που δεν ανοίγει καμία πόρτα.
Η ομάδα κρούσης διαλέχτηκε. Είχε σημασία τώρα να ξέρουν ακριβώς πόσες ώρες είχαν στη διάθεσή τους. Ο Γεωμέτρης παρουσίασε την αναφορά των ανιχνευτών, που είχε φροντίσει να μετατρέψει σε έγγραφη.Εξηγούσαν ότι ο εχθρός ανιχνεύτηκε στα είκοσι μίλια.Ο ίδιος πάντως, με όλον τον σεβασμό στην ικανότητα των συναδέλφων, πίστευε ότι μιά απόσταση μεταξύ οκτώ και δώδεκα μιλίων ήταν πιό κοντά στην πραγματικότητα..Η διαφορά ήταν ουσιώδης. Ο Αιμιλιανός ζήτησε να δεί τον Λίβωνα και τον Νικήτα. «Πώς καταλήγεις στα μίλια που έδωσες στον στρατηγό σου;» ρώτησε τον Γεωμέτρη ώσπου να φτάσουν. «Με τον ήλιο και το καλάμι,κατά τις οδηγίες» του απαντά. «Τους εντόπισα δύο ώρες μετά το μεσημέρι, δεν ήταν δυνατόν να διακρίνω άνδρες ή ίππους, επομένως βρίσκονται πέραν των τεσσάρωνμιλίων. Αλλά διέκρινα χωριστές στήλες μετεωριζομένης άμμου και σκόνης,διςεπομένως, βρίσκονται κάτω των δεκάξη.Εφήρμοσα την καλάμη, έθεσα δείκτη και παράμεσο υποκάτω του στελέχους,και τον μεσαίο δάκτυλο κατάντη. Ο κανονισμός προβλέπει ότι εάν η σκόνη φθάνει έως την άνω πλαγία πλευρά του δείκτη, δεκα μίλια εστί η απόσταση.Έθεσα χάριν ακριβείας, λογικό ποσοστό ασφαλείας, δύο στα δέκα, επειδή οι συνθήκες μετρήσεων δεν ήταν ιδανικές.».
Ο Γεωμέτρης διαβεβαίωσε τον στρατηγό, ότι είχε τηρήσει όλους τους κανόνες,όπως τις εδιδαχτηκεστις μεγάλες σχολές της Θεσσαλονίκης και της Νικομήδειας.Ο Αιμιλιανός στράφηκε στον Νικήτα που είχε ήδη φτάσει και αναφερθεί, μόλις προλαβαίνοντας τα σκουπίσει από το σαγόνι του τα ψίχουλα. «Εσύ πώς υπολόγισες την απόσταση;»
«Με τις ορθές κλειστές παλάμες,στρατηγέ μου, δηλαδή με τον τριγωνισμό.Μέτρησα την γωνία μεταξύ του εχθρού και του στρατοπέδου μας, από την θέση που τους εντοπίσαμε.Μέτρησα και την απόσταση μεταξύ του σημείου εντοπισμού και του στρατοπέδου, καθώς επιστρέφαμε, έχοντας πάντοτε το μυαλό μου στην εχθρική θέση. Φτάνοντας στο στρατόπεδο,ήμουν σε θέση να μετρήσω την γωνία μεταξύ της θέσης εντοπισμού και του εχθρού. Είχα δύο γωνίες γνωστές, και την μεταξύ τους απόσταση. Χάραξα στην άμμο το σχήμα και υπολόγισα την απόσταση».
«Αυτά δεν είναι έγκυρα, στρατηγέ μου» διαμαρτυρήθηκε ο Γεωμέτρης.Ηξερε ότι ο νεαρός ήταν επιλογή του στρατηγού,από την περιοδεία του στην Αλεξάνδρεια και δεν μπορούσε (όπως επιθυμούσε) να προτείνει ατιμωτική καθαίρεση και κρέμασμα από τα πόδια στη έξοδο του στρατοπέδου. «Ο δέκαρχος Νικήτας είναι ερασιτέχνης μαθηματικός και αστρονόμος,αλλά ο στρατός υπάρχει βάσει κανόνων».
Ο Νικήτας απάντησε μαλακά: «Γνωρίζω την αποστολή μου. Δεν αναμιγνύω προσωπικά ευρήματα. Λόγου χάριν,δεν ανέφερα ότι θα γίνει έκλειψη σελήνης αύριο βράδι, επειδή δεν ενδιαφέρει το στράτευμα.»
Ο Αιμιλιανός αναπήδησε. «Έκλειψη; Πότε θα γίνει έκλειψη;» «Δεν έχω τα μέσα να ξέρω την ακριβή ώρα, στρατηγέ μου, αλλά πρίν τα μεσάνυχτα αύριο, το φεγγάρι θα σκεπαστεί ολόκληρο». «Το είδες στα άστρα, έκανες υπολογισμούς;» «Το ξέρω, κι αυτό είναι αρκετό». «Μπορώ να βασιστώ σ΄αυτήν την πληροφορία;» «Ναί. Θα γίνει αύριο έκλειψη».
Ο στρατηγός ανακλαδίστηκε και σοβάρεψε. «Αυτό αλλάζει όλα τα δεδομένα. Αν το χειριστούμε σωστά ,έχουμε γιά πρώτη φορά ελπίδες νίκης.Μεγάλοι και δυνατοί στρατοί έχασαν εύκολες νίκες επειδή κλονίστηκαν από την σκοτεινιά της νύχτας που την περίμεναν φωτεινή.Δέκαρχε, μου έδωσες ένα λειψό φεγγάρι και δέκα μίλια παραπάνω απ όσο περίμενα. Ευψύχει. Ελεύθεροι.»
Ο Γεωμέτρης παραβίασε τον κανονισμό,ξεπροβοδίζοντας τους ανιχνευτές. «Παραδέχομαι την σοφία σου,συνάδελφε.Δεν είναι πάντοτε ακριβής ο τριγωνισμός, αλλά το ότι ξέρεις να προβλέπεις μιά έκλειψη, σε κάνει σοφό.Δεν περιμένω να μου δώσεις εξήγηση,αφού θα τηνκρατάς γιά τον εαυτό σου». «Οχι, δεν την κρατάω» απάντησε αδιάφορα ο Νικήτας. «Δεν μετράω άστρα και καταλόγους.Προσέχω τους ασπάλακες και τα κουνάβια.Περίπου δυό μέρες πρίν μιά έκλειψη, τα ζωάκια της γής αλλάζουν συμπεριφορά.Το μυστικό είναι να ξέρεις τηνσυμπεριφορά τους ,κι αυτό θέλει πολλή εξάσκηση.Αν θέλεις, σου δείχνω κάποτε.Δεν είναι μυστικό, είναι δουλειά». «Αν είμαστε ζωντανοί μεθαύριο,βλέπουμε» απάντησε μελαγχολικά ο Γεωμέτρης. «Εύχομαι να είσαι ζωντανός» απάντησε ο Νικήτας. «Επειδή εγώ δεν σκοπεύω να πεθάνω στην Παλαιστίνη».
Ο Γεωμέτρης έμεινε άναυδος και γύρισε στην σκηνή του στρατηγού.Αυτά τα στρατολογημένα πλουσιόπαιδα πίστευε πως ήταν η απαρχή των δεινών του κόσμου.
Ο Νικήτας δεν ήταν συστηματικός ψεύτης,αλλά ήταν ένας από τους ελάχιστους εγγράμματους που διψούσαν και βρωμούσαν υπερασπίζοντας το κράτος στην Παλαιστίνη.Ο Νικήτας μπορεί να ήταν ένας ασήμαντος δέκαρχος, αλλά η γνώση αριθμών και γραμμάτων τον τοποθετούσε στην ομάδα των απαραίτητων, που στον στρατό τους λέγαν Ιωσηφίτες, επειδή απαραίτητος ήταν και ο Ιωσήφ στον οίκο του βιβλικού Πετεφρή.Ασφαλώς και δεν είχε καταλάβει την έκλειψη από τα κουνάβια.Είχε ακούσει γι΄αυτήν την προηγούμενη ημέρα, όταν έφτασε σε μιά μικρή κατασκήνωση νομάδων που τον φιλοξένησαν και του έδωσαν φαγητό.Ηταν περιστεράδες, φρόντιζαν τις καμήλες τους, ήταν ενίοτε και ψαράδες.Του είχαν πεί ότι πέρασαν από την ίδια θέση πρίν πολλές ημέρες δυό σπουδαίοι Πετραίοι σοφοί, κι επειδή τους περιποιήθηκαν πολύ, τους συμβούλευσαν να φυλάξουν τα πρόβατα και τα σκυλιά
Χορτάτα και ήρεμα, μιά μέρα μετά την επόμενη πανσέληνο, επειδή θα χάνονταν πρίν τα μεσάνυχτα γιά ώρες τρείς καιώσπου να πεθάνουν τρία άψυχαπουλιά.
’Αφησε την ασύστατη προφητεία να την λύσουν οι φιλόσοφοι κι αυτός κράτησε το γεγονός. Επειδή ο Νικήτας ήταν ζηλωτής της νέας επιστήμης.Ο Νικήτας ήταν Γνώστης.Επειδή ,την εποχή εκείνη, όλα ήταν κρυμμένα, όλα τα μαθήματα και η γνώση προς τους μαθητές έκρυβε παγίδες και κατασκευασμένες ανακρίβειες, ώστε οι ανέτοιμοι και οι απέξω να νομίζουν ότι κατέχουν, ενώ έπλεαν μέσα στην άγνοια. Αυτήν την άγνοια που ο Νικήτας εφοδίαζε και τροφοδοτούσε, όπως φρύγανα σε φωτιά,σε όλους τους γύρω του , που δεν ήταν Γνώστες.Στην περίπτωση των Πετραίων,ήξερε ότι θα γίνει έκλειψη. Όποιοάλλο στοιχείο μπορεί να μή ήταν αληθινό, ή το χειρότερο,να ήταν μαγειρεμένο.Η χρησιμοποίηση ζώων ως συμβόλων ήταν παλιά δουλειά,το ίδιο και η χρήση των αριθμών. Γιά τα άψυχαπουλιά δεν ήξερε. Ας φρόντιζε η Πρόνοια
.
Ο στρατός διατάχτηκε να λάβει θέσεις στο στηθαίο του πλίνθινου τείχους και στο χαράκωμα, να τοποθετήσει τις βαλλίστρες, χειρός και εδάφους, στις κατάλληλες θέσεις και να κοιμηθεί αρματωμένος επί τόπου.Ηταν ένα μέτρο που πρόβλεπαν όλα τα επίσημα στρατηγικά συγγράμματα, αλλά εξίσου άχρηστο και απαρχαιωμένο με τα περισσότερα περιεχόμενά τους.Αφού οι Αραβες ήταν μακριά, και η μάχη, άν δίνονταν μάχη, ήταν υπόθεση του επομένου δειλινού, προς τί η καταπόνηση ενός σχεδόν διαλυμένου στρατού, χωρίς ηθικό, που επιβίωνε από μία παράδοξη αίσθηση καθήκοντος;
OΝικήτας με τον Λίβωνα πήραν τις οργανικές τους θέσεις στην κοόρτη, έχοντας κοντά τους μόνον από τρία δόρατα, μιά στρογγυλή ασπίδα της πήχης και ένα κοντό σπαθί.Μπροστά τους υπήρχαν τέσσερις σειρές από αμυντικούς ασπιδοφόρους και από πίσω τους οι τοξότες. «Σου αρέσει να πειράζεις τους αξιωματικούς» παρατήρησε οΛίβωνας. «Μόνον η τελική πληροφορία που δίνεις είναι ακριβής.Μερικές φορές μήτε κι εγώ καταλαβαίνω από πού κατεβάζεις τέτοια πράγματα. Ακου κουνάβια!» «Πρέπει να δίνουμε την γνώση με μικρή κλεψύδρα» απάντησε ο Νικήτας, έτοιμος γιά επιχειρήματα. «Εντάξει, εντάξει! Δεν θέλω άλλον κατάλογο σοφών που τους περιφρονούν άν και κατέχουν την αλήθεια.Αν ήσουν ικανός στην ιχνογραφία, όπως εγώ, είμαι σίγουρος ότι θα τρέλαινες τον Γεωμέτρη με αληθοφανείς εικόνες». «Και δεν είναι κάν αξιωματικός» πρόσθεσε ο Νικήτας.
Ο Λίβων , φίλος εξ απαλών ονύχων με τον Νικήτα, του έμοιαζε στον τρόπο που νύσταζε.Μπορούσε να περάσει πολλές ώρες άυπνος λύνοντας ένα θεώρημα, αλλά καθάριζε ροχαλίζοντας σε δέκα λεπτά ακούγοντας μέρος ενός πλατωνικού διαλόγου. Πίστευαν και οι δύο ότι τα λόγια είναι ανούσιες αναπτύξεις κρυμμένων αριθμών και συμβόλων.Η μόνη διαφορά τους: ο Νικήτας χασμουριόταν αμέσως και έδειχνε την δυσφορία του ενώπιον φιλοσοφήματος, ενώ ο Λίβων έπνιγε την αθυμία του σκιτσάροντας διάφορα σχήματα όπου μπορούσε, ακόμη και αοράτως μέσα στο μυαλό του. Γι αυτό και ο Λίβων είναι οργανικός ήρωας ενός μυθιστορήματος, ενώ ο Νικήτας ο πρωταγωνιστής του.
Ο στρατός ξημέρωσε περονιασμένος, πέρασε τη μέρα του πεινασμένος και άπλυτος,του έφεραν μιά μεζούρα κρασί και ένα ξινό παξιμάδιένζυμο ,με σπόρους κολοκυθιάς, να φάει. Αργότερα, μέσα στο μεσημέρι,έφτασαν οι δύο λεγεώνες, πήραν θέσεις, έστησαν σκηνές,κάρφωσαν τις ασπίδες τους προς νότο σε σχηματισμό καμπύλο που έμοιαζε με το κάτω μέρος μιάς χλαμύδας.Ο επικεφαλής της 6ηςλεγεώνας,που δεν ήταν στρατηγός, γι΄αυτό και δεν διασώθηκε το όνομά του, και ο Μαρδάς, έφτασαν στην σκηνή του Αιμιλιανού και ενημερώθηκαν γιά το σχέδιο. Οι στρατιώτες που μπορούσαν, έβλεπαν τους τρείς αετούς των λεγεώνων καρφωμένους έξω από τη σκηνή,και δεν αισθάνθηκαν μήτε στιγμή το ρητό «η ισχύς εν τη ενώσει». Ηξεραν όλοι τους ότι άν υπηρετούσαν σε μία παρατημένη χιλιαρχία, πεταμένη και ξεχασμένη, χωρίς νερό και ξαρμάτωτη,χωμένη σε δυσώδεις βάλτους κυριαρχημένους από κροκοδείλους,είχαν περισσότερες πιθανότητες να δούνε μερικοί τα σπίτια τους. Ενώ τώρα, τρείς ενωμένες λεγεώνες, έστω κατ όνομα, τους μύριζαν σχέδια και τακτικές, ουρανοκατέβατες ιδέες και εμπνεύσεις,πράγματα γιά τα οποία δεν είχαν την παραμικρή εμπιστοσύνη, επειδή τα μάθαιναν από ένα η δύο επιζώντες που έφταναν στα μετόπισθεν,μόνοι μάρτυρες σχεδίων που δεν πετύχαιναν ποτέ.Όταν τα εκλεκτά αποσπασματα ξεκίνησαν, πέφτοντας ο ήλιος, να παρασύρουν τους Άραβες, λίγοι το κατάλαβαν, επειδή μισοκοιμούνταν εξαντλημένοι.Μερικοί έβρισαν έναν παπά που κυκλοφορούσε ανάμεσά τους, καλώντας τους σε μετάνοια, εξομολόγηση και θεία κοινωνία.Είχαν διακρίνει από τα άμφια πως ήταν ορθόδοξος,και οι περισσότεροι ήταν μονοφυσίτες. Με το πρώτο σκοτάδι,ο κοντινός ορίζοντας γέμισε ποδοβολητά και λαχανιαστούς ήχους,κυρίως από τα άλογα, επειδή οι Αραβες δεν παράγουν ήχο μήτε χρησιμοποιούν ιαχές απειλής και τρόμου.Είχαν όμως τύμπανα.Με ρυθμό ένα-τρία-δύο, ένα- τρία -δύο, δεκάδες τύμπανα ξεκινούσαν με τάξη και σειρά,αλλά μόνον όταν γινόταν επίθεση.
Ο στρατός (αλλά και ο συγγραφέας με τους αναγνώστες του) δεν είδε κανέναν από τα εκλεκτά αποσπάσματα των Ρωμαίων. Κανένας ποτέ δεν εξακρίβωσε άν εξοντώθηκαν, άν χάθηκαν στην άμμο, άν αυτομόλησαν ή άν κρύφτηκαν.Δέχτηκε όμως πάνω από χίλιες σαϊτες ταυτόχρονα,μόλις φάνηκαν οι ‘Αραβες ιππείς στο βάθος, στις εκατό οργιές.Η ώρα έχει εξήντα λεπτά, και ένας ικανός ιπποτοξότης μπορεί να ρίξει τέσσερις σαίτες σε ένα λεπτό, ενώ οι πρωταθλητές ακόμη και οκτώ.Εχει στην φαρέτρα του ακριβώς πενήντα.Μετά ένα τέταρτο της ώρας,όταν πλησιάζουν τα βλήματα να σωθούν, κρεμάνε το μικρό τους τόξο στην σέλα του αλόγου, ξεθηκαρώνουν ή παίρνουν στο χέρι τα μεγάλα δόρατα που τα φυλάνε σε τελαμώνα στηριγμένο πίσω τους και καλπάζουν προς τους εχθρούς τους.
Οι στρατιώτες στάθηκαν πίσω από τις μεγάλες ασπίδες τους,ένας στους δέκα ήδη χτυπημένος από βέλη, όχι καιρίως, λόγω της απόστασης.Οι βαλλιστράριοι σημάδεψαν και έστειλαν τα κοντά τους βλήματα,πράγμα ανώφελο γιά κινούμενους στόχους, ενώ οι μεγάλες βαλλίστρες, που έρριχναν σμήνος από εκατό βέλη που άνοιγαν όσο απομακρύνονταν από τιςμπούκες, ήταν σαφώς πιό καταστροφικές.Αλλά μέσα σε ένα τέταρτο της ώρας, δεν υπήρχαν πολλοί απείραχτοι στην παράταξη να τεντώσουν νευρά και να σημαδέψουν.
Οι στρατιώτες είχαν εκπαίδευση και η εκπαίδευση ήταν άριστη, αλλά γιά να αντιμετωπίζουν Πάρθους, Πέρσες ή και Ινδούς, έθνη που δεν υπηρχαν πλέον πουθενά στον ορίζοντα.Το υπέροχο στρατήγημα «να χτυπάτε ανά δέκα» προϋπόθετε ότι οι αντίπαλοι είχαν αποκοτιά και γαυριούσαν μπροστά στον φύλαρχό τους. Η τεχνική να στέλνουν κατά σειρά βέλη, δόρατα και μετά βλήματα βαλλίστρας απαιτούσε έναν εχθρό παλουκωμένο σε παράταξη.Τώρα, μόλις ξέφευγαν από την γραμμή, βλέποντας απέναντι δυό ή τρείς καβαλάρηδες του χεριού τους, πάντοτε τους ήρχονταν εκ πλαγίων ένα σύννεφο από βλήματα, σταλμένα από εκατό και εκατόν πενήντα οργιές. Οι περισσότεροι δεν φορούσαν αλυσιδωτά, ενώ χιλιάδες τέτοια σουσάνια σκούριαζαν στις αποθήκες, επειδή υπήρχε ένα πρόβλημα με τις προμηθεύτριες πόλεις που ήταν όλες πάνω από μιά εβδομάδα θαλασσινό ταξίδι.
Η διπλανή Αντιόχεια συνέχιζε να κατασκευάζει σκουφάκια, κοντά ξίφη, πέλτες και τσεκούρια,πολύ καλά γιά τους Γαλατικούς πολέμους,αλλά υποστήριζε ότι δεν είχε σχετική εντολή αναδιάρθρωσης της παραγωγής.Οχι παράξενο, αφού γιά τον αυτοκράτορα, η Αντιόχεια, παρά τις επενδύσεις δεκαετιών, δεν είχε συνέρθει από τον μεγάλο σεισμό.Οι μέρες στην Παλαιστίνη ήταν τόσο ζεστές,ώστε οι αποπληξίες θέριζαν έναν στους πέντε ικανούς. Και πολλές φορές, ο ιδρώτας στην μάχη τους τύφλωνε.
Οι Άραβες φορούσαν ινδικό μετάξι, τον μπάμπακο ,είχαν το κεφάλι σκεπασμένο με ένα μακρύ ιματίδιο, ενώ πότιζαν τα άλογά τους από πέτσινους σάκκους που μετέφεραν οι ακούραστες καμήλες.Τα ξίφη τους ήταν τριπλάσιου μήκους από τα ρωμαϊκά και δεν είχαν ασπίδα να τους βαραίνει το χέρι, αλλά ένα προστήθιο μυτερό, που εξοστράκιζε τα βέλη. Και οι μεγάλοι πολεμιστές τους φορούσανε σουσάνια, συρμάτινα, που τα βρήκαν άφθονα στις περσικές αποθήκες, ενώ οι Ρωμαίοι τα βρήκαν ελαφριά τον καιρό που αντιμετώπιζαν τους κατάφρακτους του Χοσρόη και τα παράτησαν. Το σύρμα διαφέρει από την αλυσίδα πολύ.Είναι πανάλαφρο, κόβει όλες τις σπαθιές, εκτός τον μύτο,και ανοίγει μόνον από βαλλίστρα εδάφους.Η αλυσίδα δεν παθαίνει από βαλλίστρα, αλλά οι Αραβες δεν χρησιμοποιούσαν βαρειά όπλα.
Παρ όλα αυτά,οι λεγεώνεςπολέμησαν όπως ήξεραν.Έβγαζαν ένα μανίπουλο τολμηρά έξω από την παράταξη, που έστρωνε γύρο τις ασπίδες του και μετά χωρούσαν μέσα στον κύκλο τα άτομα μιάς κοόρτης. Επιχειρούσαν τολμηρές εξόδους από τον κύκλο, καταφέρνοντας να σκοτώνουν κυρίως τους μεμονωμένους.Αλλά οι προσπάθειές τους ήσαν σαν των Τρώων, ή καλύτερα,άντεχαν όσο το τζάμι αντέχει ένα δυνατό χαλάζι.Και ξόδευαν πολλή ώρα να φροντίζουν τους συντρόφους τους που πληγωνόταν, επειδή επί πολλά χρόνια ήταν φίλοι, καρδιακοί,μαζί σε πόνους και ηδονές.Και πάθαιναν τα ανήκουστα από αυτήν την γλυκεία συνήθεια.
Δεν ήταν μόνον αυτά. Οι ορθόδοξοι ανάμεσά τους, έκοβαν με μισή καρδιά την σάρκα του εχθρού.Ενώ ήταν απίστευτα ορμητικοί και αποτελεσματικοί όταν πολεμούσαν ομαδικά, υστερούσαν στα αγχέμαχα και στην πάλη μαλλί με μαλλί. Οι μονοφυσίτες πάλι έφευγαν και δραπέτευαν με το παραμικρό.Απεναντίας, πολύ σκληρά πολεμούσαν μερικοί κρυφοί εθνικοί και ελάχιστοι θιασώτες των λιβυκών ειδώλων,επειδή εκείνες τις εποχές, οι περισότεροι άνθρωποι πίστευαν ότι οι Αραβες ήταν οπαδοί της πιό σκληρής και ανίκητης χριστιανικής αίρεσης.Αν λοιπόν με τους Ρωμαίους ήταν αναγκασμένοι να κρύβουν την πίστη τους, με τους Άραβες ήξεραν ότι θα την χάσουν.
Έτσι, η μάχη πήγαινε άσχημα γιά τους Ρωμαίους. Ο Μαρδάς και ο επικεφαλής της 6ης, που δεν υπάρχει το όνομά του, μήνυσαν στον Αιμιλιανό την κατάσταση. Κι εκείνος τους απάντησε να κρατήσουν με θάρρος, επειδή η νύχτα θα τους φέρει την νίκη.Ο ανώνυμος κράτησε με θάρρος,κι αυτός μάλλον ήταν ο κύριος λόγος που δεν ξανακούστηκε το όνομά του και δεν μπορώ να σας το μεταφέρω. Το θάρρος που δεν μεταφράζεται σε λόγια από έναν αδέκαστο ή πληρωμένο ιστορικό, έχει κατάληξη την απόλυτη λήθη.Ο Μαρδάς, απεναντίας, που διοικούσε συμμορίες που ονομάστηκαν λεγεώνα γιά λόγους πρωτοκόλλου, άφησε τους άνδρες του στα χέρια δύο χιλιάρχων και φρόντισε να βρίσκεται κοντά στις οπισθοφυλακές. Ο Μαρδάς ήταν εξαίσιος πολεμιστής, τιμημένος τόσες ακριβώς φορές όσες υπήρξε τιμωρημένος και φυλακισμένος.Λιγομίλητος και ευέξαπτος,φορούσε έναν μανδύα παράξενο πάνω από την αρματωσιά του, που άφηνε γυμνό το ένα του χέρι.Συχνά σκέπαζε και τοκεφάλι του με αυτόν.Ο Μαρδάς μιλούσε τόσες γλώσσες, που μάλλον είχε ξεχάσει ποιά ήταν η μητρική του.
Επειτα, οι Αραβες έφυγαν. Εκαναν απότομη στροφή και χάθηκαν στο σκοτάδι ενώ τα τύμπανα και τα ταμπούρλα άλλαξαν ρυθμό.
Η μάχη είχε ξεκινήσει ξαφνικά, και ο Γεωμέτρης, που είχε χρεωμένα τα επτασφράγιστα μυστικά της λεγεώνας δεν είχε λάβει φύλλο πορείας.Εγκαρτέρησε λοιπόν και πολέμησε, όπως οι υπόλοιποι.Δεν ξέρω τι απόγινε, ή μάλλον δεν ενδιαφέρθηκα, επειδή ο τύπος είχε φροντίσει να δημιουργήσει οικογένεια που επιβίωσε υπό ποικίλες συνθήκες επί πολλές γενιές και τα συντηρητικά, γκρινιάρικα γονίδιά της κυριάρχησαν σε πολλές φάσεις της ανθρώπινης ιστορίας, ιδίως εκεί όπου ένας βλάξ χάλαγε έργα, ευλογούσε τα γένια του, κυβερνούσε μιά περιφέρεια ή συκοφαντούσε τους εκάστοτε «μοντέρνους». Κλώνοι της οικογένειας του Γεωμέτρη, τρέλαναν στην πλήξη ακροατήρια, έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο μετά την συνθήκη του Τριδέντο, βοήθησαν τον Γκρουσί να χάσει το Βατερλό και απείλησαν, σείοντας έγγραφα,μερικούς ικανούς επιχειρηματίες που χρωστούσαν στην τράπεζα.
Ο Νικήτας έβαλε τον Λίβωνα να ξεκαρφώσει μιά σαίτα από τον πλεχτό του θώρακα και μετά φρόντισαν τους λαβωμένους δίπλα τους, εάν η λέξη «φρόντισαν» σημαίνει «τους έλεγαν, κουράγιο,θα γίνεις καλά».Ο στρατηγός Αιμιλιανός βγήκε από τησκηνή του και όρισε να στηθούν οι τρείς αετοί των λεγεώνων, πάνω στα τείχη. Έφερε κοντά του δαυλούς και φώναξε στο στράτευμά του που βογγούσε.
Σε λίγο θα βγεί η σελήνη,η θεά του μήνα και της νίκης.
Οι εχθροί θα λυώσουν από την δύναμή της.
Εγκαρτερείτε και νικάμε.
Οι μανδάτορες πήραν από έναν δαυλό και κίνησαν προς όλη τη γραμμή της παράταξης, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του στρατηγού.Ο Νικήτας δεν άντεξε να μη προσέξει ότι άλλος τα έλεγε με αρμένικη προφορά, άλλος με τριβαλλική, κι άλλος λατινιστί. Περνούσαν τρέχοντας με τους δαυλους μπροστά από τον στρατό, ενοχλώντας ενίοτε μερικές νυχτερίδες χωμένες στα σύσκια του λιθοδέματος,που πετούσαν παρευθύς παράμερα.Οι στρατιώτες φώναζαν αραιά και πού κανένα «Αιμιλιανέ τούμβικας», ιδίως όταν τους έβλεπαν οι αξιωματικοί.
Η μικρή αυτή δημηγορία δεν επηρέασε πολύ τους άνδρες, που συνέχισαν να γλείφουν τις πληγές τους.Αν θα έβγαινε το φεγγάρι η άν θα έβγαζαν τη μπέμπελη, είχε μικρή σημασία χωρίς την άνωθεν εξήγηση: το φεγγάρι δηλαδή, θα επιφέρει αυτά τα καταστροφικά αποτελέσματα, με συγκεκριμένες και απτές αποδείξεις. «Οι εχθροί θα λυώσουν» είναι έκφραση αποκρουστική γιά τα αφτιά κάθε καραβανά, όσο ελκυστική είναι γιά τους αναγνώστες ιστορικών μυθιστορημάτων.Ο Αιμιλιανός έδωσε εντολή να μοιραστεί άλλη μιά μεζούρα κρασί, αλλα μιά τυπική διπλή παράλειψη του εκατόνταρχου που μεταβίβασε την διαταγή στον αποθηκάριο (δεν έδωσε το σύνθημα και δεν περίμενε το παρασύνθημα) καθυστέρησε τη διανομή.Βγήκε το φεγγάρι.
Αν αληθεύει ότι η αναμονή σκοτώνει και την πιό μεγάλη ελπίδα, είναι επίσης αληθινό ότι η ταχύτητα ζωντανεύει τους πιό αναίτιους φόβους. Οι Άραβες ήρθαν από το πουθενά , που ωστόσο ήταν μπροστά στους Ρωμαίους και ήταν ένα πουθενά μαύρο έως υποφωτισμένο. Ακούστηκαν οιμωγές και πόνοι από την κατασκήνωση των εμπόρων και μετά, μιά δίνη από καβαλάρηδες πήρε ολόκληρο το στρατόπεδο στην περιδίνησή της.Στριφογυρνούσαν γύρω από το τείχος τοξεύοντας, σημαδεύοντας πολύ προσεκτικά τον καθένα, ενώ νεαροί μαχαιροφόροι σκαρφάλωναν με επιδεξιότητα και τρόμαζαν τους ασπιδοφόρους.Τις δύο λεγεώνες που ήταν ακάλυπτες, έξω από το διαλυμένο τείχος, τις χτυπούσαν εναλλάξ από στήθος και πλάτη, ομάδες των δέκα ιππέων, μπορεί και μικρότερες.
Μετά, το φεγγάρι άρχισε να λιγοστεύει, το φώς έγινε κόκκινο, κι ώσπου να συμπληρωθεί ο τέταρτος γύρος του περιβόλου, το φεγγάρι χάθηκε. Οι Ρωμαίοι αισθάνθηκαν απόγνωση που η θεά του μήνα και της νίκης τους εγκατέλειψε.Οι Άραβες, απεναντίας, αλάλαξαν , σηκώθηκαν στις ράχες των ίππων και γαντζώθηκαν στο πεντάπηχο τείχος.Εγινε μιά μάχη εκ του συστάδην σύντομη και αμείλικτη. Οι λεγεωνάριοι έτρεχαν να γλυτώσουν έξω από το στρατόπεδο ή πετούσαν τα όπλα τους, σημείο υποταγής, ενώ αυτοί που αμύνθηκαν, σκοτώθηκαν σε λίγη ώρα.
Ο δέκαρχος Νικήτας, ανιχνευτής και σοφός όσο το επέτρεπαν τα εικοσιτρία του χρόνια,δεν χρειαζόταν να θυμηθεί αποσπάσματα από τα στρατηγήματα του Πολύαινου και του Φροντίνου γιά να καταλάβει τον όλεθρο που άγγιζε την ανθρώπινη μάζα.Καθώς δεν είχε πλέον άλογο , αφού του το πήραν γιά να ανεβάσουν κάποιον αισιόδοξο εθελοντή που θα παγίδευε τους Άραβες,ο οποίος, στην πιό αισιόδοξη εκδοχή,κοίταζε τα άντερά του,ετοιμοθάνατος ,μέσα σε φρικτούς πόνους, στηρίχτηκε στην γνώση πως οι άνθρωποι αυτοί, μετά την νίκη τους, μαζεύονται γύρω από τον βάκαρό τους, πέφτουν στα γόνατα και προσεύχονται.Μίλησε κοφτά, σχεδόν συνθηματικά με τον Λίβωνα,βγήκαν από το τρύπιο τείχος,πέρασαν από δυό βέλη κάτω από τη μασχάλη τους, να δείχνουν καρφωμένοι στην καρδιά, διάλεξαν έναν καλό σωρό από πτώματα Ρωμαίων και τρύπωσαν κάτω από τους γενναίους που χάθηκαν καρφωμένοι στην καρδιά και στο μούτρο ,αλλά κι από τους δειλούς που σκοτώθηκαν με πληγές στα νεφρά και στον σβέρκο.
Ο Αιμιλιανός μέσα στον ενθουσιασμό του, ξέχασε να ειδοποιήσει τους στρατιώτες του ότι θα υπήρχε έκλειψη και μάλιστα με νικηφόρα πρόβλεψη.Ηταν μάλλον ερασιτέχνης ποιητής, και η σύντομη δημηγορία του υμνούσε την παρουσία της σελήνης, όχι την απώλειά της.Επιπλέον οι Πετραίοι σοφοί, από τους οποίους ο Νικήτας είχε μάθει την έκλειψη, ήταν βέβαια Αραβες, άρα ο εχθρικός στρατός ήξερε ότι θα πέσει επίφοβο σκοτάδι, γι άυτό και χάθηκαν μέσα στη νύχτα, μετά το πρώτο χτύπημα, ώστε η τελική τους επίθεση να συμπέσει με την έκλειψη. Πάντως, όταν η νίκη στεφάνωσε τους νικητές, το φεγγάρι ήταν στη θέση του,πάνω σε έναν νικημένο στρατό και σε τρία πεθαμένα πουλιά, τους τρείς αετούς της λεγεώνας που γιάλιζαν πάνω στην άμμο, ανάμεσα στα πτώματα.
Ο Νικήτας ήταν τόσο κουρασμένος ή τόσο αναίσθητος ,ώστε να αποκοιμηθεί περιμένοντας την έκβαση της μάχης.Οταν οι Αραβες αλάλαξαν και άρχισε η ομαδική προσευχή μέσα στο στρατόπεδο,σφύριξε στον Λίβωνα,αρκούδισαν πενήντα οργιές και πέρασαν μέσα από τη ρημαγμένη κατασκήνωση των εμπόρων.Εκεί ο Νικήτας είδε τον ουρανό, διάλεξε την ουρά της μεγάλης άρκτου, την κοίταξε καταπρόσωπο, μετά τέντωσε κατά πίσω εν εκτάσει το αριστερό του χέρι ώσπου να πονέσει. Εκεί που έδειχνε το χέρι του, ήταν η νότια, νοτιοδυτική διεύθυνση,εκατόν πενήντα μοίρες .Γύρισε να δεί το χέρι του και το τοπίο, έβαλε σημάδια δυό ή τρία άστρα, έδωσε το στίγμα στον ανιχνευτή του και άρχισαν να τρέχουν προς την θάλασσα.
Το πρώτο βράδι μετά την πανσέληνο της δεκάτης εβδόμης Ιουλίου,μέρα Τετάρτη, του έτους 641 ,είκοσι περίπου χριστιανικά χρόνια μετά την Εγείρα.Είχαν μπροστά τους εκατό μίλια μιάς δύσκολης διαδρομής, έως τα σύνορα της Αιγύπτου.Και ακόμη περισσότερα γιά να φτάσουν στην Αλεξάνδρεια. Σε καιρό ειρήνης και άνοιξη, ήταν μιά διαδρομή δέκα ξεκούραστων ημερών, τέσσερις με καλό άλογο και πίεση.
Φυσικά, δεν έμοιαζαν σε αυτό που ανήκαν, δηλαδή στο επικουρικό σώμα τεχνικών της δωδεκάτης λεγεώνας. Μαζί τους, δεκάδες ξαρμάτωτοι, και ντυμένοι με ένα περίζωμα λεγεωνάριοι, έτρεχαν προς την Ασκαλώνα,ελπίζοντας να βρούν καταφύγιο.Οταν έφτασαν ξημερώματα στο μικρό λιμάνι, η φρουρά δεν άφησε κανέναν να μπεί στον πόλη,εκτός από τους αξιωματικούς και μερικούς που έμοιαζαν στρατιώτες, είτε επειδή φορούσαν την υπόλευκη φανέλα, είτε επειδή τους καταλάβαιναν από τα χειμωνιάτικα στιβάλια τους.
Ο Νικήτας δεν είχε δυσκολία να μπεί στην πόλη,αφού υπάρχουν πολλές παροιμίες γιά τον σεβασμό του τυπικού ρωμαίου στρατιώτη στην θέα ενός νεανία με αγέρωχο παράστημα που έχει ευγενική θωριά, άσχετο άν λίγοι μπορούσαν να το επιβεβαιώσουν.Πήγε κατευθείαν στον φρούραρχο, του έδειξε μισή γωνιά από την ταυτότητα που είχε κρεμασμένη στο λαιμό του,και τον έπεισε ότι η ζωή του κινδύνευε άν δεν έβρισκε κάποιο πλεούμενο γιά να φτάσειγρήγορα στην Αίγυπτο.Σύμφωνα με τους κανονισμούς,οι καθ΄οιονδήποτε τρόπο εντεταλμένοι στην διοικητική μέριμνα είχαν απόλυτη προτεραιότητα υπηρεσιακών μετακινήσεων, και ο Νικήτας ήταν ο γιός τουγενικού αποθηκαρίου της επαρχίας Αιγύπτου.
Ο φρούραρχος μπορείνα μη διέθετε στρατιώτες, τροφές, όπλα και κουράγιο, αλλά τέσσερα κομψά τσόφλια, με δυό πανιά, το ένα άρμενο και μικρή καρίνα ήταν δεμένα στο κλειστό λιμανάκι.Διάλεξε ένα τριμελές πλήρωμα και τους έστειλε στην ευχή του Θεού.Φυσικά ,υπόγραψαν την παραλαβή και έβαλαν ακριβή ημέρα και ώρα, να είναι καλυμμένος στην υπηρεσία.
Με μία στάση στα Ρηνοκούλουρα και μία στο Πηλούσιο γιά ανεφοδιασμό και έλεγχο,έφτασαν στην Αλεξάνδρεια σε πέντε μέρες και έξη νύχτες.Το σκαφίδι τους δεν ήταν επανδρωμένο με έμπειρους ναυτικούς που θα μπορούσαν να καλύψουν την απόσταση με ταξίδι μιάς ημέρας και μίας νύχτας.Γλυκές μέρες, με κάποια αίσθηση πείνας στο στομάχι,που πέρασαν χωρίς πολλά λόγια,με πολύ ύπνο. Ηρεμες νύχτες, γιαλιστερές, με τα ρηχά νερά να σελαγίζουν από τον πλούτο της πηχτής θάλασσας, ενώ τα ψάρια έδειχναν τις μαύρες ράχες τους στο φεγγάρι, καθώς γεννούσαν πλήθος τα αβγά τους.Αραιά κρωξίματα γλάρων συνεχώς,ο αέρας να τραγουδάει ανάμεσα στο άρμενο και στο σκαφίδι.Το έμβλημα στην ταυτότητα του Νικήτα απεικόνιζε έναν πύργο που γύρω του πετούσαν τρία πουλιά.
(πρώτη γραφή, ανεπεξέργαστη,2005)